SCALP!SCALP!

Image-1

Η μετάφραση του κειμένου “Αυτοδιάλυση της Scalp-Reflex Παρισιού: ένας αυτοκριτικός απολογισμός” από την συλλογικότητα ‘σε τροχιά σύγκρουσης’ έρχεται σε μια κατάλληλη χρονική στιγμή για τα ελληνικά αντιφασιστικά δεδομένα. Όχι μόνο γιατί ήρθε το καλοκαίρι και αρκετές συλλογικότητες κάνουν αυτή την εποχή τις απολογιστικές τους συζητήσεις για τη χρονιά που πέρασε. Αλλά και γιατί το κείμενο εκδίδεται εν μέσω μιας αντιφασιστικής φρενήτιδας στην ελλάδα, μιας φρενήτιδας βέβαια που αν και αντανακλάται πολλαπλά στην δημιουργία πολλών υπο-ομάδων, ομάδων, πρωτοβουλιών, μετώπων αντιφασιστικού περιεχομένου μέσα στον τελευταίο χρόνο (που τα νεοναζί βοθρολύμματα μπήκαν στην ελληνική βουλή με ποσοστό 7% στις εθνικές εκλογές), λίγοι και λίγες θα έλεγαν ότι όλα αυτά τα σχήματα έχουν επαρκώς ασχοληθεί με τα προβλήματα τους και την αυτοκριτική τους.

Το κείμενο της SCALP μπορεί να χρησιμεύσει, λοιπόν, έτσι: να ξεχωρίσουμε τα προβλήματα που αναδεικνύουν οι γαλλίδες και οι γάλλοι σύντροφοι και να τα συζητήσουμε μάλλον υπό το ελληνικό πρίσμα. Ούτως ή άλλως, δηλώνω ανίδεος με τα του γαλλικού αντιφασισμού και συνεπώς ανίκανος να συζητήσω κάτι σχετικό σε βάθος. Ακόμη και η ανάγνωση ενός-δυο βιβλίων ή οι πολιτικές συζητήσεις με κάποιους/ες παλιές της SCALP δεν υποκαθιστούν, βέβαια, την έλλειψη αυτού του βάθους. Οπότε, να τι μπορώ να πω με βάση το κείμενο αυτοδιάλυσης που έχω στα χέρια μου…

***

Οι συντρόφισσες/οι ανακοινώνουν την αυτο-διάλυση τους μετά την διαπίστωση ενός αδιεξόδου στο οποίο είχαν φτάσει. Έκατσαν και το συζήτησαν αρκετά μάλλον όλο αυτό και φαίνεται ότι δεν το εντόπισαν το αδιέξοδο αυτό εν μία νυκτί. Όπως γράφουν το σχετικό κείμενο τους, εντοπίζουν τρεις κύριες αιτίες για το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε η συλλογικότητα τους. Τις περιγράφουν αυτές τις αιτίες ως εξής: 1) τετριμμενοποίηση (banalisation) του ακροδεξιού λόγου στην γαλλική κοινωνία, κάτι που δεν έγινε δυνατό να ανασχεθεί με τα υπάρχοντα μέσα και ιδέες, 2) Κοινωνική-κρατική απονομιμοποίηση του αντιφασισμού, αγκαζέ με την καταστολή του και 3) εσωτερικά οργανωτικά προβλήματα.

