δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτό (Άπαρτχαϊντ)δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτό (Άπαρτχαϊντ)

Opposing apartheid in the Pietermaritzburg region-2

Με την ευκαιρία του θανάτου του Νέλσον Μαντέλα, τα δυτικά όπως και τα ελληνικά μίντια αφιέρωσαν χρόνο για το καθεστώς του Άπαρτχαϊντ αν και ελάχιστα απ’ αυτά αφιέρωσαν χρόνο στις δυτικές ή και τις ελληνικές ευθύνες γύρω απ’ αυτό. Μάλιστα, κάποια απ’ αυτά προτίμησαν να τονίσουν επανειλημμένα πόσο φιλέλληνας ήταν, προδίδοντας την οπτική τους γωνία για το γεγονός. Οι ευθύνες είναι ποικίλες εξάλλου. Ξεκινούν, για παράδειγμα, από τον ίδιο τον δυτικό ορθολογισμό, ο οποίος κάποτε θεωρήθηκε ταυτόσημος με την ανθρώπινη ουσία, και επεκτείνονται στον πολύπλευρο τρόπο στήριξης με τον οποίο ομάδες ή κράτη λευκών Ευρωπαίων ενίσχυσαν έμπρακτα το ρατσιστικό αυτό καθεστώς. Σε σχέση με το πρώτο, είναι γνωστό ότι η ευρωπαϊκή πρόσληψη του Αφρικανού έκανε λόγο για ένα λειψό υποκείμενο σε σχέση με το ότι στερούταν του εργαλείου του Λόγου. Έτσι, έγινε κι η στοιχειοθέτηση της κατωτερότητας του. Έτσι γράφτηκε και η ιστορία του από τους δυτικούς, έτσι αποικήθηκε και δοκιμάστηκε και η ζωή του. Όπως, όμως, συνέβη και στην Δύση, τον δυτικό ορθολογισμό συνόδευσαν τα δυτικά όπλα και ο δυτικός ρατσισμός. Όπως το γράφει ο Mogobe B. Ramose, η αποικιοποίηση της Αφρικής ισοδυναμούσε και με την είσοδο του ρατσισμού στην Ήπειρο. Η ιστορία της δυτικής αποικιοκρατίας στην Αφρική έχει μια μακριά αιματηρή ιστορία, από τις χριστιανικές αποστολές που προσηλύτιζαν με το ζόρι και χειραγωγούσαν πληθυσμούς εναντίον άλλων, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της ηπείρου αυτής μέχρις εξάντλησής τους, την γέννεση της σκλαβιάς και την άντληση σκλάβων για όλο τον πλανήτη, την βίαιη απαγόρευση της γλώσσας πολλών ιθαγενών ομάδων, τις σφαγές εναντίον πληθυσμών που περίσσευαν ή που αντιστέκονταν στα σχέδια εποικισμών, τις γενοκτονίες, την πολλαπλή τους συμβολή στη διάδοση του HIV κ.ο.κ., μέχρι βέβαια και τον ίδιο τον σχηματισμό των αφρικανικών εθνικών κρατών και την υποδαύλιση του μίσους μεταξύ τους. Οι έλληνες παρόλο που είχαν μικρότερο ρόλο να παίξουν σε σχέση με τους βέλγους, τους γάλλους, τους γερμανούς (ω, ναι! Η γερμανία έχει κάνει άλλη μια γενοκτονία, στην Αφρική αυτή τη φορά, εξολοθρεύοντας 100.000 Χερέρο και Νάμα στην Ναμίμπια), τους άγγλους, τους ιταλούς και τους ολλανδούς αποικιοκράτες, δεν ήταν ότι απουσίαζαν κιόλας.

Η σημαντικότερη, δηλαδή η καταστροφικότερη συμβολή των ελλήνων ήταν κατά τους «πολέμους του πολιτισμού» στα τέλη του 19ου αιώνα και την αυγή του 20ου όπου στις άνευ προηγουμένου μάχες που έγιναν στο βόρειο κομμάτι της Αφρικής με ηγέτιδα δύναμη την Ιταλία, το … ημιτελές ακόμη τότε ελληνικό κράτος έχει καταγραφεί να έχει στείλει 200 άνδρες των επίλεκτων δυνάμεων του στρατού του. Μια άλλη σημαντική συμβολή των ελλήνων, επίσης, σε σχέση με το Άπαρτχαϊντ το ίδιο, μιας που το λιβάνιζουν τώρα στα ελληνικά ΜΜΕ και δεν είδα καμία αναφορά του, ήταν πως η ελληνική κοινότητα της Νότιας Αφρικής στήριζε ολόψυχα το ρατσιστικό καθεστώς και κατατασσόταν στην πλειοψηφία των μελών της μεταξύ των προνομιούχων. Αυτό έχει να κάνει, βέβαια, ως έναν βαθμό και με το γεγονός της συνάρθρωσης της ταξικής καταπίεσης και του ρατσισμού μιας και η διαφορά χρώματος του πληθυσμού αντανακλούσε και σε μια διαφορά οικονομικής θέσης. Η ελληνική κοινότητα, π.χ. του Γιοχάνεσμπουργκ, όντας κατά κύριο λόγο πλούσια και έχοντας στις τάξεις της έλληνες πλοιοκτήτες και εμπόρους όπλων, απολάμβανε των ρατσιστικών προνομίων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, μειοψηφικές, όπως π.χ. του Δημήτρη Τσαφέντα (γιου ναυτικού από την ελλάδα και αγρότισσας από την ζιμπάμπουε) ο οποίος ήταν μιγάς, η ζωή ήταν τελείως διαφορετική, γι’ αυτό και ο ίδιος καθάρισε με μαχαίρι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966 τον «αρχιτέκτονα» του Άπαρτχαϊντ, Hendrik Verwoerd. Ας σημειωθεί ότι τον Φερβούντ τον δόξασαν στην ελλάδα οι ντόπιοι φασίστες του ΛΑ.ΟΣ, ενώ ο έλληνας ΥΠΕΞ της εποχής αμφισβήτησε δημοσίως πως ο Τσαφέντας ήταν ελληνικής καταγωγής. Παράλληλα, ενώ ο Τσαφέντας βασανιζόταν μέσα σε ψυχιατρεία της Νότιας Αφρικής, η ελληνική βουλή μετονόμασε την οδό Βουκουρεστίου σε οδό Γιαν Σματς, καθώς και προχώρησε σε κατασκευή προτομής του Γιαν Σματς, πρωτεργάτη του Άπαρτχαϊντ, και μοναδικού μη-έλληνα πολιτικού που θα… κοσμούσε αίθουσα του ελληνικού κοινοβουλίου. Η προτομή αποσύρθηκε μόνον μετά την πτώση του Άπαρτχαϊντ.

Αλλά και η πλειοψηφία των 170.000 ελλήνων της Νότιας Αφρικής δεν φαίνεται να διαφοροποιήθηκε πολύ από τις πολιτικές του. Καταρχήν, μετανάστευσαν σε μια χώρα που ζητούσε λευκούς μετανάστες για να εξισορροπήσει τους μαύρους ντόπιους πληθυσμιακά (η κλήση για μετανάστευση από ελλάδα έγινε στα 1963-1975). Όταν η μαύρη αντίσταση έδειξε τα δόντια της, οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες έφυγαν και ο πληθυσμός της κοινότητας μειώθηκε σε 80.000 περίπου άτομα, ενώ μετά την πτώση του Άπαρτχαϊντ διέφυγε από την χώρα ακόμη ένα μαζικό ρεύμα υπό τον φόβο των αντιποίνων.

Αντιγράφω από το άρθρο του Ιού (04/07/2010):

«Είναι αλήθεια ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ελληνικές κοινότητες της Νότιας Αφρικής ταυτίστηκαν απολύτως με το καθεστώς. Μιλώντας σε γεύμα του Πανελλήνιου Ελληνοαφρικανικού Συνδέσμου τον Ιούλιο του 1966 στην Αθήνα, ο επιτετραμένος της Νότιας Αφρικής εκφράστηκε με θερμά λόγια για το ρόλο του «νομοταγούς ελληνικού πληθυσμού» στη χώρα του και διαβεβαίωσε ότι «κατά τας εκτιμήσεις αμερολήπτων παρατηρητών, το 90% των ελληνικής καταγωγής νοτιοαφρικανών θετικώς υποστηρίζουν την πολιτικήν της κυβερνήσεώς μας».

Ο κ. Χάρβεϊ δεν είχε άδικο. Ενα χρόνο νωρίτερα, όταν η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου διανοήθηκε να διαθέσει μέσω του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ποσό 1.000 (χιλίων) δολαρίων υπέρ των αγωνιζομένων για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, ξεσηκώθηκε όλη η ομογένεια. Σε συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στις 20.7.1965 πολλοί ομιλητές της ελληνικής παροικίας του Κέιπ-Τάουν χαρακτήρισαν την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ως απαράδεκτη. Διαμαρτυρία εξέδωσαν και οι Ελληνες της Πρετόρια, «οι οποίοι σημειωτέον τονίζουν ότι η απόφασις αυτή της ελληνικής κυβερνήσεως ενθαρρύνει τα ανατρεπτικά στοιχεία εις την Νότιον Αφρικήν. Αντίγραφα της εν λόγω διαμαρτυρίας πρόκειται να σταλούν εις τον βασιλέα των Ελλήνων, την ελληνικήν κυβέρνησιν και εις το υπουργείον Εξωτερικών της Νοτίου Αφρικής» («Το Βήμα», 22.7.1965).

Ο συντηρητικός έλληνας δημοσιογράφος Κώστας Καγκελάρης περιγράφει το 1986: «Τα σπίτια [των ομογενών] είναι άνετες εξοχικές κατοικίες, διαθέτουν μεγάλους κήπους, πισίνες, κτίσματα για το υπηρετικό προσωπικό, που είναι κυρίως μισθωτοί μαύροι και το απαραίτητο γκαράζ για δύο ή τρία αυτοκίνητα, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Ενας μαύρος επίσης κηπουρός φροντίζει για την περιποίηση του κήπου και για τους πιο πολλούς Ελληνες ένας ακόμη για εξωτερικές δουλειές φροντίζει για τα ψώνια και φέρνει στο σπίτι τις εφημερίδες». Οσο για τις σχέσεις των ομογενών με τους μαύρους, τις περιγράφει με αφέλεια ή κυνισμό στο ίδιο βιβλίο ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Γιοχάνεσμπουργκ: «Είμαστε συμπαθείς στους μαύρους, γιατί τους έχουμε στην υπηρεσία μας και τους φροντίζουμε σαν να είναι μέλη της οικογένειάς μας».

Ηταν φυσικό, λοιπόν, οι Ελληνες να ταυτιστούν με το καθεστώς, γεγονός που, όπως γράφει ο Γιάννης Μαρκάκης, «αποδεικνύεται από τα σχόλια των ελληνόγλωσσων εφημερίδων, από τις ενέργειες των αξιωματούχων των κοινοτήτων και διάφορες χειρονομίες ομογενών, όπως τις χρηματικές δωρεές για τις νοτιοφρικανικές ένοπλες δυνάμεις, την απονομή βραβείου στον επικεφαλής των Σωμάτων Ασφαλείας μετά τις συνεχείς σφαγές των μαύρων διαδηλωτών το 1988 και τις έντονες και πικρόχολες διαμαρτυρίες εναντίον των ελληνικών κυβερνήσεων που συμμορφώθηκαν με τα μέτρα που έλαβαν τα Ηνωμένα Εθνη και η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά εναντίον της Νότιας Αφρικής».

Ας μην ξαφνιαζόμαστε, λοιπόν, που ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των ελληνικών κοινοτήτων Πέτρος Παΐζης υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του κυβερνητικού κόμματος ΑΝΡ, ενώ ο τελευταίος θιασώτης του απαρτχάιντ πρωθυπουργός Πίτερ Μπότα ευχαριστούσε «ιδιαιτέρως την ελληνική κοινότητα για την υποστήριξή της» την περίοδο που κορυφωνόταν η προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει νέες κυρώσεις στη Νότια Αφρική (15.8.85).» […]

Ο Γιάννης Μαρίνος, πάλι, μετέπειτα ευρωβουλευτής της Ν.Δ., έγραφε 10 χρόνια περίπου πριν πέσει το καθεστώς τα εξής: ««Η Νότιος Αφρική, συνεπεία της γνωστής πολιτικής του φυλετικού χωρισμού, που εφαρμόζεται υπό της κυβερνήσεώς της, αντιμετωπίζει από τινος χρόνου την οργανωμένην πολεμικήν των πλείστων χωρών και μάλιστα όχι μόνον εις τον πολιτικόν, αλλά και εις τον οικονομικόν τομέα. […] Ανεξαρτήτως της απολύτου ή μη επιτυχίας του εν λόγω μποϊκοτάζ, γεγονός είναι ότι το εξωτερικόν εμπόριον της Νοτίου Αφρικής έχει αρχίσει να δυσχεραίνεται. […] Η χώρα μας εκρίθη ως ιδανική διέξοδος διά τα εξαγωγικά πλεονάσματα της Νοτίου Αφρικής. Οχι φυσικά μόνον διά της απορροφήσεώς των υπό της περιορισμένης ελληνικής αγοράς. Εκείνο που κυρίως έχει σημασία είναι προφανώς ότι η Ελλάς θα δύναται να αποτελέσει ένα ιδανικό σταθμό τράνζιτο για τα αφρικανικά προϊόντα, τα οποία επανεξαγόμενα μετά από μίαν ελαφράν τελικήν επεξεργασίαν ή συσκευαζόμενα καταλλήλως θα ήτο ευχερέστερον να διατεθούν όχι μόνον εις την ευρωπαϊκήν, αλλά και εις τας Μεσανατολικάς ακόμη αγοράς, ως ελληνικά πλέον προϊόντα» (12.8.1965).»

Αυτό που προτείνεται είναι δηλαδή το «ξέπλυμα» των νοτιοαφρικανικών προϊόντων με ένα μικρό πέρασμα από την Ελλάδα για να πάρουν την ελληνική σφραγίδα και να μην υπάγονται πλέον στο εμπάργκο του ΟΗΕ. Εκείνη την περίοδο διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας μας στη Νότια Αφρική ήταν ο Πέτρος Μολυβιάτης, ενώ διευθυντής μάρκετινγκ του Νοτιοαφρικανικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου ο ομογενής Μιχαήλ Φασουλάκης. Ο κ. Μαρίνος σε επόμενο άρθρο του επιμένει: «Η κυβέρνησις της Νοτίου Αφρικής πιέζεται από το οικονομικό μποϊκοτάζ των άλλων χωρών. Ακριβώς δι’ αυτό ευρίσκεται η Ελλάς εις ισχυράν διαπραγματευτικήν θέσιν» (19.8.1965).

Είναι φυσικό ότι οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν επί κυβερνήσεων αποστατών ευοδώθηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας και κορυφώθηκαν με τη συμφωνία αεροπορικής σύνδεσης των δύο χωρών μέσω της Ολυμπιακής. […] Η θεωρία του κ. Μαρίνου βρήκε πρόθυμους υποστηρικτές ύστερα από λίγα χρόνια, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ προχώρησε σε αυστηρό εμπάργκο πετρελαίου εναντίον της Νότιας Αφρικής θεωρώντας ότι πρέπει να πιέσει με κάθε τρόπο για την άρση του απαρτχάιντ. Ηδη από το 1963 είχε τεθεί σε συζήτηση στο πλαίσιο του ΟΗΕ το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Νότιας Αφρικής και ειδικότερα το εμπάργκο όπλων και πετρελαίου. Η πρώτη σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης πάρθηκε στις 12.12.79, με 123 ψήφους υπέρ, 7 κατά (Δυτική Γερμανία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Βρετανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Καναδάς) και 13 αποχές (ανάμεσά τους Ελλάδα, Αυστρία, Ιαπωνία, Ιταλία). […]

Δεν ήταν βέβαια μόνο το εμπάργκο πετρελαίου. Σε όλους τους τομείς που επιβλήθηκαν από τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ αποκλεισμοί, διαπιστώνουμε ότι πολλοί γνωστοί Ελληνες επέλεξαν να τους σπάσουν και βρέθηκαν έτσι στις μαύρες λίστες που δημοσίευε κάθε χρόνο ο διεθνής οργανισμός. Σε παρόμοιες λίστες καλλιτεχνών θα συναντήσουμε τη Νάνα Μούσχουρη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Ελσα Βεργή, ενώ μεταξύ των αθλητών που επισκέφτηκαν τη Νότια Αφρική θα βρούμε τα ονόματα της Αγγελικής Κανελλοπούλου (τένις), του Β. Καρατζά (γκολφ) και των Δημήτρη Παπανδρέου και Κώστα Λω (μηχανοκίνητος αθλητισμός).

Αλλά το εμπάργκο του πετρελαίου είχε ιδιαίτερο βάρος γιατί αποτελούσε πραγματική πίεση προς το καθεστώς. Και εδώ δυστυχώς είναι που μεγαλούργησαν οι συμπατριώτες μας. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του ειδικευμένου ανεξάρτητου γραφείου ερευνών SRB (Shipping Research Bureau), κατά την περίοδο 1979-1990 ελληνικές εταιρείες φέρονται αναμειγμένες σε τουλάχιστον 77 αποστολές μεταφοράς πετρελαίου προς τη Νότια Αφρική. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το SRB διαπιστώνει ότι υπήρχαν αρκετές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που φέρονται ότι ανέλαβαν μία μόνο παρόμοια αποστολή. Από το 1986 αυτές οι μεταφορές συγκεντρώνονται σε ορισμένους εφοπλιστικούς ομίλους και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ο όμιλος Λιβανού-Καρρά με 4 φορτία το διάστημα 1979-1985 και 12 μετά το 1986, ο όμιλος Λαιμού (2 και 12), Χατζηπατέρα (3 και 7), Κουλουκουντή (κανένα και 6) και Εμπειρίκου (κανένα και 4). Σε άλλη μελέτη ειδικά για την κρίσιμη περίοδο που κατέρρεε το απαρτχάιντ (1989-1991) το SRB διαπιστώνει ραγδαία αύξηση των ελληνικών φορτίων (49 σε σύνολο 122). Εδώ ξεχωρίζει ο όμιλος Εμπειρίκου (22 περιπτώσεις) και ακολουθούν οι Λιβανός-Καρράς (9 φορτία), Κουλουκουντής (7) και Χατζηπατέρας (5).

Στη μακρά λίστα αναφέρονται βέβαια και τα ονόματα άλλων γνωστών εφοπλιστικών ομίλων: Ωνάση, Λάτση, Αλαφούζου, Νομικού. Οσο για τα νούμερα, αυτά αφορούν μόνο τις βεβαιωμένες περιπτώσεις. Είναι σίγουρο ότι ο σχετικός κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος, διότι οι μεταφορές αυτές γίνονταν κατά κανόνα με μεγάλη μυστικότητα, με μεταφορτώσεις από πλοίο σε πλοίο, με αλλαγές σημαίας και ονομασίας πλοίου, κ.λπ.

Τέλος, θα ‘χε αξία να πούμε ότι ένας από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του Άπαρτχαϊντ, του Εθνικού Κόμματος, δηλαδή του κυβερνώντος κόμματος του καθεστώτος, αλλά και της πολιτικής καμπάνιας του τελευταίου του πρωθυπουργού ήταν ο Τόνι Γεωργιάδης, ένας έλληνας πλοιοκτήτης της Ν. Αφρικής ο οποίος μάλιστα είχε καταφέρει να σπάσει το διεθνές εμπάργκο εναντίον της Ν. Αφρικής προκειμένου να μεταφέρει πετρέλαιο στην χώρα. Εκτός των άλλων, De Klerk και Γεωργιάδης ήταν καλοί φίλοι και συχνά ο τελευταίος πρωθυπουργός του Άπαρτχαϊντ επισκεπτόταν την Σίφνο και άλλα ελληνικά νησιά για διακοπές. Παντρεύτηκε μάλιστα μετά το τέλος του Άπαρτχαϊντ την πρώην σύζυγο του πλοιοκτήτη, την Ελίτα Λαναρά, κόρη του βιομήχανου Γιώργου Λαναρά. Αγνοώ αν αυτός ο Λαναράς σχετίζεται με τον Λαναρά της γνωστής πάλαι ποτέ υφαντουργίας στη Νάουσα και τις λοιπές επιχειρήσεις στην ελλάδα, ο οποίος ήταν και αντι-κομμουνιστής στον εμφύλιο, αν και διόλου απίθανο δεν είναι. Η ιστορία της ελληνικής κοινότητας της Νοτίου Αφρικής μένει, όμως, να (ξανα)γραφτεί. Κι αυτό σίγουρα είναι ένα αγκάθι για την εγχώρια δημοσιογραφία, ακαδημία και λοιπές ευγενείς τέχνες (πλην του προαναφερθέντος Ιού).

ΙΙ. Η ευθύνη.

Οι νόμοι του Άπαρτχαϊντ απαγόρευαν όχι μόνο τους γάμους μεταξύ λευκών και μαύρων αλλά και τα ερωτικά φιλιά. Ένα δικαστήριο κάποτε στο Κέιπ Τάουν έπρεπε να κρίνει αν ένα φιλί που δόθηκε ανάμεσα σε μια μαύρη γυναίκα και έναν λευκό άντρα ήταν πλατωνικό ή παθιασμένο. Σύμφωνα με τους νόμους πάλι της περιόδου μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τα παγκάκια και τα δημόσια καθίσματα εν γένει έπρεπε να φέρουν ταμπέλες που να διευκρινίζουν αν ήταν παγκάκια για λευκούς ή για έγχρωμους κτλ. Παρόμοιες ταμπέλες έμπαιναν σε διάφορες περιοχές, παραλίες, συνοικίες κτλ όπου η απαγόρευση προειδοποιούσε τους παραβάτες με αυστηρά πρόστιμα και βαριές ποινές. Οι μαύροι αποκλείονταν από συγκεκριμένα επαγγέλματα αλλά και από την ιδιοκτησία γης. Η ζωή τους ήταν σε κάθε πιθανή διάσταση της κοινωνικής και ατομικής δραστηριότητας πολύπλευρα υποβαθμισμένη και σε κάθε περίπτωση ποιοτικά κατώτερη. Κάποια βίντεο για το πως ήταν η ζωή στο Άπαρτχαϊντ αφηγούμενα από τους ίδιους τους παθόντες μπορείτε να δείτε εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ [τα πρώτα τρία είναι βίντεο που τραβήχτηκαν μέσω δουλειών της CIA (!) και το τελευταίο είναι του BBC]. Και τώρα ας σημειώσω το εξής: κανείς ποτέ δεν πλήρωσε για το ότι υπήρξαν οι νόμοι του Άπαρτχαϊντ. Πέρα δηλαδή από τις εκτελέσεις που πέτυχαν ο Κρις Μαλάνγκου και ο Δημήτρης Τσαφέντας αλλά και κάμποσοι άλλοι πιτσιρικάδες επιτυγχάνοντας περισσότερο ή λιγότερο εντυπωσιακά χτυπήματα στους ανθρώπους-σύμβολα του Άπαρτχαϊντ, τον εν γένει νοτιοαφρικάνικο όχλο καθώς και τα έμμισθά τους ένστολα γουρούνια.

Το 1994, όμως, με την απελευθέρωση του Μαντέλα, το Άπαρτχαϊντ έπρεπε να ‘πέσει’. Στα 1995-1996 ενώ το νέο κράτος της Νότιας Αφρικής στηνόταν, έπρεπε να αποφασιστεί τι θα γίνει με αυτή την αιματηρή κληρονομιά που είχε αφήσει πίσω του το προηγούμενο καθεστώς, στα τελευταία σχεδόν 70  χρόνια (χωρίς να συνυπολογιστεί βέβαια ότι οι μαύροι ήταν σε κατώτερη θεσμικά μοίρα ακόμη και πριν το Άπαρτχαϊντ, κατά την περίοδο που οι Άγγλοι εγκαινίασαν τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην περιοχή εναντίον τόσο των Ζουλού όσο και άλλων ντόπιων).

Κι έγινε, λοιπόν, το εξής: σε αντίθεση με την αντιμετώπιση κάθε γενοκτονίας σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη (π.χ. δικαστήρια και φυλάκιση υπαιτίων, χρηματικές αποζημιώσεις, αντίποινα κτλ) αποφασίστηκε να δημιουργηθεί μια επιτροπή στην χώρα, η επιτροπή αλήθειας και συμφιλίωσης η οποία θα αναλάμβανε να καταγράψει πολλές από τις περιπτώσεις ξεσπάσματος του φυλετικού μίσους εναντίον των μαύρων κατοίκων της χώρας από πλευράς των λευκών (είτε αυτοί ήταν σε θεσμικές θέσεις είτε όχι) και ενώπιον της, δημόσια, οι λευκοί θύτες θα έπρεπε να παραδεχτούν την ευθύνη των εγκλημάτων τους με αντάλλαγμα να αμνηστευθούν, δηλαδή να μην διωχθούν ποινικά. Αν οι θύτες δεν πήγαιναν στην επιτροπή οικειοθελώς και καταγγέλλονταν από τα θύματα τους, τότε μόνον θα ξεκινούσε η ποινική τους δίωξη. Το πλούσιο και ανατριχιαστικό πόρισμα της επιτροπής θα το βρείτε ολόκληρο εδώ.

Ας το ξαναπώ. Η επιτροπή άκουγε περιστατικά που ήταν μονάχα ακρότητες (ακόμη και) εντός του Άπαρτχαϊντ εναντίον μαύρων, μιγάδων, εγχρώμων, Ινδιάνων, αναλόγως της κατηγορίας δέρματος στην οποία κατατάξει τον καθένα. Για παράδειγμα, λίγοι αστυνομικοί είχαν πράγματι παγιδεύσει με εκρηκτικά ένα γουόκμαν και προέτρεψαν έναν μαύρο που είχαν συλλάβει να τα φορέσει. Το γουόκμαν ανατινάσσεται και το κεφάλι του θύματος παρόμοια. Ένα τέτοιο περιστατικό που δεν προέβλεπαν οι νόμοι αλλά κάποιοι παρόλα αυτά είχαν σκεφτεί να το κάνουν, ανήκε στην αρμοδιότητα της επιτροπής. Άλλοι λογοδότησαν για φρικτά βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν μαύρους, βασανιστήρια με πνιγμό, βασανιστήρια με ακρωτηριασμούς κτλ. Συχνά, στις ακροάσεις της επιτροπής, το θύμα – αν ζούσε – ήταν παρόν, για να ξαναδεί το πρόσωπο του θύτη ή να ξαναθυμηθεί το τραύμα.

Δεν χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω τι ψυχικές δυνάμεις απαιτούνται ατομικά για την πραγμάτωση αυτής της διαδικασίας ή συλλογικά, για να αποτελέσει αυτός ο τρόπος έκθεσης της αλήθειας ένα οριστικό τρόπο αντιμετώπισης των μεγάλων αυτών μεγεθών βίας και πόνου που προκάλεσε το Άπαρτχαϊντ στους μαύρους νοτιοαφρικανούς. Από την άλλη, έχουν γραφτεί με τόνους μελανιού χιλιάδες αράδες που εξετάζουν αυτή την διαδικασία στα πλαίσια μιας εθνικής συμφιλίωσης, μιας ιστορικής μνήμης που δικαιωμένη όντας καταλαγιάζει, μιας σειράς τελετουργικών αφηγήσεων εξιλέωσης και απενοχοποίησης κτλ κτλ.

Εγώ ήθελα να αναφερθώ σε μια ιστορία που αναπαράγει η Ζακλίν Ρόουζ (Jacqueline Rose) στο βιβλίο της On Not Being Able To Sleep. Κατά την διάρκεια των εργασιών της επιτροπής, οπότε και συγκεντρώνονταν οι αιτήσεις των θυτών για αμνηστία, η επιτροπή έλαβε και την επιστολή μιας Ινδιάνας. Η επιτροπή είχε διαμηνύσει δημοσίως πως για να ‘ναι κανείς θύτης με βάση τους νομικοτεχνικούς ορισμούς στους οποίους κατέληξε, έπρεπε να έχει προβεί κατά τη διάρκεια του καθεστώτος σε πράξεις ή παραλείψεις που υπονόμευσαν τους διαφορετικού χρώματος συμπολίτες του. Η εν λόγω γυναίκα έστειλε, λοιπόν, μια επιστολή στην οποία εξηγούσε ότι η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της θύτη μιας και δεν είχε προβάλει καμία αντίσταση στο καθεστώς του Άπαρτχαϊντ, αλλά το άφησε με τις ατομικές δυνάμεις να συνεχίζει να υπάρχει, συνεπώς παρέλειψε να αποτρέψει τις συνέπειες του για τα θύματα. Η επιτροπή, προφανώς, δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με αυτή την επιστολή. Αλλά αξίζει να κρατήσουμε τον προβληματισμό γύρω από την (ατομική) ευθύνη που έθεσε αυτή η επιστολή. Είναι βέβαιο ότι μια νομική επιτροπή, η οποία έχει θεσμιστεί ακριβώς για τον λόγο αυτό, ώστε να περιορίσει τόσο τα εγκλήματα με βασικό στόχο στο τέλος του Άπαρτχαϊντ να μην προβεί σε εκτεταμένα αντίποινα η πληθυσμιακή μερίδα των θυμάτων εις βάρος των θυτών, δεν μπορεί να λάβει υπόψη μια επιστολή που ξαναγυρίζει το θέμα της ευθύνης σε πράξεις ή παραλείψεις πράξεων του κάθε ενός ατόμου. Οι επιτροπές, συνήθως, αυτές, οι οποίες λειτουργούν και σαν θεμελιώδεις θεσμοί μετάβασης από ένα αυταρχικό καθεστώς σε ένα δημοκρατικό, τείνουν συνήθως να περιορίζουν τους θύτες σε κάποια βασικά πρόσωπα, κάποια πρόσωπα που π.χ. έδιναν τις εντολές για να εφαρμοστούν εξοντωτικές πολιτικές ή κάποια πρόσωπα που σκότωναν με τα ίδια τους τα χέρια – βλέπε την δίκη της Νυρεμβέργης αλλά και όσες δίκες ακολούθησαν το Ολοκαύτωμα. Όμως, η επιστολή αυτή – μολονότι μάλιστα γραμμένη από άτομο που δεν απολάμβανε πλήρη δικαιώματα και ίση μεταχείριση επί Άπαρτχαϊντ – μας βάζει στα μούτρα το ουσιώδες ζήτημα της ατομικής ευθύνης σε ηθικό και ιστορικό επίπεδο. Οι νομικές διαδικασίες, όμως, μόνο επιφανειακά ασχολούνται, αν ασχολούνται καν, με τέτοια ζητήματα. Η επιστολή αυτή, πιστεύω, δοκίμασε και ξεπέρασε τα όρια αλλά και ξεμπρόστιασε τις ελλείψεις της επιλεγμένης για την Νότια Αφρική διαδικασία αντιμετώπισης του παρελθόντος. Γιατί, βέβαια, μια γενοκτονία ή και ένα καθεστώς μαζικών διακρίσεων και βασανιστηρίων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς από μια νομική λύση ή απάντηση. Ερώτημα ανοικτό μένει αν υπάρχει καν απάντηση σε μια γενοκτονία. Πρέπει συνεπώς κανείς νομίζω να ξεκινά με την αδυνατότητα μιας πλήρους απάντησης και λύσης. Το άλλο που κάνει αυτή η επιστολή, το υπενθυμίζει δηλαδή, είναι ότι η ατομική ευθύνη έναντι τέτοιων γεγονότων πρέπει να παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα, ειδικά στις κοινότητες των θυτών και των απογόνων τους.

Είναι, όπως το ‘χουν πει οι Café Morgenland, το διαρκές τους ερώτημα απέναντι σε άτομα ή ομάδες με τις οποίες πρόκειται να εκτιμήσουν: πως θα συμπεριφέρονταν αυτές οι ομάδες ή αυτά τα άτομα ενόψει του Άουσβιτς ή παρόμοιων γεγονότων στο μέλλον; Αυτό το ερώτημα είναι το απόλυτο και καθοριστικό κριτήριο που διαμορφώνει την εκτίμηση τους.

ΙΙI. Το Βλέμμα.

Πριν δέκα και πλέον χρόνια είχαμε βγάλει με το αυτοδιαχειριζόμενο αντι-ιεραρχικό στέκι στην Ιατρική, στην Θεσσαλονίκη μια αφίσα που είχε σαν κεντρική φιγούρα ένα έργο της Barbara Kruger, το κείμενο της αφίσας είχε να κάνει με την καταπίεση που βιώνουν τα έμφυλα σώματα σε μια πατριαρχική κοινωνία και το κεντρικό σύνθημα – προκλητικό όσο ποτέ για τα γούστα του τότε (και του τώρα μάλλον) αναρχικού χώρου – έλεγε: Κάτω τα βλέμματα από τα σώματα μας. Η αφίσα, κλασικά, κατηγορήθηκε ως χριστιανικής εμπνεύσεως και έδωσε άλλη μια ευκαιρία στους αντι-φεμινιστές της πόλης να προβούν στην αγαπημένη τους συσχέτιση μεταξύ χριστιανών και φεμινιστριών. Την θυμήθηκα αυτή την αφίσα γιατί, είτε άρεσε είτε δεν άρεσε, ήταν μια αφίσα, ίσως η μοναδική ever κιόλας, που πολιτικοποιούσε το βλέμμα, μια αρκετά ανεπαίσθητη μορφή εξουσίας πάνω στα σώματα εκ μέρους των πατριαρχικών ανδρών αλλά και ένα κλασικό – στο εξωτερικό – θέμα του αντιπατριαρχικού αλλά και του αντιρατσιστικού αγώνα. Σε πλαίσιο αντιρατσιστικό, ο χώρος της οργανωμένης αυτονομίας, νομίζω, είχε διαδώσει την ίδια περίπου εποχή με την αφίσα μας το σύνθημα «ρατσισμός είναι τα βλέμματα στο λεωφορείο», ένα σύνθημα που αντανακλούσε αρκετά εύστοχα ένα οικείο συναίσθημα των μεταναστών της ελλάδας που βίωναν ένα δικό τους μίνι άπαρτχαϊντ στον κλασικό τόπο συνάντησης τους με τους έλληνες: τα λεωφορεία του βούρκου. Στοιβαγμένοι οι περισσότεροι στο πίσω μέρος των λεωφορείων, αν και κανείς νόμος δεν το επίτασσε, αντιλαμβάνονταν πρώτα τα βλέμματα και μετά ίσως τα σχόλια των ελλήνων ρατσιστών συνεπιβατών τους. Πριν δυόμιση χρόνια περίπου, σε μια εκδήλωση που διοργάνωσε το «υστερόγραφο στην ελληνοσερβική φιλία» τον Μάη του ’11, οπότε και το πογκρόμ εναντίον μουσουλμάνων κυρίως και αφρικανών μεταναστών λάμβανε χώρα στην Αθήνα, η περφόρμανς με τίτλο Love & Rage έθιγε μεταξύ άλλων το προνόμιο της λευκότητας εκείνες τις μέρες στην Αθήνα: “Νιώθω το προνόμιο της λευκότητάς μου να με προστατεύει. Όταν διασχίζω τους δρόμους του κέντρου δεν κινδυνεύω. Εξοργίζομαι με την κοινωνική ανοχή της βίας απέναντι σε αυτούς που δεν έχουν τα ίδια προνόμια. Ασφυκτιώ με τη συνθηκολόγηση που με κρατάει σωματικά ακέραιη και στέκομαι αμήχανη απέναντι στη συλλογική αδυναμία.”

Δεν πρόκειται παρά για θραύσματα πολιτικοποίησης του βλέμματος του πλειοψηφικού απέναντι στον/στην Άλλον/η. Οι άνθρωποι που έβγαλαν αυτά τα συνθήματα, ξεστόμισαν αυτές τις ατάκες, έβγαλαν αυτές τις αφίσες κινήθηκαν με βάση το σίγουρο εμπειρικό κριτήριο, αναδιατύπωσαν κομμάτια του αληθινού που βίωναν στις καθημερινότητες τους. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική πολιτική κράτους και όχλου τα τελευταία χρόνια – και με αποκορύφωμα το πογκρόμ του 2011 – δεν έχουν απαντηθεί σε καμία περίπτωση στον βαθμό που τους αναλογεί, με βάση την συχνή και θεσμοποιημένη πια χρήση του ρατσιστικού βλέμματος. Τα «όλοι οι μαύροι έξω!» που έχουν καταγγείλει μετανάστες ότι έχουν ακουστεί από μπάτσους κατά τις επιχειρήσεις του «Ξένιου Δία» όλο και συχνότερα πλέον, όταν οι τελευταίοι μπουκάρουν σε λεωφορεία ή τρένα για να ελέγξουν μετανάστες, δείχνει αν μη τι άλλο μια νομιμοποιημένη μετακίνηση του κρατικού ενδιαφέροντος προς τη διαφορά χρώματος του δέρματος. Ωστόσο, η λευκότητα απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει προβληματοποιηθεί καθόλου και το προνόμιο της δεν έχει συζητηθεί σοβαρά από την ελληνική αριστερά και τα αντι-ρατσιστικά της σχήματα, μιας και – φαντάζομαι – η κατανόηση και η αντιμετώπιση του ρατσισμού δεν κολλάει με το τοπίο της κρίσης και τα πρωτεύοντα «θύματα» που θέλει να αναδείξει αυτή η αριστερά: δηλαδή, τους έλληνες. Από την άλλη, απολύτως λογική είναι αυτή η συνθήκη μιας και η ελληνική αριστερά δεν γνωρίζει και τον χριστό της από αποικιοκρατία, αντισημιτισμό, ευγονική και διάφορα άλλα που υποτίθεται δεν αφορού(σα)ν την ελλάδα. Κάνω αυτή τη συσχέτιση γιατί και σε άλλες χώρες η δημόσια συζήτηση περί «λευκότητας», μολονότι εκπορευόταν ξεκάθαρα από τον αντι-ρατσιστικό αγώνα, αφενός ξεκίνησε με τα γνωστότερα γραπτά του αντι-αποικιοκρατικού κινήματος (π.χ. του Φανόν), αφετέρου ήταν μια συζήτηση που είχε σαν αφετηριακό της τόπο τη ναζιστική λογική, την ευγονική αλλά και, βέβαια, τον αντισημιτισμό. Ο τελευταίος βάσει των φυλετικών θεωριών επίτασσε πως οι Εβραίοι διακρίνονταν και περιορίζονταν σε ένα ορισμένο ανθρωπολογικό μοντέλο, π.χ. από την ιδιαίτερη μύτη τους ή τα αυτιά τους κτλ. Υπήρξε, δηλαδή, μια εποχή στην Ευρώπη όπου η συνάντηση με έναν Εβραίο περιλάμβανε ένα οπτικό σκανάρισμα για να επιβεβαιωθούν αυτές οι ρατσιστικές θεωρίες. Μάλιστα, στους βορειοευρωπαίους Εβραίους ήταν που άνθισε και η αισθητική χειρουργική, αρκετά νωρίς, τον 19ο αιώνα, για να αποφευχθεί αυτή η ταύτιση. Ωστόσο, αν ακολουθούσε κανείς την λογική της ευγονικής ή της «άριας φυλής» και με το δεδομένα πως αφενός οι θεωρίες αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφετέρου οι Εβραίοι, ιδιαίτερα οι Ασκεναζίμ, ήταν αρκετά λευκοί για να «ξεχωρίζουν», γρήγορα θα καταλάβαινε πως το «αντισημιτικό βλέμμα» δεν ήταν αρκετό. Η υιοθέτηση του βλέμματος συνοδεύεται από την υιοθέτηση του νοήματος, δηλαδή της εξόντωσης εν προκειμένω, σε ό,τι έχει να κάνει με τους Εβραίους.

Το ότι στην ελλάδα, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια το ρατσιστικό βλέμμα επαν-εκπαιδεύεται ταχέως, όπως και το νόημα της κατωτερότητας των Άλλων (μουσουλμάνων, αφρικανών κ.ο.κ.) είναι ένα από τα συμπτώματα μόνον της τάσης αυτήςη της κοινωνίας για μια απόλαυση της ομογενοποιημένης ελλάδας της, έξω από την σημασία της οποίας χαράσσονται οι συνοριακές γραμμές των εντός των τειχών Άλλων. Παρόμοια κινούνται, βέβαια, κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με αποικιοκρατικό παρελθόν ή χωρίς. Το είδαμε και πρόσφατα, πριν δυο-τρία χρόνια, όταν ο Νικολά Σαρκοζί έψαχνε την «γαλλικότητα» κι ο Γκόρντον Μπράουν «την βρετανικότητα», απόπειρες που δεν αντανακλούσαν τίποτε άλλο παρά μια αυξανόμενη αγωνιώδη ανάγκη ακριβώς για μια εκ νέου χάραξη εσωτερικών συνόρων. Κι αυτό γιατί συχνά οι γκρίζες ζώνες των εθνικών οντοτήτων αυξάνονται απειλητικά για δαύτους: είτε συμπεριλαμβάνουν μετανάστες πολλών γενεών είτε υποκείμενα που δεν χωράνε στο λευκό πρότυπο είτε μερικές φορές και γυναίκες οι οποίες, σύμφωνα με την Μπραϊντότι, καθώς προορίζονται συμβολικά να αναπαριστούν την εθνική καταγωγή, σε περιόδους κρίσης δεν είναι καθολικά προσπελάσιμες από το έθνος.

Το πρόσφατο κυνήγι των οροθετικών γυναικών (Απρίλιος 2012) και των Ρομά (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2013) στην ελλάδα, αλλά και η αδιαλλαξία σχετικά με την απόδοση ιθαγένειας στους ‘δεύτερης γενιάς’ μετανάστες (καθ’ όλη την διάρκεια του 2013) και η στάση απέναντι στο σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια (Νοέμβριος 2013), όχι μόνο δείχνουν πως η ελλάδα δεν στερείται τέτοιων γκρίζων ζωνών της εθνικής της συνοχής αλλά και ότι όλες αυτές παραμένουν αναξιοποίητες από το … κυρίως αντιρατσιστικό/αντισεξιστικό κίνημα, που για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι πρώτα είναι ‘ελληνικό’ και μετά όλα τα άλλα (δηλαδή δεν είναι ‘αντιρατσιστικό’/‘αντισεξιστικό’, το πιάσατε;). Να μην σχολιάσω, δε, τον δήθεν οδυρμό για τον θάνατο του Μαντέλα και την ψεύτικη ηρωοποίηση του αντι-άπαρτχαϊντ κινήματος για τα δελτία των 8 μιας και η καλύτερη απάντηση σε όλους αυτούς είναι το «κοιτάξτε τα μούτρα σας». Η Μπραϊντότι (Rosi Braidotti) τώρα πάλι, που μάλλον αυτή δεν ξέρει, γιατί δεν απολαμβάνει της τιμής του να ‘ναι ελληνικής καταγωγής, λέει πως ένα αντι-φάρμακο στην αξιοποίηση της λευκότητας με όρους προνομίων και εθνικής συνοχής είναι να προτάξουμε μπροστά μια άλλη αφήγηση που περήφανα θα αγκαλιάζει την ιστορική μνήμη των Άλλων και, παράλληλα, να αναδείξουμε – στο δικό μας συγκείμενο – πως η ιστορία αυτής της χώρας που ονομάζεται ελλάδα έχει συγκροτηθεί με το σταυρό και το σπαθί, με όρους εξουσίας και κυριαρχίας δηλαδή και πως αυτή η διαδικασία έχει αφήσει πίσω της ουκ ολίγα θύματα. Αυτά. Για να θυμηθούμε ξανά τις ελάχιστες καλές στιγμές προβληματοποίησης της ‘λευκότητας’ και να συνειδητοποιήσουμε ότι ο ελληνικός ρατσισμός επελαύνει αντί να βρίσκει εμπόδια, μοιράζει σφαλιάρες αντί να δέχεται.

ΙV. Η σύγκριση και η σχετικοποίηση του ‘Άπαρτχαϊντ’.

sa1

Μια που μίλησα για ελληνική (και δυτική) αριστερά θα ήταν άσχημο να μην βάλουμε στο τραπέζι άλλον έναν προσφιλή τρόπο που η τελευταία ασχολείται με το Άπαρτχαϊντ. Μιλάω για την σχετικοποίηση του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος μέσω των στρατηγικών του συγκρίσεων με το Ισραήλ και την υποτιθέμενη ρατσιστική του πολιτική έναντι των Παλαιστινίων. ‘Άπαρτχαϊντ’ στη γλώσσα των Afrikaners σημαίνει ‘διαχωρισμός’ κι αυτό έχει να κάνει με τους προαναφερθέντες νομικά κατοχυρωμένους διαχωρισμούς στην καθημερινή ζωή των λευκών και όλων των υπολοίπων κατοίκων του κράτους της Νότιας Αφρικής. Η λέξη, βέβαια, σαν μεταφορά και σαν παρομοίωση έχει ταξιδέψει και εφαρμοστεί σε εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις που της ταίριαζαν – η πιο προφανής μεταφορά γινόταν βέβαια με την αντίστοιχη αμερικάνικη νομοθεσία, τους νόμους του Jim Crow οι οποίοι περιλάμβαναν αντίστοιχα μέτρα διακρίσεων μεταξύ μαύρων και λευκών στην καθημερινή ζωή των πολιτών σε κάποιες πολιτείες των Η.Π.Α. (π.χ. σε μέσα μαζικής μεταφοράς ή στις υπηρεσίες κτλ). Όμως, για κάποιο λόγο (αντισημιτισμό, τον λένε), η αγαπημένη μεταφορά γύρω από το Άπαρτχαϊντ για την ελληνική (και δυτική) αριστερά στοχεύει στο Ισραήλ.

Φυσικά το Ισραήλ είναι ο δαίμονας και ό,τι χειρότερο υπήρξε στην ανθρώπινη ιστορία, ακόμη κι ο ίδιος ο ναζισμός, προβάλλεται πάνω στους Εβραίους και το εβραϊκό κράτος. Το ότι η ίδια η λογική και η ιστορική πραγματικότητα δεν αντέχουν αυτή τη σύγκριση δεν προβληματίζει βέβαια κανέναν. Γιατί όπως έχουμε μάθει καλά πια από τον Σαρτρ, ο αντισημιτισμός δεν είναι ζήτημα γνώσης, δεν είναι ιδέα ή αντίληψη, αλλά ένα πάθος.

Έτσι, το γεγονός ότι στο Ισραήλ δεν υπάρχουν ξεχωριστά παγκάκια, ξεχωριστές θέσεις στα μέσα μεταφοράς, ξεχωριστές παραλίες, ξεχωριστά νοσοκομεία, σχολεία και εστιατόρια, απαγόρευση κριτικής στο κράτος, απαγόρευση στράτευσης, ξεχωριστές περιοχές των πόλεων και γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας στα οποία οφείλει να κινείται κανείς βάσει χρώματος δέρματος, διαβατήρια μόνον με βάση τα οποία μπορεί να κινείται ένα μέρος του πληθυσμού σε περιοχές ‘του’ υπόλοιπου πληθυσμού κ.ο.κ., δεν λέει τίποτα σε όσους κινητοποιούν την σχετική σύγκριση Νότιας Αφρικής και Ισραήλ. Το γεγονός ότι το 20% του πληθυσμού του Ισραήλ ως μη-Εβραίοι Ισραηλινοί έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στο Ισραήλ, ένας σύμβουλος του Αραφάτ ήταν βουλευτής της ισραηλινής βουλής και πλήρη πολιτικά δικαιώματα υπάρχουν για τους Ισραηλινούς Άραβες επίσης δεν τους λέει τίποτα. ΜΤο γεγονός ακόμη ότι οι Παλαιστίνιοι μπορούν να νοσηλευτούν σε ισραηλινά νοσοκομεία – ακόμη κι αν πρόκειται για την εγγονή του Χανίγιε, ηγέτη της Χαμάς, επίσης δεν λέει σε κανέναν τίποτε.

Ακόμα και στην περίπτωση του ισραηλινού αυτοκινητόδρομου 443 που το 2002 ήταν κλειστός για παλαιστινιακά αυτοκίνητα για λόγους ασφαλείας, καθώς κατά μήκος του δρόμου είχαν σημειωθεί πολλές ένοπλες επιθέσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ αποφάσισε, μετά από αίτηση Παλαιστινίων χωρικών που διέμεναν κατά μήκος του δρόμου, ότι αυτό έθιγε τα δικαιώματα τους και συνεπώς η απαγόρευση άρθηκε δικαστικά.

Αλλά η σύγκριση του Ισραήλ ή του σιωνισμού με το Άπαρτχαϊντ έχει κάποιους στρατηγικούς στόχους. Ο ένας είναι η ταύτιση των Εβραίων, μέσω του σιωνισμού, με τον ρατσισμό ώστε οι Εβραίοι όπου κι αν βρίσκονται να τους φέρεται κανείς (ο αντισιωνιστης ο λεγόμενος) με καχυποψία, ως ρατσιστές. Το γεγονός ότι αυτή η σύγκριση εις βάρος του Ισραήλ δεν είναι αμελητέα και ούτε μία από τις πολλές στη σειρά φαίνεται από το ότι όσοι επιχειρούν την σύγκριση, έπειτα προβαίνουν στην πρακτική πρόταση του μποϊκοτάζ. Όπως μποϊκοταρίστηκε το Άπαρτχαϊντ της Νότιας Αφρικής, έτσι προτείνεται και το μποϊκοτάρισμα του Ισραήλ, μια λύση όμως που εις βάρος των εβραϊκών προϊόντων είχαν πρωτο-εφαρμόσει οι ίδιοι οι ναζί στην γερμανία.

Εν ολίγοις, η αριστερά θυμάται όπως θέλει να θυμάται, για τους δικούς της συνήθεις σκοπούς. Ο θάνατος του Μαντέλα υποτίθεται θύμισε τον αντι-ρατσιστικό αγώνα και τη βία του Άπαρτχαϊντ. Όμως, τόσο στον τρόπο που εργαλειοποιείται το Άπαρτχαϊντ, μέσω στρατηγικών συγκρίσεων του με το Ισραήλ και τον σιωνισμό όσο και στον βαθμό που η γνώση για το καθεστώς της νότιας αφρικής δεν θίγει ελληνικές και δυτικές ευθύνες, δεν παραμένει παρά μια στείρα γνώση, αφομοιωμένη για σκοπούς τελείως άσχετους με την ουσία της, καθόλου αιχμηρούς και μη-ικανούς βέβαια να επηρεάσουν τόσο τον συνεχιζόμενο ρατσισμό και αντισημιτισμό εδώ όσο και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Έτσι, θα κλείσω με ένα και μόνο ερώτημα: αν, θεωρητικά, ο Μαντέλα διέμενε στην ελλάδα, πόσο καιρό άραγε θα επιβίωνε; Πόσες πιθανότητες θα είχε να φτάσει τα 95 χρόνια του; Κατά την γνώμη μας ελάχιστες… Είτε λόγω ‘ξένιου δία’, είτε λόγω κάποιας επιτροπής εξαρχείων, είτε λόγω κάποιου χωρικού που θα προάσπιζε με καραμπίνα το καρπούζι του στο χωράφι του, είτε ίσως και λόγω ενός παρασυρμένου προλετ-άριου χρυσαυγίτη, είτε βέβαια και λόγω κάποιου γείτονα που δεν τους πάει αυτούς, τους «αράπηδες».

Stepanyan TSP, 08 – 12 – 2013

Δημοσιεύθηκε στην new stuff και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *