Από τότε που πρωτοασχολείται κανείς με τους μερικούς λόγους των προταγμάτων, αυτά που κωδικοποιούνται ως “αντιφασισμός”, “αντιρατσισμός”, “αντισεξισμός” κτλ, ακούει συνήθως τις κλασικές ενστάσεις, μεταξύ των οποίων και το ότι υιοθετεί τη ρητορική των χρυσαυγιτών, το λόγο των χειρότερων μάτσο αντρών, τη λογική ακραίων ρατσιστών νοικοκυραίων. Με λίγα λόγια ότι υιοθετεί το βλέμμα του εξουσιαστή, του κυνηγού, μέσα σε μια σχέση εξουσίας. Με την ίδια ευκολία που το terminal119 κατηγορούταν για εφαρμογή μιας αντίστροφης λογικής του “χρυσαυγιτισμού”, κατηγορούταν παλιότερα και το στέκι αλβανών μεταναστών για … “αλβανικό εθνικισμό”. Και πάει λέγοντας. Πως προέκυψε αυτό;
Το βασικό δίδαγμα (στο πετσί του καθενός και της καθεμιάς δηλαδή) για κάθε είδους αποκλεισμό και διάκριση π.χ. βάσει χρώματος, εθνικότητας ή σεξουαλικού προσανατολισμού βρίσκεται όταν το θύμα αυτού του αποκλεισμού συνειδητοποιεί τη θέση του ως κυνηγημένου από πλευράς του θύτη. Από τη στιγμή που αυτή η εικόνα θα αποτυπωθεί στο μυαλό αυτού/ής που δέχεται τη σχέση εξουσίας, η εμπιστοσύνη στην κοινωνική ζωή, το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο θα ραγίσει. Κάποιος θυματοποιεί κάποιον άλλον με κριτήρια που δεν αφορούν τον άλλον προσωπικά αλλά τον εντάσσουν στιγματιστικά σε μια γενικευτική κατηγορία ενός συνόλου ανθρώπων που μοιράζονται κοινά φύσει ή επίκτητα χαρακτηριστικά.
Κάποιοι μετανάστες μαθητές από το γυμνάσιο 46, στα εξάρχεια, αν δεν είχαν πιο πριν μια τέτοια εμπειρία στη ζωή τους, την απέκτησαν για πρώτη φορά όταν ο καθηγητής τους (και υποδιευθυντής του σχολείου) Θ. Β. τους απείλησε μέσα στην τάξη την ώρα του μαθήματος: “καθήστε κάτω γιατί θα σας φέρω τη χρυσή αυγή”. Και ο πιο βλάκας καταλαβαίνει ότι δεν απειλήθηκαν ως ανυπάκουοι π.χ. μαθητές με ποινή αποβολής ή κάτι άλλο, εντός των πλαισίων πειθάρχησης στα σχολικά κελιά. Αλλά, απειλήθηκαν ως μετανάστες, δηλαδή ο Θ.Β. τους μίλησε επικαλούμενος μια ταυτότητα τους, τη μεταναστευτική, η οποία βέβαια είναι άσχετη με τη σχολική ιδιότητα. Ο καθηγητής είναι έλληνας. Θέτοντας την απειλή περί χρυσής αυγής και ότι αυτός μάλιστα είναι τόσο εξοικειωμένος (και γουστάρει) με την οργάνωση, τον θέτει μάλιστα στα μάτια των μαθητών/τριων και ως κεπρόσωπο μιας ελληνικής ταυτότητας, ως έλληνα-κυνηγό, ως έλληνα καθηγητή. Με άλλα λόγια αυτός ο καθηγητής, μιλώντας έτσι, δεν θα μπορούσε παρά να είναι έλληνας. Η επίκληση της συλλογικής ταυτότητας των μεταναστών μαθητών, βάζει στην απέναντι μεριά – με μια συγκεκριμένη απόσταση μάλιστα και με ΜΟΝΟΜΕΡΗ πρωτοβουλία του καθηγητή – τη δική του συλλογική ταυτότητα, την ελληνική.
Όσο κι αν χτυπιούνται οι κινηματίες έλληνες ότι “στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι”, οι μετανάστες μαθητές και οι μαθήτριες του 46 γνωρίζουν πως δεν τους επιτέθηκε κάποιο αφεντικό. Αν και, όπως θα μάθουν, όταν δουλέψουν, και τα ελληνικά αφεντικά δεν είναι αντιρατσιστές σε καμία περίπτωση. Συχνά, συχνότερα, είναι της ίδιας κοπής και ποιότητας ρατσιστές όπως και οι υπόλοιποι έλληνες. Η πόλωση που διεξήχθη στο 46 αφορά εθνικές ταυτότητες. Κι αυτή η πόλωση ήρθε από τη μεριά του φασίστα καθηγητή. Οχύρωση και άμυνες, τραύματα και διακρίσεις, αποκλεισμοί και εντυπώσεις δημιουργήθηκαν με βάση αυτή την πόλωση.
Το περιστατικό φυσικά δεν είναι μεμονωμένο, όπως θέλει η κλισέ φράση. Οι μετανάστες αυτής της χώρας κοινωνικοποιούνται έτσι, με αυτό τον τρόπο, στην ελληνική κοινωνία – στο λεωφορείο, στη δουλειά, στο σχολείο κάποιοι δυστυχώς και στο σπίτι. Το ότι υπάρχουν έλληνες που δεν μιλάνε ή πράττουν ρατσιστικά (ναι υπάρχει κι αυτή η ελάχιστη μειοψηφία!), μπορεί να τους δείχνει μεν ότι ο ρατσισμός δεν είναι θέμα DNA, φυλής, βιολογικής συνέχειας και άλλων τέτοιων βλακειών – αλλά, από την άλλη, η κρίσιμη μάζα των ρατσιστών και η ανοχή σχεδόν όλων των ελλήνων σε αυτό το ρατσισμό, τους κάνει να υποψιάζονται (αν όχι να βεβαιώνονται) ποια είναι η νόρμα σε αυτή τη χώρα. Ποιος είναι ο κανόνας και ποια είναι η εξαίρεση.
Κι όταν λοιπόν η νόρμα, ο κανόνας είναι ο ρατσισμός, πρέπει κανείς να μάθει να ζει με τους κανόνες. Όσο κι αν θα ήθελε κανείς – κι όλοι όσοι υφίστανται ρατσισμό ή αποκλεισμό γενικότερα θα ήθελαν να μην ισχύουν αυτοί οι κανόνες – να μην υπάρχει ρατσισμός και η ζωή του να έχει ένα πρόβλημα λιγότερο, ο ρατσισμός σαν ποιοτικό χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας είναι εκεί, ακλόνητος. Κι όχι μόνο ακλόνητος. Μετά τις εκλογές – με το ψυχολογικό αβαντάζ που κέρδισαν οι φασίστες – είναι και περισσότερο βίαιος. Η βία χαράσσει όρια. Ακόμη κι αν κανείς δεν θυμάται τη μέρα που πέρασε από τα σύνορα μιας χώρας σε κάποια άλλη χώρα, ο ρατσισμός στο σχολειό και στο λεωφορείο – ας μην ξεχάσουμε ποτέ το θεσμικό, κρατικό ρατσισμό σε σχέση με τα βάρη που επωμίζονται οι μετανάστες και τις λιγότερες ελευθερίες που απολαμβάνουν, συν τις γκλοπιές των μπάτσων και τις προσαγωγές που τρώνε πολλοί – είναι εδώ για να θυμίζει τα σύνορα.
Πρόκειται για τη διάκριση “δέον” και “είναι” όπως μαθαίνει κανείς νωρίς σε κάποιο μάθημα φιλοσοφίας, αν του κάτσει. Πρόκειται δηλαδή για τη διάκριση του πως “θα έπρεπε να είναι η κοινωνία” και “πως είναι η κοινωνία”. Όλοι όσοι ζουν σε αυτή και σε οποιαδήποτε κοινωνία, ξέρουν ή αν δεν ξέρουν, μαθαίνουν να ζουν με τους κανόνες του πως είναι αυτή η κοινωνία. Ακόμα κι αν στο (μπροστά ή) πίσω μέρος του μυαλού τους, έχουν άλλα οράματα, άλλες εικόνες για το μέλλον, άλλες ελπίδες, με λίγα λόγια μια διαφορετική άποψη “για το πως θα έπρεπε να είναι η κοινωνία” στην οποία ζούνε. Η έκθεση στο ρατσιστικό περιβάλλον – δηλαδή σχεδόν παντού – σαν έκλυση ραδιενέργειας, μολύνει και τις αγνότερες ζωές. Το ξαναλέω – τα όρια, τα τραύματα, η οχύρωση, οι άμυνες, τα ζόρια, θα χαραχτούν με βάση εθνικά κριτήρια. Το έθνος και οι υπήκοοι του είναι αυτοί που θέτουν τα όρια του διαλόγου, τα όρια του στιγματισμού.
Όσοι προσπαθούν να βρουν μια γωνιά λογικής και ασφαλούς περιβάλλοντος δεχόμενοι τέτοιους στιγματισμούς ή και επιθέσεις, θα προσαρμοστούν στους κανόνες που θέτει μια ρατσιστική κοινωνία όπως η ελληνική για έναν πολύ απλό λόγο: για να επιβιώσουν. Για να επιβιώσουν φυσικά αλλά και για να επιβιώσουν ψυχικά. Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές, έχει συναισθανθεί ίσως το άγχος της ψυχικής επιβίωσης μέσα σε μια κοινωνία ομοιογένειας που διώκει το διαφορετικό. Ωστόσο – πέρα από αυτή την αρχική αίσθηση ετερότητας – θα τους πρότεινα να κοιτάξουν τις ιδιαιτερότητες μιας μεταναστευτικής ταυτότητας. Όταν λέω ‘ψυχικό τραύμα’ δεν μου ‘ρχονται στο μυαλό βασανισμένοι σουδανοί πρόσφυγες στο ΑΤ Ομόνοιας ή ξυλοκοπημένες γυναίκες, θύματα τράφικινγκ από τα βαλκάνια. Αυτά υπάρχουν σε αφθονία επίσης στην ελληνική κοινωνία και αναπαριστούν εκδοχές της συμπυκνωμένης βίας της όπως αυτή εκφράζεται από τους … εκπροσώπους των νόμων της και, βέβαια, ανώνυμους έλληνες πολλές φορές. Ωστόσο, όταν λέω ‘ψυχικό τραύμα, οχύρωση, άμυνα’ μιλώ ουσιαστικά για μια κοινή γλώσσα που έχουν μάθει στην προσφυγική ή μεταναστευτική ταυτότητα να μιλάει.
Να υιοθετείς το βλέμμα του κυνηγού (σου) όταν πρόκειται για τη φυσική επιβίωση σημαίνει να αναγνωρίζεις, όπως έλεγε ο Ζαν Αμερύ με ένα απλό παράδειγμα, τις εκφράσεις του προσώπου ενός μπάτσου στο δρόμο (τώρα αυτός θέλει να με τραβήξει ή απλά μου κάνει τη ζωή δύσκολη και θα με αφήσει να φύγω;). Να υιοθετείς το βλέμμα του κυνηγού όταν πρόκειται για την ψυχική επιβίωση, σημαίνει να χτίζεις ουσιαστικά έναν ισχυρό αμυντικό μηχανισμό, να γίνεσαι πιο κυνικός-ή, ή ακόμη δυστυχέστερα, να γίνεσαι προσεκτικότερη-ος προβλέποντας τον πόνο που θα βιώσεις.
Το να προβλέπεις τον πόνο είναι μια σημαντική ποιότητα που αφενός σε γλιτώνει από ατυχείς συναντήσεις, ατάκες, βιώματα, από την άλλη μεριά, δεν σε αφήνει να ζήσεις γιατί τα ‘ραντάρ πρόβλεψης’ αυτού του πόνου είναι σχεδόν συνεχώς διεγερμένα απλώνοντας εκ των πραγμάτων ένα πέπλο ανασφαλούς περιβάλλοντος σε μεγάλα τμήματα και τομείς, αν όχι όλους αυτής της κοινωνίας.
Δεν προσαρμόζεται, λοιπόν, κανείς ούτε στον τρόπο που σκέφτονται οι χρυσαυγίτες. Και δεν πρέπει φυσικά. Γιατί να βάζει στο μυαλό του σκατα? Πολύ περισσότερο, κανείς δεν προσαρμόζεται φυσικά στα συμπεράσματα των χρυσαυγιτών. Η κόλαση τους είμαστε εμείς, μετανάστες και αντιφασίστες. Η κόλαση μας είναι οι χρυσαυγίτες. Αλλά βλέπει κανείς ανοιχτά τον κίνδυνο, προσαρμόζει το βλέμμα του στις πραγματικές διαστάσεις του κινδύνου.
Μπορεί κανείς να διακρίνει τους ρατσιστές καθηγητές του γυμνασίου 46 στα εξάρχεια από ένα λουλούδι που φοράνε στο πέτο ή τις διπλές αστραπές των SS σε κάποιο καπέλο; Όχι. Οι ρατσιστές δεν έχουν διακριτικά. Δυστυχώς. Από την άλλη, μπόλικες μετανάστριες, μπόλικοι μετανάστες έχουν στοχοποιηθεί από ρατσιστές που τους αναγνώρισαν οπτικά ως μετανάστες/στριες. Μιλούσαν τη γλώσσα τους; Έμοιαζαν διαφορετικοί στο ρατσιστικά εκπαιδευμένο ελληνικό μάτι; Ίσως.
Το αίσθημα του να σου επιτίθεται κανείς που δεν τον γνωρίζεις ως πρόσωπο ΚΑΙ δεν σε γνωρίζει ως πρόσωπο είναι ένα αμίμητο βίωμα σίγουρα. Και το ελάχιστο που μπορούμε να επαναλάβουμε είναι η θραύση του κοινωνικού συμβολαίου. Βέβαια, όσο κανείς μεγαλώνει και ωριμάζει, καταλαβαίνει ότι το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια σύμβαση καταπιεστικής ειρήνης ανάμεσα σε αυτούς που καταπιέζονται και αυτούς που καταπιέζουν (στο εθνικό, το σεξουαλικό, το ταξικό πεδίο). Αλλά όσο κανείς τρέφει αυταπάτες για τον κόσμο αυτό – και ήμασταν/είμαστε πολλές/οι ανεξαρτήτως ηλικίας – δεν μπορεί παρά να πιστέψει σε στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμβίωσης. Είναι η λεγόμενη άρρητη θέσμιση, απαραίτητη για την ύπαρξη κοινωνίας. Θυμάμαι ότι ο Καστοριάδης αναφέρεται σε ένα κλασικό παράδειγμα: δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει να πετάς γλάστρες από τα μπαλκόνια στο πεζοδρόμιο, τουλάχιστον συγκεκριμένος νόμος, ωστόσο, περπατάμε στα πεζοδρόμια καθημερινά με την πεποίθηση ότι κανείς δεν θα μας πετάξει μια γλάστρα μπροστά μας, δίπλα μας ή στο κεφάλι μας. Μια φίλη μου έλεγε χτες ότι είδε ένα τέτοιο περιστατικό να συμβαίνει μπροστά στα μάτια της: γλάστρες και άλλα αντικείμενα να πέφτουν από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ενός – κατά τα φαινόμενα φασίστα – στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού ενός αφρικανού μετανάστη.
Ας μην ζητήσει, λοιπόν, κανείς εξηγήσεις εφεξής για το πως και γιατί κανείς υιοθετεί το βλέμμα του λύκου, προσπαθώντας να αναγνωρίσει τις κινήσεις και τα πρόσωπα των ρατσιστών, μέσα σε μια κοινωνία όπου προτείνεται, όχι η αλληλοκατασπάραξη γενικώς και αφηρημένα, όχι ο κοινωνικός κανιβαλισμός, ΑΛΛΑ ο κανιβαλισμός πάνω στα σώματα των θεωρούμενων ‘ξένων’ της κοινωνίας αυτής. Ως αντιφασίστες πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε ορατό όλο το φάσμα του πατριωτικο-φασιστικού λόγου, τουλάχιστον μπροστά στα μάτια μας. Και θα συνεχίσουμε να φωνάζουμε “οι έλληνες είναι φασίστες” γιατί ξέρουμε τη νόρμα, ξέρουμε τους κανόνες αυτής της κοινωνίας. Και ξέρουμε να αμυνόμαστε. Και πότε να φεύγουμε, επιβιώνοντας, και πότε να μένουμε και να στεκόμαστε όρθιες και όρθιοι, όταν είναι να ξεσπάσουμε στον εθνικό τους βόθρο. Των ελλήνων.
Τα αδέρφια μας από σουδάν, μπαγκλαντές, αλβανία δεν χρειάζονται υποδείξεις. Τα ξέρουν όλα αυτά καλύτερα από όσους φέρουν ελληνικά χαρτιά και δεν τους επέβαλε κανείς από μικρούς και από μικρές το βλέμμα του λύκου ή δεν βίωσαν την αντίστοιχη υπαρξιακή ένταση. Εκεί μέσα, στις μεταναστευτικές κοινότητες αυτής της κωλοχώρας, μεγαλώνουν πρόσωπα με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνείδηση της θέσης τους στην ελληνική κοινωνία, αλλά σίγουρα με μεγαλύτερη συναισθηματική ωριμότητα στην αντιμετώπιση καταστάσεων που στις λεπτομέρειες τους πολλοί/ές από εμάς τους υπόλοιπους δεν έχουμε ή δεν θέλουμε καν να φανταστούμε (κι αυτό, βέβαια, δεν είναι ανέξοδο: έγινε με τίμημα και απώλειες σε άλλες στιγμές της πραγματικότητας). Τιμή και συντροφικότητα, συμπαράσταση και δυνατή και ξεκάθαρη στάση οφείλουμε.
Συγγνώμη αλλά κανείς δεν θα κάτσει να πιστέψει στις αναρχικές μπούρδες περί “στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι” ή τα περί “αυτονομίας” προτάγματα, όσο δεν αναγνωρίζει την καταστατική ανισότητα κάποιων μελών αυτής της κοινωνίας. Στην τελική, αν δεν αποφασίσει ουσιαστικά να τα σπάσει οριστικά με την ιερότητα που καλύπτει αυτό που επί 200 χρόνια χτίστηκε και χτίζεται με το σταυρό και με το σπαθί. Έλληνας ποτέ.
Αλλά, εντάξει, και κανείς δεν (θα) περιμένει τους έλληνες να γίνουν φιλόσοφοι της καθημερινής ζωής, γιατί κανείς εξάλλου δεν βλέπει και το νήμα που να τους συνδέει με τους υποτιθέμενους προγόνους τους στην κλασική Αθήνα. Για το σήμερα, το εδώ και τώρα, υπάρχει το βλέμμα του λύκου του οποίου βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι μπορεί να διαβάζει τις κινήσεις αυτού που λέγεται ‘άνθρωπος’.
Stepanyan TSP, 29/10/2012.