Στο κείμενο φαίνεται τα εσωτερικά οργανωτικά προβλήματα (χαλαρή οργάνωση, μη δέσμευση, πυροτεχνηματικές δράσεις, η λογική της παρακολούθησης της μιντιακής ατζέντας ή της ατζέντας των φασιστών, οι προβληματικές της χρήσης των νέων τεχνολογιών κτλ) να απασχολούν μεγάλο μέρος του κειμένου. Δεν είναι τυχαίο νομίζω. Αυτά τα προβλήματα φαίνεται να έχουν γίνει και καλύτερα κατανοητά. Όλα αυτά τα ζητήματα που θέτει η SCALP είναι απολύτως έγκυρο να τίθενται και σήμερα στην ελλάδα μιας και είναι κλασικές ασθένειες της αριστεράς παγκοσμίως. Δεν ξέρω αν τα πράγματα είναι χειρότερα στην γαλλία, αλλά πολλά από τα παραπάνω αποτελούν σύγχρονες βεβαιότητες και του εδώ ‘χώρου’: κλείσιμο στα ντουλάπια του φέισμπουκ και του τουίτερ, τα οποία διόλου δεν υποκαθιστούν τις ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ κοινωνικές σχέσεις, ίσα-ίσα όλο και περισσότερο φαίνεται να απομακρύνουν τον όποιον εαυτό από το πεδίο δράσης, οικειοποίηση κινηματικής ορολογίας παρελθόντων δεκαετιών αποκομμένης όμως από οποιαδήποτε πραγματικότητα, έλλειψη συστηματικότητας στις δράσεις, έλλειψη μακρόπνοης πολιτικής ανάλυσης – αντ’ αυτού στήριγμα της δράσης σε ευκαιριακές ή πανικόβλητες αναγνώσεις του παρόντος δίχως μνήμη, θεαματικές δράσεις, επικράτηση των διαφόρων ‘εγώ’, επικράτηση της ματσίλας και των άτυπων ιεραρχιών και την ίδια στιγμή αδυναμία συνύπαρξης σε ομάδες, κτλ κτλ. Θα μπορούσαμε να περιγράφουμε μόνο τέτοια προβλήματα για ώρες. Η SCALP αφενός μόνο με την ύπαρξη της δείχνει ότι σε ένα βαθμό ξεπέρασε πολλά από αυτά τα ζητήματα μιας και σπανίζουν οι συλλογικότητες που ζουν για χρόνια ολόκληρα, πόσο μάλλον δεκαετίες. Αυτές οι συλλογικότητες συνήθως έχουν μια πιο μακρά προοπτική και ποντάρουν σωστά στις σχέσεις, δηλαδή μάλλον στην κατάκτηση μιας κοινής βάσης συνεννόησης και την επένδυση σε ένα κοινό μέλλον. Αυτό είναι κάτι που στην ελλάδα μοιάζει ζητούμενο. Από την άλλη, όμως, καταλαβαίνω ότι από το κείμενο της SCALP λείπει πάλι η παρουσίαση ενός αδρού έστω θετικού μοντέλου οργάνωσης το οποίο να περιλαμβάνει – αναλόγως και της σοβαρότητας του περιεχομένου του προτάγματος τους – τις λέξεις συνέπεια, οργάνωση, φερεγγυότητα, δέσμευση, συνθήκη που ίσως προδίδει μια από τις κλασικές ασθένειες της αντιεξουσίας: λόγω του φαντάσματος του κόμματος με την ιεραρχική συγκρότηση, να αδυνατεί να προσδιορίσει κανείς τις δομές του με τρόπο συγκεκριμένο και άρα να καταφεύγει στην γνωστή ‘τυραννία της απουσίας δομών’.1

Έπειτα, νομίζω τα δύο προβλήματα που παρουσιάζει η SCALP ως αυτά που την οδήγησαν σε αδιέξοδα, συνδέονται αρκετά, μιας και είναι και τα δυο ζητήματα περιεχομένου. Επιπλέον, η “δεξιόστροφη” κίνηση του κοινωνικού και του κράτους, καθώς και η καταστολή του αντιφασισμού που την συνόδευσε, είναι βέβαια γνώριμα στοιχεία και για την ελλάδα των τελευταίων 5-6 χρόνων, οπότε θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε μαζί.

Υπάρχει και κάτι άλλο κοινό βέβαια που ίσως προδίδει ένα μέρος της προβληματικής. Νομίζω ότι στη βάση του σκεπτικού της SCALP εδρεύει ένα παλιό γνωστό φαντασιακό που ηγεμόνευσε στο σκεπτικό πολλών ελευθεριακών κινημάτων και ομάδων της αριστεράς: το δεδομένο πως η [γαλλική/ελληνική/κτλ] κοινωνία είναι φύσει καλή, πως δουλειά δικιά μας – σαν αντιφασιστών – είναι να την προσεγγίσουμε αυτή την ‘κοινωνία’ και να την πείσουμε και πως πρέπει άρα, αν φαίνεται το εγχείρημα μας να μην πετυχαίνει, να απογοητευτούμε και να πελαγώσουμε ή, ακόμα χειρότερα (αν λάβει κανείς/καμιά υπόψη κυρίως ελληνικά δεδομένα και αντιδράσεις…) να την γλύψουμε!
Το ισχυρίζομαι αυτό για δύο λόγους: αφενός, γιατί η SCALP φαίνεται να εκπλήσσεται με το ότι ένας ριζοσπαστικός αντιφασισμός θα είναι αναγκαστικά απονομιμοποιημένος κοινωνικά σε μια κοινωνία που πλειοψηφικά τρέφεται με ρατσιστικές και εθνικιστικές ιδέες, όπως π.χ. η λεγόμενη ‘γαλλικότητα’ (ή ‘ελληνικότητα’ στα δικά μας). Αφετέρου, γιατί η SCALP φαίνεται να μην έχει αντίληψη – τουλάχιστον απο το κείμενο αυτό δεν φαίνεται κάτι τέτοιο – του γιατί η γαλλική ακροδεξία είχε τόσο μεγάλη πέραση στην κατεξοχήν πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αυτό το τελευταίο φαίνεται κι από τον ίδιο τον όρο “banalisation της ακροδεξιάς” ενώ στην πραγματικότητα αυτό που θα μου φαινόταν πιο ορθό σαν διατύπωση θα ήταν το ότι “οι γάλλοι (και κάθε γάλλοι) βρήκαν στο πρόσωπο των διαφόρων Λεπέν (και κάθε λεπέν) τους εκφραστές των απόψεων που πάντα έλκυαν ένα σεβαστό κομμάτι αυτής της κοινωνίας”.

Σκέφτομαι, αντίστοιχα, ότι μια ριζοσπαστική αντιφασιστική ομάδα – προπάντων στην αμετανόητα και αθεράπευτρα ρατσίστρια ελλάδα – θα έπρεπε, προκειμένου να επιτεθεί στις κυρίαρχες ρατσιστικές/φασιστικές ιδέες, να κεντράρει στο “ελληνικό πρόβλημα”, και να προσεγγίσει με ανοιχτά μάτια τις σκοτεινότερες πλευρές αυτού που αυτοπροσδιορίζεται ως ‘ελληνική κοινωνία’. Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται έτσι απλά, ούτε ως διά μαγείας. Κρίσιμες στάσεις για μας θα ήταν ο ελληνικός δωσιλογισμός, τα υψηλότατα ποσοστά εξόντωσης των εβραίων της ελλάδας και τα τάγματα ασφαλείας, κ.ο.κ. Προτείνω δηλαδή αφενός μια εξοικείωση με το εθνικό παρελθόν και τους τρόπους φωλιάσματος των εγκληματικών ιδεών και πρακτικών που ενσωμάτωσε κάθε κοινωνία.

Έτσι, αντίστοιχα σκέφτομαι, πόσο ριζοσπαστικός θα ήταν κάποιος αντιφασισμός στη γαλλία αν δεν έβαζε σαν ιστορική αφετηρία του το καθεστώς Βισύ, το κοντινό αποικιοκρατικό παρελθόν ή ακόμη και τις σημερινές αιματηρές μπίζνες του γαλλικού κράτους στην Αφρική; Και πως είναι άραγε δυνατόν να είναι ένας αντιφασισμός ριζοσπαστικός αν δεν τραβάει κάθετες διαχωριστικές γραμμές με έναν τέτοιο πλούτο καταπίεσης, εξόντωσης και κυνηγιού; Μια τέτοια εστίαση – σε αντίθεση με την ακολουθία των καρναβαλιών του G7, G8 και πάει λέγοντας – θα έσωζε πολύτιμο χρόνο και θα ‘δινε σίγουρα στην ανάλυση μια μακρά οπτική. Και, φυσικά, θα απομάκρυνε μια αντιφασιστική πολιτική από εθνικές ανησυχίες και αντισημιτικές ιδέες οι οποίες καλωσορίστηκαν σε ένα βαθμό στα κινήματα αντι-παγκοσμιοποίησης και τις παραλλαγές τους. Ξαφνικά, αυτό που έντεχνα λέγεται “κοινωνία” και νομιμοποιεί ή απονομιμοποιεί τον αντιφασισμό ή τετριμενοποιεί την ακροδεξιά, θα ήταν πιο ξεκάθαρο σαν σώμα…

Δε νομίζω, λοιπόν, ότι πρόκειται για καμιά “τετριμμενοποίηση”. Πρόκειται για τον παλιό καλό ρατσισμό μάλλον που μέσα στην δεξιόστροφη κοινωνική κίνηση φαίνεται πλέον λιγότερο ενοχικός σχετικά με την πλούσια εγκληματική κληρονομιά του.
Μπορεί να είμαι απ’ αυτούς που λένε πως ο αντιφασισμός δεν είναι θεωρία, έχει συγκεκριμένα όρια, αλλά ταυτόχρονα λέω πως αν αρχίσει κανείς/καμιά να ασχολείται σοβαρά με τον ρατσισμό και τον φασισμό του κράτους του/της, δεν θα βαρεθεί ποτέ! Χτύπημα και ξεσκέπασμα των φασιστών, ξεσκέπασμα των νέων ρατσιστικών θεωριών, εντατική ενασχόληση με τις κινήσεις του κράτους σου αφενός απέναντι στους μετανάστες αφετέρου σε τρίτες χώρες όπου το παίζει ‘αφεντικό’, κινήσεις αλληλεγγύης προς αγωνιζόμενους μετανάστες, διάδοση των ιδεών σου με όποιον τρόπο νομίζεις καλύτερο, συνείδηση της ιστορίας της κοινωνίας και του κράτους σου, όξυνση της πολεμικής κτλ κτλ, είναι όλα αυτά μέσα που δεν χρειάζεται να έχουν καμιά θεωρία από πίσω και, βέβαια, καμιά Γη της Επαγγελίας (χειραφέτηση).

Το γεγονός ότι οι φασίστες γίνονται όλο και περισσότερο ιλουστρασιόν από τα μίντια ή ότι το κράτος βάζει στο μάτι τους αντιφασίστες είναι πρωταρχικές μόνον και αυτονόητες διαπιστώσεις που θα έπρεπε νομίζω να μοιράζονται οι αυτόνομοι/ες αντιφασίστες/τριες. Και να μην μας προκαλεί καμία έκπληξη. Αλλά πρέπει να πάμε πιο πέρα. Για να γίνω πιο θρασύς, θα αναγκαστώ να υποθέσω ότι ίσως η SCALP ήταν κοντά στην ‘ανακάλυψη’ πως δεν υπήρχε καμιά “τετριμμενοποίηση” αλλά και μπροστά στον τεράστιο όγκο δουλειάς που προέκυπτε. Γιατί ίσως στην ουσία ο εχθρός – η γαλλική κοινωνία – όλο και περισσότερο φανερωνόταν σαν τέτοιος. Βλέποντας τα έτσι τα πράγματα, αντιλαμβανόμενος κανείς/καμιά δηλαδή πως ανήκουμε ήδη σε μια αισχρή μειοψηφία, ως αυτόνομοι αντιφασίστες, (και θα μαστε μειοψηφία, ίσως όχι πάντα αισχρή, μα σίγουρα μειοψηφία, όπως κι αν πάνε τα πράγματα), έπειτα είναι ικανός/η να καταλάβει ότι οι στόχοι του ριζοσπαστικού αντιφασισμού είναι ούτως ή άλλως μίνιμουμ. Η αντιπαράθεση με κράτος και φασίστες είναι σε έναν μεγάλο βαθμό δύσκολη, παρόλο που οι ηχηρές μειοψηφίες έχουν και τις νίκες τους στην ιστορία. Αλλά αυτό το τελευταίο σίγουρα δεν θα έπρεπε να μας κάνει να ξεχάσουμε τον ωκεανό, τη νόρμα, τον κανόνα της εξόντωσης. Αυτός ο ωκεανός άλλωστε, ο ωκεανός Άουσβιτς δεν στέκει στην αφετηρία του αντιφασισμού (ακόμη και ως έννοιας)?

Αλλά το γεγονός ότι είναι δύσκολη η αντιφασιστική μάχη, δεν σημαίνει ούτε ότι αναστέλλεται επ’ αόριστον ούτε ότι δεν έχει νόημα. Ίσα-ίσα. Μπροστά στο χτίσιμο των νέων φασιστικών δομών, έχει και παρα-έχει νόημα κανείς/καμιά να τις τσακίσει, στα όποια σημεία της αδυναμίας τους. Η υποβάθμιση τους, αντιθέτως, θα ωφελήσει τους φασίστες. Όπως τους έχει ωφελήσει και στην ελλάδα. Η πανικόβλητη στάση του ελληνικού χώρου, όπου ξεφύτρωσαν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες αντιφασιστικές ομάδες, με την εκλογή της χρυσής αυγής, και όχι πιο πριν, δείχνει ακριβώς ότι η κοινοβουλευτική πολιτική – και ίσως αυτή κυρίως, παρά η κοινωνική κίνηση – είναι αυτή που εμπιστεύονται περισσότεροι οι αριστεροί ή οι αναρχικοί αντιφασίστες για να καταλάβουν τι γίνεται κοινωνικά. Όμως, ένα ή δύο ή τρία χρόνια πριν την εκλογή της χρυσής αυγής, μπορούσες ήδη να ακούσεις για το κάψιμο των κοντέινερ που φιλοξενούσαν τα σχολεία των Ρομά στον Ασπρόπυργο, ή το κάψιμο ενός σπιτιού Μπαγκλαντεσιανών μεταναστών στην Πελοπόννησο, ή ακόμη-ακόμη την τρανταχτή σιωπή που ακολουθούσε τα καψίματα συναγωγών στην Κέρκυρα και τα Χανιά, την αθώωση του νεοναζί Πλεύρη, τις πολλές επιθέσεις εναντίον μεταναστών σε όλη την επικράτεια, το πογκρόμ του Μάη του 2011 και, βέβαια, την εκκένωση ενός χωριού κοντά στη Βέροια από τους αλβανούς μετανάστες του, όταν φοβήθηκαν ότι θα υποστούν όλοι αντίποινα για μια ελληνο-αλβανική συμπλοκή στο κέντρο του χωριού… Η εκκένωση του χωριού αυτού, το ίδιο βράδυ της συμπλοκής, δείχνει πραγματικά αντανακλαστικά και πλήρη κατανόηση της ελληνικής κοινωνικής κίνησης. Πέρα από ιδεολογικές παρωπίδες που σε δυσκολεύουν να πιάσεις αμέσως το κατά τα άλλα ορατό μήνυμα.
Σε ένα κείμενο του δεύτερου τεύχους του Antifa Negative γύρω από τον ρατσισμό, την λεγόμενη ‘δεύτερη γενιά’ μεταναστών και την συκοφάντηση της, περιγράφεται πως η ατζέντα των νεοναζί, από το 2006 κι έπειτα, σημειώνει απανωτές επιτυχίες – βιβλίο έκτης δημοτικού, καμπάνια για την ιθαγένεια, ιντυμίντια, καταλήψεις, χτύπημα του λεγόμενου ‘παρ-εμπορίου’ από τους μικροπωλητές μετανάστες κ.ο.κ.

Πως δικαιολογείται αυτό? Εξηγείται παρακάτω:

Σύμφωνα με τις πάγιες αντιλήψεις μας, η ελλάδα πάντα ήταν σκατά κι ο ρατσισμός δεν είναι καινούργιο φαινόμενο αλλά το γεγονός ότι έχει μπει ένα νεοναζιστικό κόμμα στη βουλή και το οποίο έπαιξε έναν ρόλο, συγκαλυμμένα ή μη, για την απόρριψη του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια και όχι μόνο βέβαια, μας ωθεί σε μια σειρά σκέψεων για τον ρόλο τους στο σήμερα.

Η αντίληψη μας πάντως και πριν την είσοδο των βοθρολυμμάτων στο κοινοβούλιο μας ωθούσε ήδη να βλέπουμε το πρόβλημα των “νεοναζί” ως την κορυφή του παγόβουνου, ενώ στα μάτια μας το ίδιο το παγόβουνο – και άρα το κυρίως πρόβλημα – αποτελούσε και αποτελεί ο ίδιος ο λεγόμενος ‘ελληνικός λαός’, ως μια κοινωνία καλά καλλιεργημένου και ανοιχτού ρατσισμού. Πιστεύαμε και συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσει κανείς/καμιά αυτή τη συνθήκη, τόσο πιο εύκολα θα απορρίψει την αντίληψη πως ο ρατσισμός και ο φασισμός εσχάτως “ανακαλύφθηκαν” στην ελλάδα με την άνοδο του κόμματος της χρυσής αυγής. Από κει προκύπτει, για εμάς, ότι η στάση των ψηφοφόρων της χρυσής αυγής πρέπει να κριθεί ως συνειδητή στάση και επιλογή και όχι παραπλάνηση ενός αμόρφωτου κοινωνικού υποκειμένου. Εξάλλου, ο φασισμός αλλά και ο πάγιος ρατσισμός στην ελλάδα δεν ξεπήδησαν ξαφνικά στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο του 2012 με την είσοδο της χρυσής αυγής στην βουλή αλλά, αντιθέτως: αφενός, η ελληνική κοινωνία εκπαίδευτηκε και απόλαυσε μια 25ετία, τουλάχιστον, εντατικοποιημένου θεσμικού αλλά και καθημερινού κοινωνικού ρατσισμού απέναντι κυρίως στους Αλβανούς μετανάστες, αφετέρου, αυτό το κράτος πάλι και αυτή η κοινωνία έχουν μια μακρά ιστορία από τον μεσοπόλεμο και δώθε που είναι βουτηγμένη σε φασιστικές ιδέες και πρακτικές.”

Η πατρίς, τα βοθρολύμματα και η αριστερά, Antifa Negative, Ιούνιος 2013.

Αυτή είναι μια ξεκάθαρη αντίληψη γύρω από το τι (σκατά) είναι η κοινωνία στην οποία ανήκουμε αλλά και μια αντίληψη που αναγκαστικά απορρίπτει την λογική της ανάγνωσης μιας ορισμένης “τετριμμενοποίησης”. Νομίζω, λοιπόν, συμπερασματικά, ότι η προσέγγιση της SCALP στερείται μιας τέτοιας ξεκάθαρης προσέγγισης. Αλλά πρέπει να τονίσω ότι αυτή είναι και μια διαφορά περιεχομένου (δικιά μου) με το κείμενο, μια διαφορά που εντάσσεται μέσα σε μια ευρύτερη κουβέντα για το αντιφασιστικό και έχει να κάνει με την “φύσει αντικοινωνική θέση του αντιφασισμού”. Αλλά, αναγνωρίζω ταυτόχρονα ότι ούτε καν απόλυτη συμφωνία σε αυτό το θέμα δεν απαιτεί η αντιφασιστική πρακτική. Η αντιφασιστική πρακτική είναι ήδη κάτι πολύ μερικότερο, πολύ πιο συγκεκριμένο και πολύ πιο απλό από το να συζητήσεις ακόμα και τις εμπειρίες σου με αυτή ή την άλλη κοινωνία.

Το αντιφασιστικό πρόταγμα έχει ως μόνο προαπαιτούμενο τον περιορισμό/σταμάτημα της φασιστικής/ρατσιστικής δραστηριότητας. Με λίγα λόγια θα το περιέγραφα ως εξής: Κυνήγησε τους. Αν δεν μπορείς, τότε περιόρισε τους. Αν δεν μπορείς, τότε απλώς διαφοροποιήσε τη στάση σου με όποιον δυνατό τρόπο από την σιωπηλή πλειοψηφία.

Βλέπω την στροφή της SCALP, λοιπόν, στο πεδίο του ανοίγματος του αντιφασιστικού σε συλλογικά εγχειρήματα χειραφέτησης και αντικαπιταλιστικά προτάγματα ως μια στροφή που λίγα έχει να κάνει με τον αντιφασισμό. Η κίνηση αυτή – που θυμίζει και το παράλληλο μέσα στην δεκαετία του 2000 φαινόμενο “post-antifa” – δειχνεί απλώς για μένα ότι ο αντιφασισμός εργαλειοποιείται αλά ΣΕΚ – απλώς για να μαζέψει κανείς κινηματικές μάζες και υπογραφές πίσω από ένα αρκετά ευρύ πανό. Αλλά μακάρι ο … ευκαιριακός του χαρακτήρας να ήταν η μόνη απώλεια. Το post-antifa στην γερμανία, που προέκυψε σαν μια ανάγκη να εκφραστεί μια σφαιρικότερη εναντίωση σε “κράτος-έθνος-κεφάλαιο” είχε αναγκαστικά και την επίπτωση να αφαιρεθεί η πιο συγκεκριμένη ευθύνη των γερμανών απέναντι στον φασισμό και άρα ο αντιφασισμός των post-antifa να γίνεται πιο αφηρημένος, ίσως πιο κοντινός σε κινηματικές υποκειμενικότητες αλλά και πιο απόμακρος σίγουρα από την ζωή αυτών που ενίοτε στοχοποιεί ο κάθε φασισμός και ρατσισμός.

Φυσικά, όλα αυτά βέβαια δεν είναι είναι γερμανικές ή γαλλικές ιδιαιτερότητες. Το βασικό πρόβλημα που βλέπει κανείς στο σήμερα του ελληνικού αντιφασισμού – χωρίς να έχει ήδη στην πλάτη του τουλάχιστον μια δεκαετία αντιφασιστικής εγρήγορσης στα 90ς – είναι πολύ χειρότερο: έχει να κάνει με το ότι ενώ σήμερα αντιλαμβάνεται κανείς μια πλήρη απαξίωση της ζωής των μεταναστών που ζουν και δουλεύουν στην ελλάδα (οι δολοφονίες και τα χτυπήματα εναντίον τους δεν ανακόπτονται με τίποτα!), ο ελλαδικός αντιφασισμός δεν φαίνεται ικανός να υπερασπιστεί τη ζωή και την αξιοπρεπειά αυτών των ανθρώπων είτε γιατί σε ένα κομμάτι του έχει ενσωματώσει ρατσιστικές αντιλήψεις και συμμερίζεται την κοινωνικά πλειοψηφική άποψη “οι μετανάστες είναι πρόβλημα”, είτε γιατί βέβαια αυτό το θέμα δεν του είναι τόσο σημαντικό και άρα πρέπει να πάρει τη σειρά του ανάμεσα σε άλλα. Στην ελλάδα δεν είναι πολλοί/ες σε θέση να κάνουν καν την απλή σκέψη του Σαρτρ πως ο αντισημιτισμός δεν είναι εβραϊκό πρόβλημα αλλά πρόβλημα των αντισημιτών, γάλλων, ευρωπαίων, ελλήνων, κ.ο.κ.

Για να δείξω πόσο χειρότερο είναι, μάλιστα, θα πρέπει να πω ότι στην θεωρούμενη πρωτεύουσα της αθηναϊκής αναρχίας, τα Εξάρχεια, αυτή τη στιγμή, πολλές τάσεις του ‘χώρου’ κυνηγάνε τοξικοεξαρτημένους και τους ανοίγουν τα κεφάλια με την δικαιολογία ότι … “τα ζάκια χαφιεδίζουν”, οικειοποιούμενοι παράλληλα ένα τελείως υγιεινιστικό προφίλ καθαρότητας για τον … ‘χώρο’ τους. Πρόσφατα ο Σύλλογος Θεραπευομένων του ΟΚΑΝΑ διατύπωσε ρητά την σκέψη που βρίσκεται σε εκατοντάδες κεφάλια τα τελευταία δύο χρόνια: η πλατεία Εξαρχείων όλο και περισσότερο εμφανίζει ομοιότητες με το προπύργιο των φασιστών, την πλατεία Αγίου Παντελεήμονα.

***

Παρόλες τις διαφωνίες μου γύρω από την αντιληψη του φασισμού καταλαβαίνω ότι είναι θετικό να βλέπεις μια συλλογικότητα που έχει το σθένος να βγάλει ένα κείμενο ενώ βρίσκεται σε ένα στάδιο διάλυσης της. Δείχνει αν μη τι άλλο μια ωριμότητα και μια ψυχραιμία ως προς την διαχείριση των πολιτικών προταγμάτων της αλλά και των εντός της ομάδας σχέσεων των μελών της. Η ικανότητα να μπορείς να επιστρέφεις σε αυτά που έκανες και είπες είναι μια απαραίτητη οδός για να μπορείς να αλλάξεις και να μετασχηματίσεις αυτά που κάνεις. Δεν είναι αντιφασιστική ποιότητα αυτή, από μόνη της, αλλά είναι πολύ χρήσιμη στον αντιφασισμό – και τον της ελλάδας.

Για να μπορεί να γίνει αυτό – και να διατηρείται η μνήμη και ο αναστοχασμός – είναι απαραίτητο με τη σειρά του να υπάρχουν ομάδες στημένες για χρόνια, μιας και αυτό που συνήθως γίνεται είναι ότι οι ομάδες φτιάχνονται και διαλύονται ανά δύο χρόνια και άρα δεν μπορεί να λειτουργήσει και καμία αυτοκριτική και άρα φερεγγυότητα και συνέπεια. Η SCALP δείχνει να έχει μνήμη των ενεργειών της, του παρελθόντος της και να αξιοποιεί αυτή την μνήμη για ένα συλλογικό αντιφασιστικό μέλλον. Δεν είναι λίγο αυτό. Και πιστεύω ότι αν γράφεται για κάποιο λόγο αυτό το κείμενο, δεν είναι για να μας/τους βυθίσει σε αέναη περισυλλογή και εσωστρέφεια αλλά για να ανακτηθούν οι δυνάμεις για κάτι άλλο στο μέλλον.

Θα ήθελα να επισημάνω και μια τελευταία ένσταση, όμως. Ήταν εμφανές για μένα ότι σε κάποια σημεία του κειμένου – μάλλον σε αυτά που επιτεύχθηκε μεγαλύτερη συμφωνία μεταξύ των μελών της ομάδας – υπήρξε μεγαλύτερη ευκρίνεια και ακριβέστερη περιγραφή στα προβλήματα. Αλλά, ταυτόχρονα, το γεγονός ότι “κάποια σημεία” μόνον του κειμένου διακρίνονταν από ευκρίνεια, δεν είναι δύσκολο να σε κάνουν να δεις ότι άλλα σημεία… χαρακτηρίζονται από θολούρα και μια τακτική γρήγορου ξεμπερδέματος. Εκεί, σε αυτά τα τελευταία, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν μπόρεσε να υπάρξει μάξιμουμ συμφωνία μεταξύ των μελών της SCALP Παρισιού – λογικό, βέβαια – αλλά για χάρη της ακριβέστερης απόδοσης και της διάστασης απόψεων, ίσως θα ήταν καλύτερο – για παράδειγμα – να γίνουν ακόμη και δύο ή τρεις απολογισμοί της δράσης της ομάδας απο τις διάφορες (πιθανές) συλλογικότητες που θα προέκυπταν μετά την διάλυση της. Δηλαδή, αφού έγινε που έγινε η αυτο-διάλυση, ίσως θα ήταν καλύτερο να τραβηχτούν και οι διαφωνίες στην πλήρη οξύτητα και συνέπεια τους. Αυτό θα έκανε και το κείμενο ή τα κείμενα και τις διάφορες θέσεις τους πιο καθαρές για να διαβαστούν και να κατανοηθούν καλύτερα από άλλους/ες, εντός ή εκτός Παρισιού.

Αλλά, αναγκαστικά, το ξαναλέω: είτε με κάποιες απώλειες στην … ‘ανάγνωση’, είτε χωρίς, το πρώτο αλλά και σημαντικότερο στο οποίο θα μπορούσε να μας ωθήσει το κείμενο της SCALP είναι το να αναστοχαστούμε πάνω στις δικές μας πρακτικές και αντιλήψεις, εστιάζοντας σε καταστάσεις, σφάλματα και αποτυχίες που έχουν να κάνουν με την σημερινή ελληνική πραγματικότητα και την οργάνωση μας απέναντι της.

Stepanyan TSP, 20 – 07 – 2013

υγ. Σημειωτέον, η “σε τροχιά σύγκρουσης” που μετέφρασε και εξέδωσε το κείμενο της SCALP καλεί σήμερα (20-07-2013), στις 7μμ, στην κατάληψη της έπαυλης Κουβέλου στο Μαρούσι για να γίνει και μια πρώτη live συζήτηση του κειμένου.

1 Μία από τις σημαντικότερες μπροσουρίτσες που μεταφράστηκαν ποτέ στα ελληνικά εδώ: http://www.anarxeio.gr/contents/view/h-tyrannia-ths-apoysias-domon

Δημοσιεύθηκε στην new stuff και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *