Τι σχέση έχετε κύριε Κασιδολιάκο με τις αντιλήψεις της χούντας, του μεταξά, του χίτλερ; Μα, τι σχέση να χω κύριε Ευαγγελατονικολάου μου; Δεν είχα καν γεννηθεί εκείνη την εποχή!
Η παραπάνω εξυπνάδα έχει μπει στην υπηρεσία του δημόσιου λόγου του φασισμού εκ μέρους των χρυσαυγιτών από την προεκλογική περίοδο των διπλών εκλογών του 2012. Οι συνομιλητές τους, μάλιστα, βρίσκουν ισχυρό επιχείρημα στην ιστορική γραμμή “μα, δεν είχα γεννηθεί τότε” και συνήθως σταματούν την … “πίεση” στη συνέντευξη του εκάστοτε φασίστα. Το ότι κανείς δεν είχε γεννηθεί “τότε” άλλωστε, είναι ατράνταχτο επιχείρημα στην εποχή των βιολογικών αποδείξεων. Αν θες, στην τελική, μπορεί κανείς να προσκομίσει και ληξιαρχική πράξη γέννησης. Σε παραπλήσια βερζιόν υπάρχει επίσης και το “Τι σχέση να ‘χω εγώ με τον χίτλερ; εγώ είμαι έλληνας” για του οποίου την απόδειξη μπορεί μάλιστα να προσκομιστεί και η περίφημη μπλε ταυτότητα. Σε πρώτο επίπεδο, οι παραπάνω σοφίες μας λένε δύο-τρία βασικά πράγματα για την ανάγνωση της ιστορίας υπό πολιτικό πρίσμα.
Πρώτον, για να έχει κανείς π.χ. άποψη για το ναζισμό, πρέπει να τον έχει ζήσει. Δηλαδή, επί του θέματος των αντιλήψεων της χούντας, του μεταξά ή του χίτλερ, μπορεί κανείς να σχηματίσει άποψη μόνον ύστερα από ιδία (βιωματική, προσωπική) πείρα, σα να μην έχουν γραφτεί βιβλία ιστορίας από τότε και να μην έχουν διασωθεί ιστορικά τεκμήρια. Οι ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο έχασαν, είναι γνωστό, οπότε η ναζιστική γραμμή πρέπει να τηρηθεί με κάποιο τρόπο που δεν έχει να κάνει με τα βιβλία των “νικητών” της ιστορίας. Αντί της γραπτής και τεκμηριωμένης ιστορίας, πρέπει να καταφύγουν σε άλλα είδη ιστορίας. Το παιχνίδι έχει ξαναπαιχτεί, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ για το 1821. Τότε πάλι δεν υπήρχαν ιστορικές πηγές, ιστορικοί, αρχεία, διασταύρωση στοιχείων κι όλα αυτά, αλλά μονάχα τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, του Παπαφλέσσα και κάθε εθνικιού, σφαγέα που ήξερε γραφή κι ανάγνωση κι άρα μπορούσε να ωραιοποιήσει τις ηλίθιες απόψεις και πράξεις του. Επειδή, δε, συνήθως οι δημοσιογράφοι είναι αμόρφωτοι μαλάκες που δεν έχουν διαβάσει ιστορία – πέραν του ότι πολλοί είναι εθνίκια ή φασίστες οι ίδιοι – δεν ξέρουν να πουν και τίποτα παραπάνω πέρα από τα ονόματα ‘χούντα’, ‘χίτλερ’, ‘μεταξάς’. Αυτό και μόνο μεταφέρει εύκολα τον νεοναζί και τη συζήτηση στο προνομιακό πεδίο της ‘βιωματικής’ γνώσης και εμπειρίας, αχρηστεύοντας ένα βασικό στοιχείο που θα άξιζε να διασωθεί από το πεδίο γνώσης της ιστορίας: την τεκμηρίωση.
Δεύτερον, ο νεοναζί συνομιλητής στη δημοσιογραφική ερώτηση τι γνώμη έχει για τη χούντα, απαντά με μια απόκριση που προέρχεται από το εδώλιο του δικαστηρίου (είναι σα να ρωτά κανείς τον Λαδά στο δικαστήριο π.χ. τι σχέση είχε με τη χούντα) όπου ουσιαστικά ο αποκρινόμενος λέει ότι εγώ δεν έκανα τα βασανιστήρια της χούντας γιατί πολύ απλά δεν είχα γεννηθεί τότε. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντά ότι “δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του τον παπαδόπουλο”. Κι αυτό θα έπιανε. Ο δημοσιογράφος, συνήθως ικανοποιημένος από το ότι ο νεοναζί συνομιλητής δεν ήταν ο ίδιος, πράγματι, που κρατούσε το μαστίγιο των βασανιστηρίων στους χώρους της ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλάζει θέμα. Εδώ έχουμε την αχρήστευση του δεύτερου ίσως βασικού στοιχείου που θα άξιζε να διασωθεί από το πεδίο γνώσης της ιστορίας και είναι αυτό που βάζει πολύ κοντά δίπλα-δίπλα τις έννοιες της ιστορικής καταγραφής και της δικαιοσύνης, δηλαδή το στοιχείο της ευθύνης. Γιατί η ευθύνη στις μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού και της προόδου του, όπως ενσαρκώθηκε από ναζί και φασίστες, δεν είναι μονάχα ιστορική αλλά και νομική. Αλλά οι απόψεις, είπαμε, δεν δικάζονται στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εγώ έχω άποψη, ας πούμε, ότι μια μειονότητα της χώρας πρέπει να εξαφανιστεί. Τι; Άποψη είναι κι αυτή. Θα μου απαγορεύσει κανείς να την έχω; Τσ, τσ, τς … φασισμός.
Το τρίτο που αχρηστεύεται και θα άξιζε κανείς να διασώσει όχι πια μόνο από μια επιστήμη της ιστορίας αλλά κι από τη συλλογική αντιφασιστική μνήμη την ίδια, είναι η θύμηση των θυμάτων, να φέρεις δηλαδή την ιστορία αυτών που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν στο σήμερα, καθώς οι ίδιοι δεν μπορούν να το κάνουν αλλά σίγουρα (θα) το ήθελαν. Οι αντιφασίστες μέσα στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου γράφανε στους τοίχους: “Μην ξεχνάτε. Μισείστε”. Επειδή τώρα όμως ζούμε σε μια πολύ αρμονική κι ωραία κοινωνία, δεν υπάρχει και πολύς χώρος για μίση τέτοιου είδους είτε στα ακαδημαϊκά ελληνικά τμήματα ιστορίας, είτε στα δημοσιογραφικά επιτελεία (προφανώς ούτε και στα αριστερά στέκια που είναι πρώτα πατριωτικά και μετά οτιδήποτε άλλο).
Κρατάνε, όμως, κι οι νεοναζί κάποια στοιχεία της ιστορίας (π.χ. την ηρωοποίηση σφαγέων τύπου κολοκοτρώνη και καθαρμάτων τύπου κοσμά αιτωλού), της ιστορίας βέβαια ως αυτού που είναι: ένα κυρίως κρατικά οργανωμένο πεδίο εθνικής γνώσης και μια συντηρητική επιστήμη καθεαυτή.
Για να μην αδικήσουμε, όμως, τους δημοσιογράφους, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε τηλεοπτικές εκπομπές έχουν δείξει πολλά εξώφυλλα του περιοδικού της χρυσής αυγής προσπαθώντας να αποδείξουν πως οι νεοναζί είναι … νεοναζί, προσπαθώντας να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αυτό δεν το είχε καταλάβει κανείς από το μισό εκατομμύριο που τους ψήφισε, το 22% που τους συμπαθεί, το σύνολο των δικαστών του αρείου πάγου που ενέκρινε τη συμμετοχή τους στις εκλογές, τους 25,000 μπάτσους που τους ψήφισαν επίσης, αυτούς που κάθονται σήμερα μαζί τους στης βουλής τα έδρανα κτλ. Άλλωστε, τι; Είχαν γεννηθεί “τότε” όλοι αυτοι; Άρα ούτε τεκμηρίωση χρειάζεται να κάνει κανείς, ούτε ευθύνες να αποδώσει ούτε μίσος για τα θύματα του φασισμού να μοιράζεται.
Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Εξάλλου, όλοι αυτοί, οι 7%, οι 22% και πάει λέγοντας… γιοι, κόρες κι εγγόνια των τότε μπάτσων είναι, γιοι, κόρες και εγγόνια των τότε φασιστών, των τότε δικαστών, των τότε δημοσιογράφων κτλ. Κι όχι απαραίτητα βιολογικά, αλλά ιστορικά. Το θέμα είναι πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν μνήμη, για αυτό και συγκροτούνται τόσο ‘φυσικά’ οι συμμαχίες τους. Έχουν ιστορική συνείδηση. Γνωρίζουν τι θέλουν, γνωρίζουν πως να απολαμβάνουν αυτό που θέλουν και γνωρίζουν, βέβαια, ποιο είναι και το κοινωνικό-ιστορικό τους συμφέρον. Για όποιον/α δεν κατάλαβε, ο φασισμός με τα όλα του, είναι συντεταγμένος και, εδώ και έξι μήνες, αχρηστεύει τα όπλα της κριτικής (ιστορίας). Και, παράλληλα, ακονίζει αυτά που τραυματίζουν μετανάστες.
Για να μην το κουράζουμε, ένα συμπέρασμα βγαίνει για το τι μας μένει να κάνουμε όσοι/ες αναγνωρίζουμε εαυτές/ους εκτός της συμμαχίας των φασιστών και του εθνικού τους βόθρου. Αφενός, να τροφοδοτήσουμε με την τεκμηρίωση, το ζήτημα της ευθύνης, το μίσος της συλλογικής αντιφασιστικής μνήμης και το σπάσιμο των εθνικών μύθων τις δικές μας δομές, μέσα από εγχειρήματα αυτομόρφωσης, μιας και όλα αυτά δύσκολα θα τα μάθει κανείς στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. Η αυτομόρφωση, όμως, αυτή – τελείωσαν τα αστεία – δεν είναι (και ποτέ δεν θα έπρεπε να ήταν/είναι) στην υπηρεσία μιας αντικειμενικής ιστορικής γνώσης ή των πολύπλευρων και υποτιθέμενα ισάξιων μορφών της αλήθειας – τουλάχιστον εάν αντιλαμβανόμαστε εαυτούς/ές μακριά από ΜΚΟ, αριστερή διανόηση, ευαίσθητες κοινωνίες των πολιτών κτλ. Η αυτομόρφωση τίθεται στην υπηρεσία του αντιφασισμού με την έννοια ότι η συλλογική μνήμη μπορεί να μεταφερθεί μόνο σε αυτούς που αισθάνονται υπεύθυνοι για αυτή τη συλλογική μνήμη και άρα εν δυνάμει φορείς ενός νέου συλλογικού αντιφασισμού που θα παράξει τη δικιά του, ολόδικια του, υποκειμενική, προκατειλλημένη μνήμη και λόγο. Εκφράσεις όπως “ελληνική κοινωνία”, “λαός” θα ‘πρεπε (εδώ και καιρό) να πάνε στα σκουπίδια μιας και αυτά τα υποκείμενα τη μόνη ευθύνη που μπορούν να νιώσουν (και αν πάλι) είναι αυτή της εθνικής ιστορίας τους. Και η ιστορία του αντιφασισμού ακόμη και σε αυτό το γαμημένο γεωγραφικό χώρο δεν έχει να κάνει με εθνική ιστορία (όσο κι αν οι ‘Γλέζοι’ χτυπιούνται). Τέλος, όσον αφορά στη συμμαχία των φασιστών, δεν αποτελεί παρά έναν στρατό με στόχευση, συνεργασίες και πλέριο υποκειμενισμό. Δεν θα τους πείσει κανείς να μην φτιάξουν το νέο Άουσβιτς. Εκεί πια, όταν δηλαδή θα ‘ναι πολύ αργά, θα ζούμε την ιστορική φάση που θα ‘ναι προτιμότερη η κριτική των όπλων. Μέχρι να έρθει εκείνη η φάση, να οπλιστούμε με μίσος και με μνήμη. Ποιοι; Αυτοί που βλέπουμε ότι κανείς δεν γίνεται φασίστας λόγω των … μεταναστών, της ανεργίας και της κρίσης αλλά μάλλον λόγω του λαού του, της πατρίδας του και της γαλανόλευκης κουράδας που αποκαλεί σημαία του. Αυτοί, βασικά, που έχουμε συμφέρον, ιστορική μνήμη και ηθικό καθήκον απέναντι στο φασισμό. Φασίστες και εθνίκια είχαν και έχουν και πολλούς εχθρούς, θυμάστε;
Stepanyan TSP, 28/10/2012
Τι σχέση έχετε κύριε Κασιδολιάκο με τις αντιλήψεις της χούντας, του μεταξά, του χίτλερ; Μα, τι σχέση να χω κύριε Ευαγγελατονικολάου μου; Δεν είχα καν γεννηθεί εκείνη την εποχή!
Η παραπάνω εξυπνάδα έχει μπει στην υπηρεσία του δημόσιου λόγου του φασισμού εκ μέρους των χρυσαυγιτών από την προεκλογική περίοδο των διπλών εκλογών του 2012. Οι συνομιλητές τους, μάλιστα, βρίσκουν ισχυρό επιχείρημα στην ιστορική γραμμή “μα, δεν είχα γεννηθεί τότε” και συνήθως σταματούν την … “πίεση” στη συνέντευξη του εκάστοτε φασίστα. Το ότι κανείς δεν είχε γεννηθεί “τότε” άλλωστε, είναι ατράνταχτο επιχείρημα στην εποχή των βιολογικών αποδείξεων. Αν θες, στην τελική, μπορεί κανείς να προσκομίσει και ληξιαρχική πράξη γέννησης. Σε παραπλήσια βερζιόν υπάρχει επίσης και το “Τι σχέση να ‘χω εγώ με τον χίτλερ; εγώ είμαι έλληνας” για του οποίου την απόδειξη μπορεί μάλιστα να προσκομιστεί και η περίφημη μπλε ταυτότητα. Σε πρώτο επίπεδο, οι παραπάνω σοφίες μας λένε δύο-τρία βασικά πράγματα για την ανάγνωση της ιστορίας υπό πολιτικό πρίσμα.
Πρώτον, για να έχει κανείς π.χ. άποψη για το ναζισμό, πρέπει να τον έχει ζήσει. Δηλαδή, επί του θέματος των αντιλήψεων της χούντας, του μεταξά ή του χίτλερ, μπορεί κανείς να σχηματίσει άποψη μόνον ύστερα από ιδία (βιωματική, προσωπική) πείρα, σα να μην έχουν γραφτεί βιβλία ιστορίας από τότε και να μην έχουν διασωθεί ιστορικά τεκμήρια. Οι ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο έχασαν, είναι γνωστό, οπότε η ναζιστική γραμμή πρέπει να τηρηθεί με κάποιο τρόπο που δεν έχει να κάνει με τα βιβλία των “νικητών” της ιστορίας. Αντί της γραπτής και τεκμηριωμένης ιστορίας, πρέπει να καταφύγουν σε άλλα είδη ιστορίας. Το παιχνίδι έχει ξαναπαιχτεί, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ για το 1821. Τότε πάλι δεν υπήρχαν ιστορικές πηγές, ιστορικοί, αρχεία, διασταύρωση στοιχείων κι όλα αυτά, αλλά μονάχα τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, του Παπαφλέσσα και κάθε εθνικιού, σφαγέα που ήξερε γραφή κι ανάγνωση κι άρα μπορούσε να ωραιοποιήσει τις ηλίθιες απόψεις και πράξεις του. Επειδή, δε, συνήθως οι δημοσιογράφοι είναι αμόρφωτοι μαλάκες που δεν έχουν διαβάσει ιστορία – πέραν του ότι πολλοί είναι εθνίκια ή φασίστες οι ίδιοι – δεν ξέρουν να πουν και τίποτα παραπάνω πέρα από τα ονόματα ‘χούντα’, ‘χίτλερ’, ‘μεταξάς’. Αυτό και μόνο μεταφέρει εύκολα τον νεοναζί και τη συζήτηση στο προνομιακό πεδίο της ‘βιωματικής’ γνώσης και εμπειρίας, αχρηστεύοντας ένα βασικό στοιχείο που θα άξιζε να διασωθεί από το πεδίο γνώσης της ιστορίας: την τεκμηρίωση.
Δεύτερον, ο νεοναζί συνομιλητής στη δημοσιογραφική ερώτηση τι γνώμη έχει για τη χούντα, απαντά με μια απόκριση που προέρχεται από το εδώλιο του δικαστηρίου (είναι σα να ρωτά κανείς τον Λαδά στο δικαστήριο π.χ. τι σχέση είχε με τη χούντα) όπου ουσιαστικά ο αποκρινόμενος λέει ότι εγώ δεν έκανα τα βασανιστήρια της χούντας γιατί πολύ απλά δεν είχα γεννηθεί τότε. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντά ότι “δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του τον παπαδόπουλο”. Κι αυτό θα έπιανε. Ο δημοσιογράφος, συνήθως ικανοποιημένος από το ότι ο νεοναζί συνομιλητής δεν ήταν ο ίδιος, πράγματι, που κρατούσε το μαστίγιο των βασανιστηρίων στους χώρους της ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλάζει θέμα. Εδώ έχουμε την αχρήστευση του δεύτερου ίσως βασικού στοιχείου που θα άξιζε να διασωθεί από το πεδίο γνώσης της ιστορίας και είναι αυτό που βάζει πολύ κοντά δίπλα-δίπλα τις έννοιες της ιστορικής καταγραφής και της δικαιοσύνης, δηλαδή το στοιχείο της ευθύνης. Γιατί η ευθύνη στις μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού και της προόδου του, όπως ενσαρκώθηκε από ναζί και φασίστες, δεν είναι μονάχα ιστορική αλλά και νομική. Αλλά οι απόψεις, είπαμε, δεν δικάζονται στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εγώ έχω άποψη, ας πούμε, ότι μια μειονότητα της χώρας πρέπει να εξαφανιστεί. Τι; Άποψη είναι κι αυτή. Θα μου απαγορεύσει κανείς να την έχω; Τσ, τσ, τς … φασισμός.
Το τρίτο που αχρηστεύεται και θα άξιζε κανείς να διασώσει όχι πια μόνο από μια επιστήμη της ιστορίας αλλά κι από τη συλλογική αντιφασιστική μνήμη την ίδια, είναι η θύμηση των θυμάτων, να φέρεις δηλαδή την ιστορία αυτών που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν στο σήμερα, καθώς οι ίδιοι δεν μπορούν να το κάνουν αλλά σίγουρα (θα) το ήθελαν. Οι αντιφασίστες μέσα στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου γράφανε στους τοίχους: “Μην ξεχνάτε. Μισείστε”. Επειδή τώρα όμως ζούμε σε μια πολύ αρμονική κι ωραία κοινωνία, δεν υπάρχει και πολύς χώρος για μίση τέτοιου είδους είτε στα ακαδημαϊκά ελληνικά τμήματα ιστορίας, είτε στα δημοσιογραφικά επιτελεία (προφανώς ούτε και στα αριστερά στέκια που είναι πρώτα πατριωτικά και μετά οτιδήποτε άλλο).
Κρατάνε, όμως, κι οι νεοναζί κάποια στοιχεία της ιστορίας (π.χ. την ηρωοποίηση σφαγέων τύπου κολοκοτρώνη και καθαρμάτων τύπου κοσμά αιτωλού), της ιστορίας βέβαια ως αυτού που είναι: ένα κυρίως κρατικά οργανωμένο πεδίο εθνικής γνώσης και μια συντηρητική επιστήμη καθεαυτή.
Για να μην αδικήσουμε, όμως, τους δημοσιογράφους, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε τηλεοπτικές εκπομπές έχουν δείξει πολλά εξώφυλλα του περιοδικού της χρυσής αυγής προσπαθώντας να αποδείξουν πως οι νεοναζί είναι … νεοναζί, προσπαθώντας να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αυτό δεν το είχε καταλάβει κανείς από το μισό εκατομμύριο που τους ψήφισε, το 22% που τους συμπαθεί, το σύνολο των δικαστών του αρείου πάγου που ενέκρινε τη συμμετοχή τους στις εκλογές, τους 25,000 μπάτσους που τους ψήφισαν επίσης, αυτούς που κάθονται σήμερα μαζί τους στης βουλής τα έδρανα κτλ. Άλλωστε, τι; Είχαν γεννηθεί “τότε” όλοι αυτοι; Άρα ούτε τεκμηρίωση χρειάζεται να κάνει κανείς, ούτε ευθύνες να αποδώσει, ούτε μίσος μνήμης να έχει τους φασίστες για τα όσα προκάλεσαν στα θύματα τους.
Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Εξάλλου, όλοι αυτοί, οι 7%, οι 22% και πάει λέγοντας… γιοι, κόρες κι εγγόνια των τότε μπάτσων είναι, γιοι, κόρες και εγγόνια των τότε φασιστών, των τότε δικαστών, των τότε δημοσιογράφων κτλ. Κι όχι απαραίτητα βιολογικά, αλλά ιστορικά. Το θέμα είναι πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν μνήμη, για αυτό και συγκροτούνται τόσο ‘φυσικά’ οι συμμαχίες τους. Έχουν ιστορική συνείδηση. Γνωρίζουν τι θέλουν, γνωρίζουν πως να απολαμβάνουν αυτό που θέλουν και γνωρίζουν, βέβαια, ποιο είναι και το κοινωνικό-ιστορικό τους συμφέρον. Για όποιον/α δεν κατάλαβε, ο φασισμός με τα όλα του, είναι συντεταγμένος και, εδώ και έξι μήνες, αχρηστεύει τα όπλα της κριτικής (ιστορίας). Και, παράλληλα, ακονίζει αυτά που τραυματίζουν μετανάστες.
Για να μην το κουράζουμε, ένα συμπέρασμα βγαίνει για το τι μας μένει να κάνουμε όσοι/ες αναγνωρίζουμε εαυτές/ους εκτός της συμμαχίας των φασιστών και του εθνικού τους βόθρου. Αφενός, να τροφοδοτήσουμε με την τεκμηρίωση, το ζήτημα της ευθύνης, το μίσος της συλλογικής αντιφασιστικής μνήμης και το σπάσιμο των εθνικών μύθων τις δικές μας δομές, μέσα από εγχειρήματα αυτομόρφωσης, μιας και όλα αυτά δύσκολα θα τα μάθει κανείς στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. Η αυτομόρφωση, όμως, αυτή – τελείωσαν τα αστεία – δεν είναι (και ποτέ δεν θα έπρεπε να ήταν/είναι) στην υπηρεσία μιας αντικειμενικής ιστορικής γνώσης ή των πολύπλευρων και υποτιθέμενα ισάξιων μορφών της αλήθειας – τουλάχιστον εάν αντιλαμβανόμαστε εαυτούς/ές μακριά από ΜΚΟ, αριστερή διανόηση, ευαίσθητες κοινωνίες των πολιτών κτλ. Η αυτομόρφωση τίθεται στην υπηρεσία του αντιφασισμού με την έννοια ότι η συλλογική μνήμη μπορεί να μεταφερθεί μόνο σε αυτούς που αισθάνονται υπεύθυνοι για αυτή τη συλλογική μνήμη και άρα εν δυνάμει φορείς ενός νέου συλλογικού αντιφασισμού που θα παράξει τη δικιά του, ολόδικια του, υποκειμενική, προκατειλλημένη μνήμη και λόγο. Εκφράσεις όπως “ελληνική κοινωνία”, “λαός” θα ‘πρεπε (εδώ και καιρό) να πάνε στα σκουπίδια μιας και αυτά τα υποκείμενα τη μόνη ευθύνη που μπορούν να νιώσουν (και αν πάλι) είναι αυτή της εθνικής ιστορίας τους. Και η ιστορία του αντιφασισμού ακόμη και σε αυτό το γαμημένο γεωγραφικό χώρο δεν έχει να κάνει με εθνική ιστορία (όσο κι αν οι ‘Γλέζοι’ χτυπιούνται). Τέλος, όσον αφορά στη συμμαχία των φασιστών, δεν αποτελεί παρά έναν στρατό με στόχευση, συνεργασίες και πλέριο υποκειμενισμό. Δεν θα τους πείσει κανείς να μην φτιάξουν το νέο Άουσβιτς. Εκεί πια, όταν δηλαδή θα ‘ναι πολύ αργά, θα ζούμε την ιστορική φάση που θα ‘ναι προτιμότερη η κριτική των όπλων. Μέχρι να έρθει εκείνη η φάση, να οπλιστούμε με μίσος και με μνήμη. Ποιοι; Αυτοί που βλέπουμε ότι κανείς δεν γίνεται φασίστας λόγω των … μεταναστών, της ανεργίας και της κρίσης αλλά μάλλον λόγω του λαού του, της πατρίδας του και της γαλανόλευκης κουράδας που αποκαλεί σημαία του. Αυτοί, βασικά, που έχουμε συμφέρον, ιστορική μνήμη και ηθικό καθήκον απέναντι στο φασισμό. Φασίστες και εθνίκια είχαν και έχουν και πολλούς εχθρούς, θυμάστε;
Stepanyan TSP, 28/10/2012
Τι σχέση έχετε κύριε Κασιδολιάκο με τις αντιλήψεις της χούντας, του μεταξά, του χίτλερ; Μα, τι σχέση να χω κύριε Ευαγγελατονικολάου μου; Δεν είχα καν γεννηθεί εκείνη την εποχή!
Η παραπάνω εξυπνάδα έχει μπει στην υπηρεσία του δημόσιου λόγου του φασισμού εκ μέρους των χρυσαυγιτών από την προεκλογική περίοδο των διπλών εκλογών του 2012. Οι συνομιλητές τους, μάλιστα, βρίσκουν ισχυρό επιχείρημα στην ιστορική γραμμή “μα, δεν είχα γεννηθεί τότε” και συνήθως σταματούν την … “πίεση” στη συνέντευξη του εκάστοτε φασίστα. Το ότι κανείς δεν είχε γεννηθεί “τότε” άλλωστε, είναι ατράνταχτο επιχείρημα στην εποχή των βιολογικών αποδείξεων. Αν θες, στην τελική, μπορεί κανείς να προσκομίσει και ληξιαρχική πράξη γέννησης. Σε παραπλήσια βερζιόν υπάρχει επίσης και το “Τι σχέση να ‘χω εγώ με τον χίτλερ; εγώ είμαι έλληνας” για του οποίου την απόδειξη μπορεί μάλιστα να προσκομιστεί και η περίφημη μπλε ταυτότητα. Σε πρώτο επίπεδο, οι παραπάνω σοφίες μας λένε δύο-τρία βασικά πράγματα για την ανάγνωση της ιστορίας υπό πολιτικό πρίσμα.
Πρώτον, για να έχει κανείς π.χ. άποψη για το ναζισμό, πρέπει να τον έχει ζήσει. Δηλαδή, επί του θέματος των αντιλήψεων της χούντας, του μεταξά ή του χίτλερ, μπορεί κανείς να σχηματίσει άποψη μόνον ύστερα από ιδία (βιωματική, προσωπική) πείρα, σα να μην έχουν γραφτεί βιβλία ιστορίας από τότε και να μην έχουν διασωθεί ιστορικά τεκμήρια. Οι ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο έχασαν, είναι γνωστό, οπότε η ναζιστική γραμμή πρέπει να τηρηθεί με κάποιο τρόπο που δεν έχει να κάνει με τα βιβλία των “νικητών” της ιστορίας. Αντί της γραπτής και τεκμηριωμένης ιστορίας, πρέπει να καταφύγουν σε άλλα είδη ιστορίας. Το παιχνίδι έχει ξαναπαιχτεί, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ για το 1821. Τότε πάλι δεν υπήρχαν ιστορικές πηγές, ιστορικοί, αρχεία, διασταύρωση στοιχείων κι όλα αυτά, αλλά μονάχα τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, του Παπαφλέσσα και κάθε εθνικιού, σφαγέα που ήξερε γραφή κι ανάγνωση κι άρα μπορούσε να ωραιοποιήσει τις ηλίθιες απόψεις και πράξεις του. Επειδή, δε, συνήθως οι δημοσιογράφοι είναι αμόρφωτοι μαλάκες που δεν έχουν διαβάσει ιστορία – πέραν του ότι πολλοί είναι εθνίκια ή φασίστες οι ίδιοι – δεν ξέρουν να πουν και τίποτα παραπάνω πέρα από τα ονόματα ‘χούντα’, ‘χίτλερ’, ‘μεταξάς’. Αυτό και μόνο μεταφέρει εύκολα τον νεοναζί και τη συζήτηση στο προνομιακό πεδίο της ‘βιωματικής’ γνώσης και εμπειρίας, αχρηστεύοντας ένα βασικό στοιχείο που θα άξιζε να διασωθεί από το πεδίο γνώσης της ιστορίας: την τεκμηρίωση.
Δεύτερον, ο νεοναζί συνομιλητής στη δημοσιογραφική ερώτηση τι γνώμη έχει για τη χούντα, απαντά με μια απόκριση που προέρχεται από το εδώλιο του δικαστηρίου (είναι σα να ρωτά κανείς τον Λαδά στο δικαστήριο π.χ. τι σχέση είχε με τη χούντα) όπου ουσιαστικά ο αποκρινόμενος λέει ότι εγώ δεν έκανα τα βασανιστήρια της χούντας γιατί πολύ απλά δεν είχα γεννηθεί τότε. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντά ότι “δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του τον παπαδόπουλο”. Κι αυτό θα έπιανε. Ο δημοσιογράφος, συνήθως ικανοποιημένος από το ότι ο νεοναζί συνομιλητής δεν ήταν ο ίδιος, πράγματι, που κρατούσε το μαστίγιο των βασανιστηρίων στους χώρους της ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλάζει θέμα. Εδώ έχουμε την αχρήστευση του δεύτερου ίσως βασικού στοιχείου που θα άξιζε να διασωθεί από το πεδίο γνώσης της ιστορίας και είναι αυτό που βάζει πολύ κοντά δίπλα-δίπλα τις έννοιες της ιστορικής καταγραφής και της δικαιοσύνης, δηλαδή το στοιχείο της ευθύνης. Γιατί η ευθύνη στις μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού και της προόδου του, όπως ενσαρκώθηκε από ναζί και φασίστες, δεν είναι μονάχα ιστορική αλλά και νομική. Αλλά οι απόψεις, είπαμε, δεν δικάζονται στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εγώ έχω άποψη, ας πούμε, ότι μια μειονότητα της χώρας πρέπει να εξαφανιστεί. Τι; Άποψη είναι κι αυτή. Θα μου απαγορεύσει κανείς να την έχω; Τσ, τσ, τς … φασισμός.
Το τρίτο που αχρηστεύεται και θα άξιζε κανείς να διασώσει όχι πια μόνο από μια επιστήμη της ιστορίας αλλά κι από τη συλλογική αντιφασιστική μνήμη την ίδια, είναι η θύμηση των θυμάτων, να φέρεις δηλαδή την ιστορία αυτών που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν στο σήμερα, καθώς οι ίδιοι δεν μπορούν να το κάνουν αλλά σίγουρα (θα) το ήθελαν. Οι αντιφασίστες μέσα στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου γράφανε στους τοίχους: “Μην ξεχνάτε. Μισείστε”. Επειδή τώρα όμως ζούμε σε μια πολύ αρμονική κι ωραία κοινωνία, δεν υπάρχει και πολύς χώρος για μίση τέτοιου είδους είτε στα ακαδημαϊκά ελληνικά τμήματα ιστορίας, είτε στα δημοσιογραφικά επιτελεία (προφανώς ούτε και στα αριστερά στέκια που είναι πρώτα πατριωτικά και μετά οτιδήποτε άλλο).
Κρατάνε, όμως, κι οι νεοναζί κάποια στοιχεία της ιστορίας (π.χ. την ηρωοποίηση σφαγέων τύπου κολοκοτρώνη και καθαρμάτων τύπου κοσμά αιτωλού), της ιστορίας βέβαια ως αυτού που είναι: ένα κυρίως κρατικά οργανωμένο πεδίο εθνικής γνώσης και μια συντηρητική επιστήμη καθεαυτή.
Για να μην αδικήσουμε, όμως, τους δημοσιογράφους, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε τηλεοπτικές εκπομπές έχουν δείξει πολλά εξώφυλλα του περιοδικού της χρυσής αυγής προσπαθώντας να αποδείξουν πως οι νεοναζί είναι … νεοναζί, προσπαθώντας να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αυτό δεν το είχε καταλάβει κανείς από το μισό εκατομμύριο που τους ψήφισε, το 22% που τους συμπαθεί, το σύνολο των δικαστών του αρείου πάγου που ενέκρινε τη συμμετοχή τους στις εκλογές, τους 25,000 μπάτσους που τους ψήφισαν επίσης, αυτούς που κάθονται σήμερα μαζί τους στης βουλής τα έδρανα κτλ. Άλλωστε, τι; Είχαν γεννηθεί “τότε” όλοι αυτοι; Άρα ούτε τεκμηρίωση χρειάζεται να κάνει κανείς, ούτε ευθύνες να αποδώσει ούτε μίσος για τα θύματα του φασισμού να μοιράζεται.
Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Εξάλλου, όλοι αυτοί, οι 7%, οι 22% και πάει λέγοντας… γιοι, κόρες κι εγγόνια των τότε μπάτσων είναι, γιοι, κόρες και εγγόνια των τότε φασιστών, των τότε δικαστών, των τότε δημοσιογράφων κτλ. Κι όχι απαραίτητα βιολογικά, αλλά ιστορικά. Το θέμα είναι πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν μνήμη, για αυτό και συγκροτούνται τόσο ‘φυσικά’ οι συμμαχίες τους. Έχουν ιστορική συνείδηση. Γνωρίζουν τι θέλουν, γνωρίζουν πως να απολαμβάνουν αυτό που θέλουν και γνωρίζουν, βέβαια, ποιο είναι και το κοινωνικό-ιστορικό τους συμφέρον. Για όποιον/α δεν κατάλαβε, ο φασισμός με τα όλα του, είναι συντεταγμένος και, εδώ και έξι μήνες, αχρηστεύει τα όπλα της κριτικής (ιστορίας). Και, παράλληλα, ακονίζει αυτά που τραυματίζουν μετανάστες.
Για να μην το κουράζουμε, ένα συμπέρασμα βγαίνει για το τι μας μένει να κάνουμε όσοι/ες αναγνωρίζουμε εαυτές/ους εκτός της συμμαχίας των φασιστών και του εθνικού τους βόθρου. Αφενός, να τροφοδοτήσουμε με την τεκμηρίωση, το ζήτημα της ευθύνης, το μίσος της συλλογικής αντιφασιστικής μνήμης και το σπάσιμο των εθνικών μύθων τις δικές μας δομές, μέσα από εγχειρήματα αυτομόρφωσης, μιας και όλα αυτά δύσκολα θα τα μάθει κανείς στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. Η αυτομόρφωση, όμως, αυτή – τελείωσαν τα αστεία – δεν είναι (και ποτέ δεν θα έπρεπε να ήταν/είναι) στην υπηρεσία μιας αντικειμενικής ιστορικής γνώσης ή των πολύπλευρων και υποτιθέμενα ισάξιων μορφών της αλήθειας – τουλάχιστον εάν αντιλαμβανόμαστε εαυτούς/ές μακριά από ΜΚΟ, αριστερή διανόηση, ευαίσθητες κοινωνίες των πολιτών κτλ. Η αυτομόρφωση τίθεται στην υπηρεσία του αντιφασισμού με την έννοια ότι η συλλογική μνήμη μπορεί να μεταφερθεί μόνο σε αυτούς που αισθάνονται υπεύθυνοι για αυτή τη συλλογική μνήμη και άρα εν δυνάμει φορείς ενός νέου συλλογικού αντιφασισμού που θα παράξει τη δικιά του, ολόδικια του, υποκειμενική, προκατειλλημένη μνήμη και λόγο. Εκφράσεις όπως “ελληνική κοινωνία”, “λαός” θα ‘πρεπε (εδώ και καιρό) να πάνε στα σκουπίδια μιας και αυτά τα υποκείμενα τη μόνη ευθύνη που μπορούν να νιώσουν (και αν πάλι) είναι αυτή της εθνικής ιστορίας τους. Και η ιστορία του αντιφασισμού ακόμη και σε αυτό το γαμημένο γεωγραφικό χώρο δεν έχει να κάνει με εθνική ιστορία (όσο κι αν οι ‘Γλέζοι’ χτυπιούνται). Τέλος, όσον αφορά στη συμμαχία των φασιστών, δεν αποτελεί παρά έναν στρατό με στόχευση, συνεργασίες και πλέριο υποκειμενισμό. Δεν θα τους πείσει κανείς να μην φτιάξουν το νέο Άουσβιτς. Εκεί πια, όταν δηλαδή θα ‘ναι πολύ αργά, θα ζούμε την ιστορική φάση που θα ‘ναι προτιμότερη η κριτική των όπλων. Μέχρι να έρθει εκείνη η φάση, να οπλιστούμε με μίσος και με μνήμη. Ποιοι; Αυτοί που βλέπουμε ότι κανείς δεν γίνεται φασίστας λόγω των … μεταναστών, της ανεργίας και της κρίσης αλλά μάλλον λόγω του λαού του, της πατρίδας του και της γαλανόλευκης κουράδας που αποκαλεί σημαία του. Αυτοί, βασικά, που έχουμε συμφέρον, ιστορική μνήμη και ηθικό καθήκον απέναντι στο φασισμό. Φασίστες και εθνίκια είχαν και έχουν και πολλούς εχθρούς, θυμάστε;
Stepanyan TSP, 28/10/2012