Ο αντισιωνισμός είναι αντισημιτισμός: μια απάντηση στην Judith ButlerΟ αντισιωνισμός είναι αντισημιτισμός: μια απάντηση στην Judith Butler

bds
Από την εποχή του ξεσπάσματος της Ιντιφάντα του Αλ-Ακσά, έχει υπάρξει μια άνοδος του αντισημιτισμού, ανησυχητική όχι μόνο για τους εβραίους αλλά για οποιονδήποτε εναντιώνεται σε κάθε είδος ρατσισμού. Για τους προοδευτικούς εβραίους διανοούμενους που εργάζονται σε αμερικάνικα πανεπιστήμια, αυτά τα αντισημιτικά αισθήματα αυξήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και έχουν χειροτέρευσει την ικανότητα πολλών ακαδημαϊκών να συνδεθούμε με την αριστερά του ‘χώρου’ μας. Πολλές από εμάς, αν η έρευνα μας σχετίζεται με το φύλο ή τις εθνοτικές σπουδές, την τάξη και τις σπουδές του εργατικού κινήματος και της εργασίας, τη λαϊκή κουλτούρα, την πολιτισμική παραγωγή των μεταποκιακών χωρών ή των χωρών με μια ισχυρή αποικιακή κληρονομιά και τις πολιτισμικές σπουδές, νιώθουμε εξοστρακισμένες απ’ αυτή την κοινότητα, η οποία αποτελεί την αναπόφευκτη ομήγυρη μας (και τους στρατηγικούς συμμάχους του λόγου μας).

Ιδιαιίτερα όταν παραδοσιακά ταυτιζόμαστε με την αριστερή πολιτική, νιώθουμε ακόμη περισσότερο απομονωμένες αν δεν συνταχθούμε απόλυτα με την πολιτική ατζέντα της ακαδημαϊκής αριστεράς η οποία θεωρεί ως ένα σώμα δεδομένη την «αντισιωνιστική» στάση. Ο αντισιωνισμός, όμως, δεν ασκεί μονάχα κριτική στις πολιτικές του Ισραήλ αλλά τελικά καλεί για την διάλυση αυτού του κράτους και τον σχηματισμό μιας δι-εθνικής πολιτείας. Δυστυχώς, ο αντισιωνισμός έχει απογίνει ο κρίσιμος δείκτης προοδευτικότητας, ένας αντισιωνισμός που εκφράζεται σαν αντισημιτισμός. Αυτή η αυξανόμενη εχθρότητα όχι μόνον μέσα στην αμερικάνικη ακαδημία αλλά και σε άλλα φόρα διανοουμένων εκτός Η.Π.Α. με έχει οδηγήσει να εμπλακώ σε μια θεωρητική αντιπαράθεση που πολλοί αριστεροί πανεπιστημιακοί, εβραίοι ή μη, θεωρούν αναγκαία.

Με αυτό το άρθρο θα ήθελα να απαντήσω στο κείμενο της Τζούντιθ Μπάτλερ «Η Κατηγορία του Αντισημιτισμού: Εβραίοι, Ισραήλ και το Ρίσκο της Δημόσιας Κριτικής» (Kushner and Solomon, Grove 2003) αλλά πριν απ’ αυτό θα ήθελα να πω κάτι θεμελιώδες για μένα. Ο όρος «σιωνισμός» σήμερα κουβαλά ιδεολογικές συνδηλώσεις που είναι προβληματικές και ελλειπτικές κάποιου ορισμού της έννοιας. Σε ένα πρώτο επίπεδο, το να μιλά κανείς για σιωνισμό μονολιθικά και όχι για σιωνισμούς (ο σιωνισμός του Zeev Jabotinsky είναι σίγουρα πολύ διαφορετικός, για παράδειγμα, απ’ αυτόν του Martin Buber) σημαίνει να παραδίνεται σε ουσιοκρατικές αντιλήψεις που είναι, επιστημολογικά μιλώντας, λανθασμένες. Η ανάγκη για ιστορικοποίηση και συγκεκριμενοποίηση των διαφορετικών ιδεολογικών και τοπικών προτάσεων για τον εβραϊκό εθνικό αυτοκαθορισμό είναι επιτακτικό να αναπτύξει ένα θεωρητικό πλαίσιο όπου θα επέτρεπε οποιαδήποτε παραγωγική ανάλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης. Το πρόβλημα έχει εκτραχυνθεί από το ψήφισμα του ΟΗΕ στην δεκαετία του ’70 το οποίο εξομοίωσε τον σιωνισμό με τον ρατσισμό (ψήφισμα του 1975 που ανακλήθηκε τελικά το 1991), οπότε και ο όρος ταυτίστηκε σημασιολογικά με τον υπερ-εθνικισμό, τη μιλιταριστική επέκταση, την καταπίεση, την αποκιοκρατία και άλλες τέτοιες συνεπαγόμενες συνδηλώσεις που εναλλάσσονται τυχαία μεταξύ τους. Ακολουθώντας την επιχειρηματολογία της ίδιας της Μπάτλερ πως το γεγονός ότι αντισημιτισμός και αντισιωνισμός αλληλοτέμνονται και με τη σειρά του αυτό το γεγονός οδηγεί σε σύγχυση των δύο όρων και τους καθιστά τελικά δίχως νόημα, θεωρώ ότι η δική της αποτυχία να διακρίνει τις υπερ-εθνικιστικές τάσεις από τις δημοκρατικές ανθρωπιστικές τάσεις μέσα στον σιωνισμό – όπως π.χ. του Buber, τον οποίο πολλοί διανοούμενοι αποτυγχάνουν να δουν ως στρατευμένο σιωνιστή που έζησε (και πέθανε) πρώτα στην Παλαιστίνη κι έπειτα στο Ισραήλ – αποτελεί μια άσκηση πάνω στην συσκότιση και την παραπλάνηση που τελικά αδειάζουν το νόημα του όρου και το καθιστούν άχρηστο. Γι’ αυτό το λόγο, θα ορίσω τον σιωνισμό όπως θα χρησιμοποιηθεί σε αυτό το άρθρο, δηλαδή με την αρχική του συνδήλωση: ο εβραϊκός αυτοκαθορισμός στο κράτος του Ισραήλ.

Το κείμενο της Μπάτλερ ξεκινά άσκωντας κριτική στον λόγο καταδίκης που εκφώνησε ο Lawrence Summers, πρόεδρος του Harvard, ενάντια στις καμπάνιες εις βάρος του Ισραήλ, ονομάζοντας τες, δε, ως «πράξεις που είναι αντισημιτικές εκ του αποτελέσματος, αν όχι εκ προθέσεως κιόλας» (249). Η Μπάτλερ ισχυρίζεται πως με το να ονομάζει αντισημιτικές τις πολιτικές δράσεις και την κριτική εναντίον του Ισραήλ, ο Summers σκοπεύει να ελέγξει τον λόγο αυτών των ανυπάκουων ακαδημαϊκών φωνών οι οποίες αποτολμούν να παρέμβουν στην δημόσια σφαίρα. Η Μπάτλερ έχει δίκιο να υπερασπίζεται την ελευθερία της ακαδημαϊκής έκφρασης, τον ακτιβισμό και, επιπλέον, το δικαίωμα ή μάλλον την υποχρέωση της πολιτικής συμμετοχής για κάθε ακαδημαϊκό, μια παράδοση που ισχύει και στο Μεξικό, απ’ όπου κατάγομαι, από τον 19ο αιώνα. Η Μπάτλερ ωστόσο δεσμεύεται σε σοφιστείες όταν ισχυρίζεται ότι ο Summers καθιερώνει ένα μοντέλο αποδοχής και ερμηνείας της κριτικής των ισραηλινών πολιτικών ως αντισημιτικής λόγω και μόνο της συμβολικής εξουσίας της θέσης του (ως προέδρου του Χάρβαρντ) τη στιγμή που η ίδια αποτελεί με τη σειρά της ένα μοντέλο ιστορικής ερμηνείας και πολιτικής τοποθέτησης για αριστερούς διανοούμενους λόγω του ακαδημαϊκού της πρεστίζ ως μιας καλτ φιγούρας για τους προοδευτικούς πανεπιστημιακούς. Επιπλέον, όπως η ίδια λέει σε μια συνέντευξη της στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz (στις 7 Ιανουαρίου 2004) τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 14 γλώσσες και ο οποιοσδήποτε μπορεί να επιβεβαιώσει με σιγουριά ότι το όνομα Τζούντιθ Μπάτλερ φέρει μαζί του πολύ μεγαλύτερο πολιτισμικό κεφάλαιο και διεθνή αναγνώριση από τον Summers, ο οποίος είναι γνωστός λόγω των θεσμικών του θέσεων και ιδίως μεταξύ οικονομολόγων. Ως μια από τις πιο αναγνωρισμένες θεωρητικές της εποχής μας, η Μπάτλερ συνειδητά και ηθελημένα προσφέρει ένα πρότυπο ανάγνωσης της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης που είναι πιθανόν να υιοθετηθεί ως ο ερμηνευτικός κανόνας για διανοούμενους στην αριστερά στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, αναπτύσσει έναν κανόνα για τους «Εβραίους Αμερικανούς προοδευτικούς» στην ακαδημία:

«Η προοδευτική εβραϊκή στάση … θα αρνηθεί ότι είναι αντισημιτικός ο κριτικός αντίκτυπος ή να αποδεχτεί τον αντισημιτικό λόγο ως ένα νόμιμο υποκατάστατο της κριτικής» (265).

Ως θεωρητική της πολιτισμικής κριτικής η ίδια, αναμφισβήτητα γνωρίζει ότι η θέση της και οι πράξεις της δίνουν φωνή απλά σε μία από τις πολλές πιθανές προοδευτικές ιστορικές ερμηνείες και αποκρίσεις σ’ αυτή την διαμάχη.

Η Μπάτλερ όντως αναγνωρίζει πως υπάρχει μια ποικιλία εναλλακτικών προτάσεων στη συζήτηση περί επιλογής πολιτεύματος: «μια διασκευασμένη εκδοχή του Σιωνισμού, ένα μετα-Σιωνιστικό Ισραήλ, μια αυτοκαθορισμένη Παλαιστίνη ή ένα αμάλγαμα του Ισραήλ μέσα σε ένα μεγαλύτερο κράτος Ισραήλ-Παλαιστίνης όπου όλες οι φυλετικές και θρησκευτικές απαιτήσεις έναντι των δικαιωμάτων και των δικαιοδοσιών θα εξαφανίζονταν…» (263). Αγνοώντας τα κομβικά σημεία της διαμάχης, όμως, πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε φυλετική απαίτηση και πως ο εθνικισμός είναι αυτός που έχει χαρακτηρίσει τους ισραηλινούς κοινωνικο-νομικούς σχηματισμούς πολύ περισσότερο απ’ ότι η θρησκεία, αυτή η οικουμενιστική τοποθέτηση, αν και προέρχεται από ευγενή φιλοσοφική καταγωγή, αφενός αγνοεί τα μερικά δικαιώματα που υπάρχουν στην περιοχή και αφετέρου βέβαια δεν είναι πολιτικά εφικτή. Ωστόσο, έχει προσυπογραφθεί και αγκαλιαστεί από πασίγνωστους δυτικούς διανοούμενους, ακτιβιστές και θεωρητικούς (οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί διανοούμενοι που προσυπογράφουν αυτή τη θέση είναι ενημερωμένοι πάνω σ’ αυτές τις παραδόσεις). Αυτός ο ματαιωμένος αυτοκαθορισμός δεν είναι όμως επιθυμητός ούτε από την τεράστια πλειοψηφία των Ισραηλινών Εβραίων και Αράβων ούτε από τους Παλαιστίνιους που βρίσκονται στην έσχατη ανάγκη να πραγματώσουν τις εθνικές τους φιλοδοξίες. Μήπως οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που θα πουν στους Λεβαντίνους – σημειώνοντας πως αν και το Ισραήλ θεωρείται δυτικό κράτος, ο πληθυσμός είναι συντριπτικά μη-δυτικός – πως να ορίσουν και να ερμηνεύσουν την ταυτότητα τους ή πως να φτιάξουν την χώρα τους ακόμη και πριν το ξεκίνημα της – στην περίπτωση των Παλαιστινίων – κατά την πιο προσφιλή μόδα των Οριενταλιστών;

Ο τρόπος που οι δυτικοί διανοούμενοι τείνουν να πατρονάρουν την παλαιστινιακή θέση, απεικονίζοντας τους ως θύματα χωρίς πολιτικές επιλογές ή ευθύνες, πέρα από την δυτική συγκαταβατικότητα που δηλώνει, αποτελεί και μια οριενταλιστική συμπεριφορά που βλέπει τους Παλαιστίνιους συγκεκριμένα και τους Άραβες γενικότερα ως υποκείμενα δίχως αυτονομία, ως παιδιά με μια ηθική έννοια. Μετά την προσέγγιση του Πρίγκηπα Shneh προς την Παλαιστινιακή Κυβέρνηση (7 Ιανουαρίου 2004) ο οποίος παπαγάλιζε τις ευρω-αμερικάνικες προτάσεις περί της λύσης ‘του ενός και ενιαίου κράτους’, η κυβέρνηση εξέφρασε ξεκάθαρα την προτίμηση της για εθνικό αυτοκαθορισμό αν της δινόταν το δικαίωμα ενός αυτόνομου κράτους στη Δυτική Όχθη και την Γάζα. Το να δημιουργήσει κανείς έναν χαμπερμασιανό παράδεισο (όπου κάθε πολίτης θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια δημόσια πολιτική αντιπαράθεση και στην λήψη αποφάσεων της χώρας του) είναι αδύνατον στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, αλλά αν ήταν δυνατόν να γίνει, θα προϋπέθετε την εφαρμογή πρώτα της Ουτοπίας του Τόμας Μορ στη Νέα Ισπανία από τους Φραγκισκανούς και τους Δομινικανούς.

Είναι τελικά ένα δυτικό πείραμα και μάλιστα επικίνδυνο, αν θέλουμε πράγματι να θυμόμαστε και το Κόσοβο, ένα εισαγόμενο προϊόν που κλέβει τόσο από τους Παλαιστίνιους όσο κι από τους Εβραίους το δικαίωμα τους στην αυτοδιάθεσή.

Στο κείμενο της η Μπάτλερ διαφοροποιεί μεταξύ «αντισημιτικού λόγου, ο οποίος παράγει ένα εχθρικό και απειλητικό περιβάλλον για τους Εβραίους φοιτητές που κάθε πανεπιστημιακή διοίκηση θα ήταν υποχρεωμένη να αντιπαλέψει και να ρυθμίσει, και ενός λόγου ο οποίος κάνει έναν φοιτητή να νιώθει πολιτικά άβολα επειδή αντιτίθεται σε ένα κράτος ή μια σειρά πολιτικών που ο κάθε φοιτητής θα μπορούσε να υπερασπιστεί» (253). Καθώς κι εγώ υπερασπίζομαι μια άνευ όρων ακαδημαϊκή ελευθερία, νομίζω θα έπρεπε να ρωτήσουμε την Μπάτλερ που προτείνει ότι θα έπρεπε να χαραχθούν τα όρια αυτών των λόγων κι αυτών των δράσεων. Η διανοητική κακοποίηση εναντίον των Εβραίων φοιτητών που παίρνουν δημοσίως θέση υπέρ του Ισραήλ – τόσο από αριστερούς όσο κι από δεξιούς καθηγητές (η κατάχρηση αυτής της θέσης εξουσίας είναι εξορισμού ανήθικη εξάλλου) συναντά άραγε κάπου τις κατευθυντήριες γραμμές της Μπάτλερ; Ο ρόλος μας ως εκπαιδευτικών είναι πρώτα και κύρια να αναπτύσσουμε μια κριτική συνείδηση τους φοιτητές μας, να τους παρέχουμε κριτικά εργαλεία και πληροφορίες. Ωστόσο το να τους καταδικάσουμε στην σιωπή είναι απολύτως απαράδεκτο. Ακόμα κι όταν κάποιος εκπαιδευτικός δεν αναγνωρίσει την πρακτική της ακαδημαϊκής καταπίεσης, πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη πολλών αναπόφευκτων σιωπών που κατατρύχουν τους φοιτητές μας. Κάποιες σιωπές εκπορεύονται από την ανικανότητα να σχηματοποιηθούν εναλλακτικές αποκρίσεις σε θεωρητικά καταρτισμένες καθηγήτριες. Ή μπορεί να ηχούν τον φόβο των ακαδημαϊκών αντιποίνων και την περιθωριοποίηση από τις επιτροπές σπουδών ή διπλωματικών εργασιών, ιδιαίτερα αυτές όπου συμμετέχουν ευρύτερα αναγνωρισμένοι διανοούμενοι. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες σιωπές λόγω της απουσίας τόλμης προς ανυπακοή μέσα στο διαλογικό τους περιβάλλον. Η διάδραση των σιωπών είναι ένα πολύ σύνθετο ζήτημα.

Αλλά και μεταξύ των ομοτίμων του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, αν κάποια αποκαλείται «σιωνιστικό μουνί» από έναν συνάδελφο, θα μετρούσε αυτό σαν αντισημιτισμός; Αυτό ακριβώς έγινε μόλις ένα χρόνο πριν σε μια Εβραία καθηγήτρια η οποία μελετά την ενδο-οικογενειακή βία τόσο στους εβραϊκούς όσο και τους αραβικούς τομείς του Ισραήλ. Ή ένα επιθετικό μέιλ από ένα ψεύτικό όνομα που στέλνεται σε έναν Εβραίο καθηγητή και ξεκινά με την φράση «Γιατί δεν πάνε όλοι οι Εβραίοι να μείνουν στο Ισραήλ;» (και να αφήσουν τον κόσμο μόνο του, απαλλαγμένο από το εβραϊκό μικρόβιο), μετράει σαν αντισημιτισμός; Είναι διανοητικά προβληματικό να εξοστρακίζει κανείς τους διανοούμενους που εναντιώνονται σε αυτό που θεωρούν ως απλουστευτική και μεροληπτική θέση απέναντι στο Ισραήλ και να περιθωριοποιεί τους φοιτητές και καθηγητές που δεν ταυτίζονται με τον αντι-σιωνισμό και παρόλα αυτά βλέπουν τον εαυτό τους (κι έχουν ιδωθεί έτσι κι από άλλους) ως προοδευτικοί που συχνά συμμετέχουν σε ριζοσπαστικά φόρα σχετικά με την εθνότητα, το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την αποκιοκρατία. Δεν αποτελεί αυτό μια κανονικότητα; Ποιος και τι καθορίζουν τα όρια του αντισημιτικού λόγου;

Γιατί η σιωπή και η συμβολική βία που επιβάλλονται πάνω σε πολλούς από εμάς μέσα σε έναν χώρο που (θεωρητικά) είναι υποστηρικτικός της κριτικής έρευνας που η ακαδημαϊκή αριστερά ισχυρίζεται ότι αγκαλιάζει και προωθεί, είναι ανάλογη της λογοκρισίας, καθρεφτίζοντας ακριβώς την αστυνόμευση που η Μπάτλερ ισχυρίζεται ότι υφίστανται οι πολιτικές της δράσεις, όταν ονομάζονται αντισημιτικές από τον Summers.

Η Μπάτλερ εξηγεί ότι η κατηγορία του αντισημιτισμού είναι η χειρότερη που μπορεί να γίνει απέναντι σε έναν Εβραίο, μια καταστροφική ηθική κατηγορία για μια Εβραία ακαδημαϊκή όπως εκείνη, μία κατηγορία που θα ισοδυναμούσε με προσβολή της ακαδημαϊκής της ελευθερίας. Αλλά κι η αριστερή επιθετικότητα και ο αποκλεισμός από τα διάφορα ακαδημαϊκά φόρα αυτών που υποστηρίζουν την ύπαρξη του Ισραήλ, ακόμη κι όταν ασκούν κριτική σε κάποια από τις πολιτικές του, δεν αποτελεί εξίσου έναν έλεγχο του λόγου μας;

Αν η Μπάτλερ εκνευρίζεται με τις κατηγορίες του Summers περί αντισημιτισμού, η καθόλα αποδεκτή σύγκριση των ισραηλινών πολιτικών με το ναζισμό θα αντηχούσε ακόμη πιο δραματικά στην εβραϊκή φαντασία, ως ο χειρότερος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να αποδοθεί σε ένα κράτος το οποίο θεμελιώθηκε κατά κύριο λόγο από επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Όσες χάσαμε την γενεαλογία μας μέσα στην εξόντωση του ευρωπαϊκού εβραϊσμού (μαζί με τις φτωχές μάζες, τους ρομά, τους αριστερούς και τους ομοφυλόφιλους) βρίσκουμε αυτή την υπερβολική σύγκριση τελείως αφύσικη δεδομένων των σημαντικών διαφορών όχι μόνον λόγω του συμπαγούς σχεδίου εξόντωσης αυτών των ομάδων από τη ναζιστική πολιτική αλλά και λόγω της βιομηχανίας του θανάτου που εκπορευόταν από τα στρατόπεδα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούν στην παρόλα αυτά τραγική πραγματικότητα των Παλαιστινίων. Όπως έχει επισημάνει η Helen Willis: «Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι που διατυπώνουν μια τέτοια θέση αναγνωρίζουν ότι το Ισραήλ δεν είναι μια ολοκληρωτική δικτατορία με ένα πρόγραμμα παγκόσμιας διακυβέρνησης, ούτε και έχει δεσμευτεί στη συστηματική δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη βάση του ότι αποτελούν μια υπάνθρωπη φυλή.»

Βλέπουμε επίσης διανοούμενους όπως ο Τσόμσκι, με την περιβόητη υπεράσπιση του Φορισόν μάλιστα, που νιώθουν ότι ο αναθεωρητισμός του Ολοκαυτώματος και η άρνηση του που είναι της μόδας σήμερα δεν είναι αντισημιτικές αλλά αποτελούν μάλλον μια μορφή οικουμενικού φιλελευθερισμού που αντιτίθεται στο μερικό προνόμιο της μιας και μόνο μαζικής σφαγής. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, το προηγούμενο μου ερώτημα: ποιος και τι καθόρισε τα όρια του αντισημιτικού λόγου και της αντισημιτικής πράξης;

Η πολιτική ανυπακοή και η κριτική είναι θεμελιώδεις για την έκφραση της δημοκρατίας. Πρέπει να κατανοούμε την δημοκρατία ως διαδικασία, όχι ως ένα τετελεσμένο γεγονός, αλλά ως μια αέναη διαδικασία της οποίας οι στόχοι θα έπρεπε να εξελιχθούν ώστε να είναι όλο και περισσότερο περιεκτικοί για τον κάθε πολίτη και να παρέχουν περισσότερη πρόσβαση σ’ αυτήν για όλους. Το να σταματήσει η πολιτική αντιπαράθεση και η κριτική ισοδυναμεί με το να εξαφανιστεί αυτή η διαδικασία, να καταδικαστεί σε μια στάσιμη κατάσταση και να να οδηγηθεί, άρα, στον αυταρχισμό. Η ανυπακοή είναι πράγματι μια αξία που για πολλές από εμάς αντανακλά ένα εβραϊκό ήθος. Δε νομίζω ότι η ανυπακοή, η κριτική των ισραηλινών πολιτικών, θα θεωρούταν από κάποιους αντισημιτική, όπως ισχυρίζεται η Μπάτλερ στο κείμενο της, αλλά αντιστημιτικά θα θεωρούνταν μάλλον τα προκλητικά δύο μέτρα και δύο σταθμά της κριτικής τα οποία υπόκειται αυτή η χώρα.

Μια πρόσφατη δημοσκόπηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε πως η πλειοψηφία των Ευρωπαίων θεωρούν το Ισραήλ ως την χώρα που διακινδυνεύει περισσότερο την παγκόσμια ειρήνη και την ασφάλεια. Το να βαφτίσουμε τον σιωνισμό ως επεκτατισμό, ρατσισμό και βασανιστήρια (χρησιμοποιώντας και εναλλάσσοντας απερίσκεπτα αυτά τα σχήματα λόγου), όταν από την άλλη ειπκυρώνουμε τα υπερ-εθνικιστικά παλαιστινιακά και παν-αραβικά κινήματα με τα θλιβερά τους κατορθώματα σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πράγματι μεροληπτικό. Είναι άδικο το να αγνοούμε εσκεμμένα πως το Ισραήλ αποτελεί την μόνη πλουραλιστική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή, η μόνη χώρα όπου οι ρατσιστικές πρακτικές εναντίον των Αράβων του Ισραήλ, Εβραίων και μη-Εβραίων, έχουν αναγνωριστεί και ανοιχτά αναγνωρίζονται ως τέτοιες και τους ασκείται κριτική και ότι ακριβώς λόγω αυτής της διαδικασίας έχει υπάρξει πανθομολογούμενη δημοκρατική πρόοδος στη χώρα. Η αναγνώριση σφαλμάτων σε κάθε δημορκατία όπως είναι π.χ. οι διακρίσεις κατά των Τούρκων στην Γερμανία και την Γαλλία σήμερα ή η απογοήτευση με τη λειτουργία της αμερικάνικης δημοκρατίας, ποτέ δεν αποτελεί αφορμή για να μπουν μπροστά τα αιτήματα ώστε να διαλυθούν αυτές οι χώρες. Στην περίπτωση του Ισραήλ όπου τα ζητήματα των αθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατικής προόδου βρίσκονται σε ανοιχτή κριτική, καθώς αποτελεί την μόνη χώρα στη Μέση Ανατολή που ενσωματώνει την ανυπακοή στο δημόσιο λόγο της, εφαρμόζεται μια πολύ διαφορετική λογική. Οι ρατσιστικές αντιδημοκρατικές μισογύνικες πρακτικές που συχνά ενσωματώνονται στα νομικά οπλοστάσια των χωρών που συνορεύουν με το Ισραήλ έχχουν μικρό ενδιαφέρον για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίοι απαιτούν την διάλυση της μόνης λειτουργικής δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Πέραν των διακρίσεων (του ρατσισμού που υπάρχει στις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, τις αραβικές χώρες, στην αντι-αραβική και αντισημιτική Ευρώπη), οι Ισραηλινοί Άραβες είναι πολίτες που στο Ισραήλ συμμετέχουν στο δημόσιο λόγο, ψηφίζουν και κατεβαίνουν στις εκλογές. Στην πραγματικότητα, ο Ahmed Tibi σε κάποια φάση ήταν σύμβουλος του Αραφάτ και μέλος της ισραηλινής βουλής ταυτόχρονα.

Και για να πει κανείς το Ισραήλ «αποκιακό», θα έπρεπε να ονομάσει έτσι και κάθε μετα-αποικιακό κράτος που έχει ζητήματα με πρόσφυγες – σχεδόν κάθε μετα-αποικιακό κράτος. Θα μπορούσαμε, παρενθετικά, να προσθέσουμε ότι κανείς δεν ισχυρίζεται πως η Λιβύη, το Πακιστάν, η Νιγηρία, η Αλγερία, το Κονγκό (όπου εκατοντάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά) ή η Ιορδανία θα έπρεπε να εξαφανιστούν παρά το γεγονός ότι με όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας βρίσκονται αρκετά πίσω από το Ισραήλ, παρά και τις όποιες αστοχίες του Ισραήλ σε σχέση με αυτά.

Όπως το ‘χει θέσει με ακρίβεια και μια καθηγήτρια πολιτισμικής ιστορίας του πανεπιστημίου όπου δουλεύω, η Arieh Saposnik:

“Αν και κάποιες επιφανειακές πλευρές του σιωνισμού μοιράζονται ολοφάνερες οπτικές της αποκιοκρατίας, όπως αυτή των Ευρωπαίων εποίκων που εγκαθιστούν τον εαυτό τους στη Μέση Ανατολή, υπάρχουν κρίσιμες διαφορές: οι εξαιρετικά επιθετικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτοί οι έποικοι έφτασαν στη Μέση Ανατολή [ως πρόσφυγες] καθώς και οι σκοποί του εποικισμού τους (όχι για να αντλήσουν φυσικό πλούτο της χώρας αυτής για χάρη μιας μητέρας-πατρίδας – δεν υπήρχε μητέρα-πατρίδα). Στην περίπτωση τους οι πατρίδες τους είχαν συχνεί εφαρμόσει εναντίον τους βίαιες διακρίσεις. Επιπλέον, αν κάποια από τα μοντέλα των μετα-αποικιακών σπουδών θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για να κατανοήσουμε κάποιες πλευρές της σιωνιστικής ιστορίας, είναι τουλάχιστον εξίσου αλήθές, ίσως και περισσότερο μάλιστα πως η μετα-αποικιακή θεωρία μας παρέχει περισσότερο χρήσιμα εργαλεία για την κατανόηση ενός εθνοαπελευθερωτικού κινήματος το οποίο γύρεψε να διεκδικήσει την ταυτότητα του κυρίως πεπτωχευμένου ‘Άλλου’ στην Ευρώπη του 19ου και του 20ου αιώνα.

Σε αυτά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει πως ο χαρακτήρας των dhimmis στις μουσουλμανικές χώρες όπου έπρεπε να ζουν οι Εβραίοι για πάνω από 12 αιώνες δεν απέδιδε ακριβώς ένα στάτους ίσου πολίτη σε όσους ανήκαν στην πληθυσμό των Mizrahi, η δε εκδίωξη τους από τις περισσότερες πατρίδες τους μετά την δημιουργία του Ισραήλ – και το προσφυγικό τους στάτους, όπως και των επιζώντων του Ολοκαυτώματος – δεν ταιριάζει με το μοντέλο της αποικιακής μετανάστευσης. Αυτός ο συνδυασμένα προσφυγικός πληθυσμός αποτέλεσε άνω του 68% του ισραηλινού πληθυσμού το 1948.”

Η λογική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών αποφέρει διαστρέβλωση των γεγονότων, παραποιήσεις, απο-κειμενοποίηση των γεγονότων και επιλεκτικές παραλείψεις, μέχρι και άρνηση αναγνώρισης του ιστορικού πλαισίου που διαμορφώνει τις σημερινές τραγωδίες, τόσο των Παλαιστινίων όσο και των Ισραηλινών. Αν κάποιος θέλει να αποκηρύξει την διάλυση των εστιών στη Ραμάλα είναι επιτακτικό να αποκηρύξει και τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας στη Χάϊφα και τη Νετάνια. Γιατί, άλλωστε, οι δολοφονίες Παλαιστινίων «παιδιών και πολιτών» (λες και ο ισραηλινός στρατός επίτηδες στοχεύει παιδικούς σταθμούς) γίνεται συχνά αντικείμενο αναφοράς από τους «προοδευτικούς» ενώ η δολοφονία εφήβων σε μια ντίσκο ή μιας οικογένειας που γιορτάζει το εβραϊκό Πάσχα, μητέρων με τα μωρά τους που ψωνίζουν στο μπακάλικο μιας αγοράς ή ακόμη και Ισραηλινών Αράβων δεν συζητιέται καθόλου, για να μην πιάσουμε και τα ζητήματα δραματοποίησης και συμπάθειας. Όλα αυτά στοιβάζονται μαζί ως «βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας» – ένας ευφημισμός για τις ανθρωποκτονίες – οι οποίες αναφέρονται (κάποιες φορές) για να καταλάβουμε πως τουλάχιστον υπάρχει μια αίσθηση ιδεολογικής δικαιοσύνης και αμέσως μετά βέβαια άρχιζουν οι εκπτώσεις και η δικαιολόγηση τους ως περιστατικών. Αυτές οι ρητορικές στρατηγικές κάνουν τόσο κακό στον Παλαιστινιακό σκοπό όσο κακό κάνει κι «η κατηγορία του αντισημιτισμού».

Η λογική είναι ότι όλα επιτρέπονται λόγω κατοχής. Μια τόσο γενικευτική εξαίρεση αντανακλά τις ασχήμιες των εποίκων του Ισραήλ που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Δυτική Όχθη και την Γάζα. Η κατοχή της Δυτικής Όχθης είναι τραγική και καταστροφική τόσο για τους Παλαιστινίους όσο και για τους Ισραηλινούς. Ωστόσο, πράγματι χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι έχουν υπάρξει διάφορες προσπάθειες για τον τερματισμό αυτής της κατάστασης από πλευράς Ισραήλ.

Αυτό που η Pilar Rahola ευγενικά ονομάζει παλαιστινιακό μηδενισμό, δηλαδή τη συνεχή πρακτική τρομοκρατίας (δικαιολογημένης από την αμερικάνικη και ευρωπαϊκή αριστερά ως ‘αντίστασης’ και ‘ηρωισμού’) είναι μια πραγματικότητα έτοιμη να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή τους Ισραηλινούς πολίτες, τόσο τους Εβραίους όσο και τους Άραβες. Η κουλτούρα των βομβών αυτοκτονίας αποτελεί ένα νεκρόφιλο τελετουργικό όπου η ζωή αντικαθίσταται από μια συμβολική πραγματικότητα (πες το Παράδεισο ή και μια εξιδανικευμένη εκδοχή του Έθνους) που ανατρέπει την πιθανότητα διαπραγματεύσεων συγκεκριμένων πολιτικών. Μόνο η διαπραγμάτευση μπορεί να πραγματώσει την τρομερά επείγουσα συνθήκη ενός κυρίαρχου κράτους για τους Παλαιστίνιους και ενος ευ ζην για την όλη περιοχή. Με άλλα λόγια, η νομιμοποίηση του σκοπού του καθενός πρέπει να περάσει μέσα από την εξαφάνιση της επιβλαβούς βίας που απλώς υποσκάπτει κάθε πολιτική βιωσιμότητα.

Έχει γίνει κοινός τόπος να ασκεί κανείς κριτική στο Ισραήλ “για την στρατιωτική του δύναμη, τις διακριτές μορφές πολιτειακής υπηκοότητας, τις πρακτικές βασανισμού που χρησιμοποιεί, τη βαναυσότητα του στα σύνορα και του ιδιαίτερου εθνικισμού του” (257). Μια ανάλυση θα καθίστατο δίκαιη, όμως, μόνο αν κάποιος έθετε και το ζήτημα της βαναυσότητας που προκαλείται στις Παλαιστίνιες γυναίκες, τις οποίες αφού έχουν βιάσει συμμορίες, τις πετσοκόβουν και τις εκθέτουν δημόσια σε σωρούς πτωμάτων επειδή οι Παλαιστίνιοι άντρες τις κατηγορούν ότι κοιτάνε λάγνα προς τους Ισραηλινούς στρατιώτες ή συνευρίσκονται με Ισραηλινούς γενικά. Ή τις νέες τακτικές της Χαμάς που αναγκάζει τις ‘ατιμασμένες’ Παλαιστίνιες γυναίκες να γίνουν βομβιστές αυτοκτονίας από φόβο αντίδρασης των οικογενειών τους ενόψει των εκτός γάμου εγκυμοσύνων τους. Ή τις αποδείξεις των 25.000 δολαρίων που παίρνουν οι οικογένειες των «μαρτύρων». Ή το γεγονός ότι τα ‘Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών’ – ένα από τα πιο αντισημιτικά βιβλία όλων των εποχών, καθώς και το Mein Kampf του Χίτλερ – αποτελούν μπεστ σέλερ στον αραβικό κόσμο. Ή ότι κάθε Παλαιστίνιος παίρνει 4 σεντς την ημέρα από την διεθνή βοήθεια ενώ ο Παλαιστίνιος ηγέτης στέλνει 100.000 δολάρια στην γυναίκα του στο Παρίσι. Ή ότι η παλαιστινιακή εκπαίδευση – η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προς υποστήριξη των ειρηνευτικών διαδικασιών ήταν μία από τις συνθήκες που συμφωνήθηκαν στις συνομιλίες στο Όσλο – δηλητηριάζει τις νέες γενιές σε σημείο τέτοιο που θα είναι πολύ δύσκολο να συνυπάρξουν με Ισραηλινούς για δεκαετίες ολόκληρες δίχως ξεσπάσματα βίας.

Η Μπάτλερ τονίζει κάτι πολύ σημαντικό: όποιος παίρνει πολιτική θέση για την Μέση Ανατολή οφείλει να μην είναι ούτε τελείως υπέρ των Παλαιστινίων ούτε υπέρ των Ισραηλινών και συμφωνώ απόλυτα μαζί της. Ωστόσο, στο κείμενο της δεν βλέπω την Μπάτλερ να ασκεί κριτική σε οποιαδήποτε μορφή παίρνει ο παλαιστινιακός εθνικός αγώνας, αφήνοντας κατά μέρος την μαζική διαφθορά και την στρατηγική πρόκληση βίας κατά Ισραηλινών και Εβραίων από την Παλαιστινιακή Αρχή, καθώς βέβαια και την κακοποίηση και την εκμετάλλευση του ίδιου της του λαού. Άραγε τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού για μια δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία δεν την ενδιαφέρουν καθόλου;

Η εκτόπιση των Παλαιστινίων αποτελεί μια τραγωδία και η συμφορά τους δεν πρέπει να σχετικοποιηθεί. Η κατοχή των εδαφών τους είναι αναπόφευκτα επώδυνη. Πολλές ισραηλινές πολιτικές μέσα στην ιστορία έχουν δεχτεί την κριτική μας. Αλλά αυτό δεν ισχύει για όλες τις χώρες, ειδικά τις αποικιακές δυνάμεις σαν την Ισπανία, τη Γαλλία και την Βρετανία πρώτα-πρώτα; Έχει ζητήσει κανείς δημόσια την διάλυση των χωρών αυτών ή των ΗΠΑ για το λόγο του ότι «απέκτησε» πάνω από το μισό έδαφος του Μεξικό, μέχρι και το Berkeley;

Θα ήταν άδικο να ξεχάσουμε ότι πρόσφατα, πριν την Ιντιφάντα του Αλ Ακσά, μια συμπαγής πλειοψηφία των Ισραηλινών υποστήριξε την Ειρηνευτική Διαδικασία του Όσλο (μια πλειοψηφία ακόμη υποστηρίζει την ειρηνευτική διαδικασία για την ακρίβεια) και ότι η κορύφωση της στην Τάμπα (2001) παρουσίασε μια ευκαιρία, όσο ατελής κι αν ήταν, για την δημιουργία παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Και ότι η ηγεσία των Παλαιστινίων απογοήτευσε τον λαό της και αντ’ αυτού προτίμησε την τρομοκρατία. Παρά την δολοφονία του Ραμπίν το 1995 από φανατικούς θρήσκους Εβραίους εθνικιστές, συνέχισε να υπάρχει απέναντι στους Παλαιστίνιους μια δέσμευση για την αυτοκυριαρχία των Παλαιστινίων επειδή στο Ισραήλ η κοινή γνώμη συντριπτικά τασσόταν υπέρ της ειρήνης, πράγμα που σήμαινε εξάλλου να παραδοθούν τα κατεχόμενα εδάφη.

Η Μπάτλερ ενσωματώνει στην ανάλυση της μια περίτεχνη έλλειψη αυτού που είναι προφανές: το ότι συμπίπτουν οι οροι ‘Εβραίος’ και ‘Σιωνιστής’ – η σημειολογική πολυπολοκότητα του τελευταίου κάνει αδύνατο το εργο του να ξεχωρίσουμε τι εννοεί η ίδια – ισοδυναμεί με την ανάπτυξη του αντισημιτισμού. Αν κανείς ορίζει τον σιωνισμό ως το δικαίωμα του εβραϊκού αυτοκαθορισμού, τότε δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ακόμη κι αν δεν είναι το ένα και το αυτό, και οι δύο όροι αναπόφευκτα αναφέρονται ο ένας στον άλλο. Στην πραγματικότητα και η Μπάτλερ η ίδια αποκαλύπτει την αντίφαση αυτής της, της θέσης: «Το καρδιοχτύπι ξεκινά από τη σκέψη πως το Ισραήλ, το οποίο υποβάλλει τα 3.5 εκατομμυρία Παλαιστινίων σε καθεστώς στρατιωτικής κατοχής, εκπροσωπεί τους Εβραίους … » (257).

Οι Μπουντιστές, σαν τους παππούδες μου, ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στον σοσιαλιστικό διεθνισμό, και ήταν συνεπώς αντισιωνιστές που πίστευαν ότι ο σοσιαλισμός θα επίλυε το “εβραϊκό ζήτημα”. Αυτά μέχρι τον Σταλινισμό και το Ολοκαύτωμα. Αυτά τα δυο δραματικά καθοριστικά τραύματα που συνέπεσαν με την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ — σε συνδυασμό με την άνθιση και την σημασία της αμερικάνικης εβραϊκής κοινότητας την οποία η Μπάτλερ αναγνωρίζει και επικρίνει – θα έπρεπε να την οδηγήσουν επίσης να αναγνωρίσει ότι η αλληλοδιαπλοκή των όρων Ιουδαισμός και Σιωνισμός έχει επιτρέψει την χρήση του αντισιωνισμού να γίνει ένα προκάλυμμα για τον αντισημιτισμό.

Η μετανάστευση εκατομμυρίων Ευρωπαίων Εβραίων προσφύγων στο Ισραήλ μετά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενέπνευσε την ίδρυση του Ισραήλ, της μόνης χώρας που θα τους δεχόταν. Κι ο διωγμός των Μιζραχί από τις αραβικές χώρες, σε κάποιες από τις οποίες κατοικούσαν από την βαβυλωνιακή εξορία, με αμελητέο κεφάλαιο επέδρασε στην ισραηλινή ταυτότητα σχεδόν εξίσου βαθιά. Αν οι συλλογικές ταυτότητες απορρέουν από συλλογικές ιστορίες είναι αδιαμφισβήτητο ότι κάθε Εβραίος, όπως και αν ζει την δική του μοφή Ιουδαισμού, είτε κοσμικά, πολιτικά, θρησκευτική, ηθικά ή και με έναν συγκερασμό κάποιων ή όλων αυτών, κάπως σχετίζεται με το Ισραήλ, είτε μετέχοντας στον θρησκευτικό συμβολισμό του και την ιστορία της θεμελίωσης του, με το να ταυτίζεται ή να αποποιείται την δημιουργία του Κράτους ή τις πολιτικές του και την μοίρα του την ίδια.

Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε γιατί η Μπάτλερ θα έγραφε ένα τόσο παθιασμένο και συγκινητικό δοκίμιο στο οποίο αποστασιοποιείται από τις τρέχουσες πολιτικές του Ισραήλ και αμφισβητεί τα δόγματα πάνω στα οποία ιδρύθηκε, εάν δεν ταυτίζεται (ή αποποιείται) ή με κάποιον τρόπο σχετίζεται (ή αποστασιοποιείται) με αυτό ως Εβραία; Η ίδια επιβεβαιώνει την επένδυση της στο Κράτος, λόγω της «εβραϊκότητας» της. Η απόσταση, εδώ θα συμφωνήσουμε, είναι επιτακτική σε κάθε μορφή κριτικής, αλλά είναι άραγε δυνατόν, όπως προτείνει, «να διευρύνουμε το χάσμα ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και τον εβραϊκό λαό»; Επειδή όπως η Μπάτλερ εκθέτει στις ίδιες της θεωρίες της σχετικά με  το φύλο, η ταυτότητα είναι πορώδης, δεν μπορεί κανείς να διαιρέσει σε βολικές κατηγορίες τις ταυτότητες που κάποιες φορές ανταγωνίζονται, κάποιες φορές συγκλίνουν, ταυτότητες που εμπλέκουν άλλες ταυτότητες, όπως κάνουν οι συναρθρώσεις του σιωνισμού, του Ισραήλ, των Εβραίων και του ιουδαϊσμού.

Αν είχαμε ένα νυστερί που θα μπορούσε αποτελεσματικά να διαχωρίσει τους Εβραίους από την εβραϊκή κρατική κυριαρχία, θα μπορούσαμε να αρνηθούμε την κοινή μας ιστορία παρά τις όποιες πολιτισμικές διαφορές και πολιτικές μας θέσεις; Μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στην τρέχουσα πολιτική κατοχής του Ισραήλ, αλλά μπορούμε να παραιτηθούμε από την σχέση μας με το Ισραήλ ως Εβραίοι, όπως ισχυρίζεται η Μπάτλερ ότι είναι δυνατό; Γιατί αν η ταύτιση προέρχεται απλώς από «διατροφή, θρησκευτικές τελετές, οργανώσεις κοινωνικών υπηρεσιών, κοινότητες της Διασποράς, πολιτικά δικαιώματα και κοινωνικούς αγώνες που μπορεί να υπάρχουν σε σχετική ανεξαρτησία από το ζήτημα του στάτους του Ισραήλ» τι κοινό θα είχαν οι Αιθίοπες Εβραίοι και οι Ρώσοι Εβραίοι όταν οι κοινωνικές τελετουργίες τους σε όλα τα προαναφερθέντα είναι τόσο διαφορετικές στις χώρες προέλευσης τους; Αυτό που εκφράζει η Μπάτλερ είναι ένα κάλεσμα για απομονωτικές πολιτισμικές ταυτότητες στο εσωτερικό της παγκόσμιας εβραϊκής κοινότητας, αρνούμενη την ίδια την εβραϊκή διαπολιτισμικότητα λόγω της οργής της από τις πολιτικές κατοχής του Ισραήλ. Στο όραμα της Μπάτλερ, το  Ισραήλ  θα γινόταν το εκτοπισμένο υποκείμενο της εβραϊκής ζωής.

Ως Αμερικάνα Εβραία, η εμπειρία της Διασποράς της Μπάτλερ είναι έκδηλα προνομιακή, όπως και πολλών Αμερικάνων Εβραίων. Ίσως επειδή είμαι μετανάστρια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα εκπλήσσομαι από την αλαζονεία της ερμηνευτικής (επί)θέσης κάποιων ιδεολόγων της Αμερικάνικης Εβραικής αριστερής ακαδημίας που επιλεκτικά αγνοεί γεγονότα εμφανή σε πολλούς καθημερινούς Εβραίους: ότι από την ιντιφάντα του Αλ-Ακσα έχει υπάρξει μια άνοδος 40 τοις εκατό στις αντισημιτικές επιθέσεις στην Βρετανία, ότι η βία ενάντια στους Εβραίους ανά τον κόσμο έχει εντατικοποιηθεί δραματικά. Πως θα διαχώριζε τον “σιωνισμό” από την “εβραϊκότητα” όταν οι δυο όροι συγχωνεύονται σε ένα και το αυτό πράγμα, όχι από θεωρητικούς σαν κι αυτή, αλλά από βομβαρδισμούς συναγωγών στην Ισταμπούλ και την Γαλλία;

Σε όλο το κριτικό της έργο, η Μπάτλερ εξηγεί ότι η ταυτότητα διαμεσολαβείται από τον λόγο, ότι η πολυγλωσσία ορίζει αυτό τον λόγο. Αδιαμφισβήτητα αναγνωρίζει ότι δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε νοήματα από την μια μέρα στην άλλη μεταμορφώνοντας διαλογικούς χώρους και τα πεδία υποδοχής τους. Στην περίπτωση της κατανόησης και τη θεωρητικοποίησης της μεσανατολικής πραγματικότητας(-ων), αυτή η θεωρητική έννοια είναι κρίσιμη για να προτείνουμε πολιτικά μοντέλα που συγκλινουν. Κάποιες από τις θέσεις που εκθέτει η Μπάτλερ – όπως η ριζική αποστασιοποίηση των Εβραίων από το  Ισραήλ — αποτυγχάνουν τραγικά να συλλάβουν τις πραγματικότητες του λόγου.

Η στάση της θα ήταν αξιοθαύμαστη αν δεν υπήρχε η πραγματικότητα της ιουδαιοφοβίας. Όσο και αν θεωρητικοποιεί τον Λακλάου, η ιουδαιοφοβία είναι μια ιστορική ασθένια που αντηχεί στον δυτικό και ισλαμικό λόγο και με έναν τραγικό τρόπο, παρά τις προσπάθειες της να αποστασιοποιηθεί από το Ισραήλ, θα συνδεθεί με τα δεινά του και την μοίρα του. Μπορεί ακόμα και να καταφέρει να την βάλουν στο www.jewwatch.com, όπως την Μπέττυ Φρίνταν, την Γκλόρια Στάινεμ και τον συντάκτης των Bad Subjects Τζόελ Σαλίτ.

Ο Μπάρτοφ προσφέρει μια ενδιαφέρουσα θεωρία όσον αφορά αυτή την θέση:

«Το ότι το λεξιλόγιο αυτής της ρητορικής προέρχεται άμεσα (είτε συνειδητά είτε όχι) από ναζιστικά κείμενα είναι τόσο ξεκάθαρο που κανείς αναρωτιέται γιατί υπάρχει τέτοια απροθυμία να αναγνωριστεί… Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί που πιο πρόθυμα θα ανακάλυπταν την προέλευση αυτών των λέξεων και ιδεών είναι κατά κύριο λόγο φιλελεύθεροι, κάποιοι εκ των οποίων τυγχάνει να είναι Εβραίοι και συνεπώς είναι πιθανόν να τους βλάψει περισσότερο τόσο προσωπικά όσο και ιδεολογικά αυτή η ανακάλυψη. Εκθέτοντας το αντισημιτικό υπονοούμενο αυτού του φαινομένου, θα εξέθεταν τον εαυτό τους ως Εβραίους και εβραιόφιλους και θα στοχοποιούνταν με το επιχείρημα ότι ακριβώς η αντίθεση τους σε αυτό το φαινόμενο είναι η καλύτερη απόδειξη της εβραϊκής κυριαρχίας στον κόσμο.»

Πιστεύω πως στην καρδιά της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης υπάρχουν δύο αντιμαχόμενες αφηγήσεις: ο εκτοπισμός και ο αγώνας πρώτα για αναγνώριση, έπειτα για κρατική οντότητα, έχουν δώσει την κύρια ώθηση και αυτοπροσδιορισμό του παλαιστινιακού λαού. Δεν θα ήταν, λοιπόν, αποδεκτός ένας ιδρυτικός μύθος ενός υπό διαπραγμάτευση παλαιστινιακού κράτους στο πλαίσιο της τζιχάντ και του ηρωικού εθνικισμού. Το Ολοκαύτωμα και συνεπώς η επιβίωση κατατρύχουν, από την άλλη, την δημιουργία του Ισραήλ: για να επιβιώσει, το Ισραήλ θα χτίσει τείχη ή θα υπογράψει σύμφωνα και θα επιστρέψει γη, όπως έχει κάνει ιστορικά. Για όσο οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τον αγώνα με αντάλλαγμα την κρατική οντότητα ή το Ισραήλ νιώθει τον πανικό της εξολόθρευσης να ενεργοποιείται με κάθε βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας, τότε η αφόρητη κατάσταση θα συνεχίσει. Η αποδοχή της ύπαρξης του Ισραήλ, του δικαιώματος του στην κρατική κυριαρχία, καθώς και ενός παλαιστινιακού κράτους και η περιθωριοποίηση των φανατικών ομάδων και στις δυο πλευρές αποτελεί την μόνη ελπίδα για την περιοχή.

Η αριστερά στην Ευρώπη αλλά και στις Η.Π.Α. έχει τα αγαπημένα της θέματα. Αυτά δεν έχουν τίποτα να κάνουν με αριθμούς ή ακόμα και την οξύτητα μιας κατάστασης. Για παράδειγμα το  Σουδάν: σχεδόν ένα εκατομμύριο έχουν πεθάνει σε αυτή την χώρα με την απόλυτη σιωπή των ‘προοδευτικών ακαδημαϊκών’ της Αμερικής.  Δέκα εκατομμύρια Ινδιάνοι που μιλάνε Κετσούα ανάμεσα στο Περού και την Βολιβία είναι απομονωμένοι και ζουν σε επισφαλείς συνθήκες, οι οποίοι αποτελούν και την κορυφή του παγόβουνου αν δούμε την κατάσταση των Ινδιάνων της Κολομβίας,της Βενεζουέλας, της Κεντρικής Αμερικής, του Μεξικού, για να αναφέρω μερικές μόνο ομάδες που τις συνοδεύει μια ακόμα ακατανόητη σιωπή. Και η κατοχή του Θιβέτ, τα εκατομμύρια των Θιβετιανών που στερούνται τη γη τους και η οποιαδήποτε απόπειρα να ξανακερδίσουν την χώρα τους καταστέλλεται άγρια, έχει εγκαταλειφθεί από την αριστερά στον Ρίτσαρντ Γκιρ. Η διαλογή του θύματος έχει την δική της λογική όπως και στην περίπτωση του Ισραήλ, μια λογική βέβαια που δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως εκτός πλαισίου ιουδαιοφοβίας. Αλλά όπως λέει η Μπάτλερ, κανείς δεν μονοπωλεί αυτή την θέση.

Η Pilar Rahola, μια αφοσιωμένη φεμινίστρια και ένα αριστερό μέλος της ισπανικής Βουλής επί οκτώ χρόνια, μαζί με μερικούς άλλους διακεκριμένους Ευρωπαίους προοδευτικούς διανοούμενους, εκδήλωσε την ηθική αγανάκτηση της απέναντι σε μια Ευρώπη που έχει αγκαλιάσει τον αντισημιτισμό υπό το προκάλλυμα του αντισιωνισμού σε μια απόπειρα να εξισορροπηθούν – μια τραγική αδυνατότητα – οι μεροληψίες της ευρωπαϊκής αριστεράς. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για την αμερικάνικη ακαδημαϊκή αριστερά. Παραθέσω ένα μέρος από την ομιλία της Rahola στην UNESCO (21 Ιουνίου,2003), «Το Ισραήλ και οι Μύγες.»

«Από την αριστερά(ούς) απορρέει ο νέος ευρωπαικός αντισημιτισμός, που μεταμφιέζεται σε αντισιωνισμό. Από την αριστερά(ους) απορρέει ο ρομαντικός παν-αραβισμός που έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση  της τρομοκρατίας… Αν συμφωνήσουμε ότι είναι η αριστερά που αρθρώνει τις έγκυρες ιδέες της κοινωνίας μας και ότι οι αριστεροί διανοούμενοι είναι αυτοί που αναγνωρίζονται ως υπερασπιστές της προόδου, τότε θα συμφωνήσουμε ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα… Οι νέοι αντισημίτες δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους. Ο αντισημιτισμός είναι μια κλασσική έκφραση της άκρας δεξιά,και συνεπώς, η αριστερά τον αποκηρύσσει και τον αρνείται. Η ομπρέλα του αντισιωνισμού, όμως, ή άμεσα του αντι-ισραηλινισμού, είναι πολύ πιο βολική να τη εναγκαλιστεί κανείς: προστατεύτει καλά από την βροχή της κριτικής και επιτρέπει μια ευκολοχώνευτη πνευματική μεταμφίεση…

Το αποτέλεσμα είναι αυτό που  παρατηρούμε — η πιο άμεση εκδήλωση του είναι η οδυνηρή επιθετικότητα που υπομένουν οι εβραϊκές κοινότητες σε διάφορες χώρες. Από προσωπικοποιημένα βέτο – που θα μπορούσαν να εξηγήσουν σκληρές καταστάσεις στην Ισπανία – μέχρι και φυσική βία, όπως αυτή που υπέστησαν ειρηνιστές Εβραίοι στην ήδη διάσημη διαδήλωση στο Παρίσι…

Το Ισραήλ είναι σήμερα μια αυθεντική εμμονή της ευρωπαϊκής αριστεράς και το πιο σχετικό παράδειγμα των φασιστικών τικ που μπορεί να παρουσιάσει η αριστερά. Αυτές είναι οι κατηγορίες μου:

Μανιπουλάρισμα των πληροφοριών
Εγκληματοποίηση της νομιμότητας του ισραηλινού κράτους
Σχετικοποίηση των Εβραίων θυμάτων
Κοινοτοποίηση της Shoah
Και αδιαφορία – αν όχι χειροκρότημα – για την τρομοκρατική βλάβη της πολιτικής αφομοίωσης των πληθυσμών…

… Ορφανή από δικά της έπη, ντροπιασμένη κουβαλώντας την βαλίτσα των ραγισμένων της ονείρων, η αριστερά αγκαλιάζει τον αραβικό κόσμο ψάχνοντας για τις αντηχήσεις του Λώρενς της Αραβίας. Και ερωτεύεται με ολικούς πολέμους φυλετικών ασμάτων για επανάσταση, ίσως πεπεισμένη  ότι ανάμεσα στο “επανάσταση ή θάνατος” του Τσε, και το “ζήτω ο θάνατος” της Χαμάς, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ψάχνουν τον Λώρενς της Αραβίας και, δυστυχώς για όλους μας, ακόμα δεν έχουν ανακαλύψει ότι στην πραγματικότητα, έχουν συναντήσει τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Μια κοινή περιοχή, περισσότερο από έναν μανιχαϊκό δογματισμό… Κατηγορώ την ευρωπαϊκή αριστερά, την αριστερά μου, ότι αποτελεί την διανοητική επίφαση του νέου αντισημιτισμού που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη. Μια αριστερά που προδίδει τον εαυτό της προδίδοντας και την δημοκρατία.»

Ο ανταγωνισμός για διαλογικούς χώρους στην αριστερά που η Rahola εκθέτει οφείλει να μας οδηγήσει να αναστοχαστούμε πάνω στο ιδεολογικό νόμισμα που αποκτά και εκμεταλεύεται η ακαδημία. Ποιά είναι η επένδυση μιας Εβραίας διανοούμενης σαν την Μπάτλερ όταν συμμαχεί με τον «αντισιωνιστικό» ακτιβισμό όπως την οργάνωση της καμπάνιας μποϊκοτάζ στο Μπέρκλευ λόγω της “εβραϊκότητας” της, όπως η ίδια λέει; Από αυτή την άποψη ο συνάδελφος μου και συντάκτης των Bad Subjects, Joe Lockhard εξέφρασε με διορατικότητα τα ακόλουθα:

«Ένα ζήτημα που μου προκύπτει όταν σκέφτομαι για την Μπάτλερ και το Ισραήλ είναι ότι αν κάποιος τοποθετείται στην πολιτική αριστερά, τότε το να σκοράρει πόντους ενάντια στο Ισραήλ – όσο νόμιμη και αναγκαία και αν είναι μια κριτική της κατοχής και μια κατάφαση στο δίκιο των Παλαιστινίων – δεν παύει παρά να αντιπροσωπεύει μια μορφή πολιτικής και ηθικής αυτοκεφαλαιοποίησης. Κρίσιμο στοιχείο της αναγκαίας θεωρητικής τοποθέτησης για να παραμείνει σε αυτό το σχήμα στράτευσης είναι μάλλον μια συγκεκριμένη κριτική του Ισραήλ παρά μια κριτική που αναλύει την περιοχή και τις εν μέσω βαρέων συγκρούσεων κουλτούρες της. Αλλά ο καθένας μας πια πρέπει να αμφισβητήσει μια πολιτική θέση που επενδύεται στην ιδιαιτερότητα της κριτικής του Ισραήλ και της Παλαιστίνης παρά, για παράδειγμα, του έμφυλου απαρτχάιντ στην Σαουδική Αραβία. Αυτή, εξάλλου, η οριοθέτηση της εστίασης είναι που προδίδει και την υποβόσκουσα διανοητική διαμόρφωση του αντισημιτισμού, μια ιδεολογία που έχει στηριχθεί ιστορικά στην ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων της εβραϊκής επιθετικότητας στη σωστή σειρά σε σχέση με κάθε άλλο θέμα στον κόσμο.»

Εκκινώντας από τις τελευταίες παρατηρήσεις, θα μπορούσαμε να θέσουμε λογικά τα ακόλουθα ερωτήματα: Χρειάζεται η Μπάτλερ ως Εβραία να αποστασιοποιηθεί ριζικά από μια οντότητα που θεωρείται από τους περισσότερους ως εβραϊκή για να αποδείξει την προσκόλληση της σε μια επικρατούσα αριστερή θέση; Παρέχει η «εβραϊκότητα» της Μπάτλερ μια στρατηγική στο εσωτερικό της αριστεράς δεδομένης της πολιτικής τοποθέτησης της πρώτης σε ότι αφορά το Ισραήλ; Την κάνει πιο αξιόπιστη αριστερή ιδεολόγο το να υιοθετεί μια αντισιωνιστική θέση αποκτώντας ευρύτερη και πιο δημόσια ορατότητα και αναγνώριση; Διατηρεί η πολιτική της στάση και, επιπλέον, μυθοποιεί το «ριζοσπαστικό» της στάτους; Θα διαιρεθούν μήπως οι  διαλογικοί χώροι στο εσωτερικό της αριστεράς σε ριζοσπαστικούς, ημι-ριζοσπαστικούς, όχι-τόσο ριζοσπαστικούς κτλ ανάλογα με την αποποίηση της ίδιας του/της της μερικότητας στην οποία θα προβαίνει κανείς/καμιά; (Φυσικά, μόνο στην περίπτωση των Εβραίων θα ισχύει αυτό, όχι οποιασδήποτε άλλης μειονότητας). Θα χρειαστούμε ένα ραδιόμετρο για να ορίσουμε το που στεκόμαστε στην ακαδημαϊκή αριστερά και η μέτρηση του καθαυτή θα ορίζεται από την υιοθέτηση μιας αντισιωνιστικής στάσης;

Ο λεγόμενος ριζοσπαστικός «αντισιωνισμός» είναι θεωρητικά κοινότυπος και αυτάρεσκος και απλά εκλιπαρεί για δημόσια αποδοχή απλοποιώντας τις ιστορικά περίπλοκες υποβόσκουσες πραγματικότητες της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης. Η απλοποίηση, όπως γνωρίζουμε, συχνά εμπίπτει στην κατηγορία της προπαγάνδας. Αυτό στην πραγματικότητα προδίδει κάθε ριζοσπαστική θέση. Με το να μην αποδομεί τις αποχρώσεις και περιπλοκότητες της πολιτικής πραγματικότητας(-ων) όπου φύλο(α), εθνικότητα(ες), εθνικισμός(οι), συλλογική ιστορία(ες) τέμνονται, δεν μπορεί κανείς να πει ότι υφίσταται κάποια υπέρβαση ή έστω προβληματοποίηση του νεωτερικού βλέμματος.

Ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής αριστεράς υποβοηθά και υποθάλπτει, προωθεί και αναπτύσσει ιουδαιοφοβικό λόγο. Τόσο στο πνεύμα της προβολής ενστάσεων όσο και στοχασμών που κάθε πλουραλιστική κοινωνία οφείλει στον εαυτό της, ειδικά από πλευράς των αριστερών διανοουμένων της, είναι επιτακτικό οι προοδευτικοί ακαδημαϊκοί που αποδοκιμάζουν τον ρατσισμό ή τις έμφυλες διακρίσεις να παλέψουμε για ‘να ανοίξουμε χώρο’ μέσα στην αριστερά όπου θα αποκηρύσσεται η ιουδαιοφοβία, ο μόνος τόπος εξάλλου όπου αριστερά και δεξιά με συνέπεια συμπίπτουν.

Rebeca Siegel.

Το παραπάνω είναι μετάφραση άρθρου στο περιοδικό «Bad Subjects» (Τεύχος #70) τον Οκτώβρη του 2004. Η RebecaSiegel που το υπογράφει είναι Μεξικανή Αμερικανίδα Εβραία από το Μέξικο Σίτι. Διδάσκει Λατινοαμερικάνικη Αποικιακή Λογοτεχνία και Μεξικάνικες Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Πέραν του ακαδημαϊκού της έργου, γράφει και ποίηση.

Η μετάφραση του κειμένου της στα ελληνικά έγινε από τους Stoyan & Stepan. Είναι ευνόητο ότι δεν μπορώ να συμφωνώ με κάθε γράμμα και γραμμή της Siegel αλλά κι ούτε θα έμπαινα μόνος μου σε μια λογική κριτικής των όσων λέει η Μπάτλερ, από την θέση που τα λέει. Ωστόσο, πιστεύω ότι η μετάφραση αυτού του κειμένου έλλειπε από την ελληνική αρθρογραφία εδώ και καιρό μιας και, έχοντας προσηλωμένα τα βλέμματα μας στην ελληνική πραγματικότητα δεν θα αργήσει να δει κανείς το όψιμο φαινόμενο των καλών ελλήνων που χρειάζονται την Τζούντιθ Μπάτλερ  (σ.σ. οι ίδιοι που δεν πάνε στις εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα γιατί τους προσβάλει η παρουσία του Ισραηλινού πρέσβη!) για να προβούν απενοχοποιημένοι στις συνήθεις αντισημιτικές τους βρωμιές. Ε, κι αυτή η μετάφραση μπορεί να σταθεί ως ένα ανάχωμα, αυτό λέω.

Stepanyan TSP, 02-12-2013

Δημοσιεύθηκε στην μεταφράσεις και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *