Λίγους μήνες μετά τον πόλεμο στην Ευρώπη, ένας επιζών του Ολοκαυτώματος έφτασε στην Παλαιστίνη με ένα σχέδιο για εκδίκηση. Ο Abba Kovner, τότε 27 ετών, ήταν ένας από τους υπερασπιστές των γκέτο, ένας αντάρτης στα δάση, ένας ακτιβιστής του σοσιαλιστικού κινήματος της Hashomer Hatsair, ένας ποιητής και ένας οραματιστής. Ήταν κοντός, με οξεία, ασκητικά, μελαγχολικά χαρακτηριστικά, απαστράπτοντα μάτια και κυματιστά μαλλιά. «Ένα κλασικό δείγμα Εβραίου διανοούμενου» έγραψε κάποιος γνωστός του. Ο κόσμος του απέδιδε την επιβλητική δύναμη να επηρεάζει τους ανθρώπους και πολλοί τον θεωρούσαν ως ζωντανό σύμβολο της εβραϊκής αντίστασης στους Ναζί, μια πνευματική και ηθική αυθεντία. Ήταν εκείνος που έγραψε πως οι Εβραίοι δεν θα έπρεπε να πάνε σαν πρόβατα επί σφαγής.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Kovner παραδέχτηκε ότι οποιοσδήποτε κανονικός άνθρωπος θα έβλεπε τρέλα στα σχέδια του. Και ήταν αρκετά σωστός, επειδή αυτό που είχε κάνει είναι να συγκροτήσει μια ομάδα άλλων νεαρών επιζώντων του Ολοκαυτώματος για να δηλητηριάσουν το πόσιμο νερό διάφορων μεγάλων πόλεων της Δυτικής Γερμανίας. Ήλπιζαν να σκοτώσουν έξι εκατομμύρια Γερμανούς.
«Η δύναμη που τους κινητοποιεί είναι η επιθυμία για εκδίκηση», ανέφερε ένας από τους ηγέτες της Εβραϊκής Αντιπροσωπείας της Παλαιστίνης όταν γυρνούσε από μια αποστολή συνάντησης με επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Πλέριες μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν αυτό. Χρόνια αργότερα, 8 στους 10 νεαρούς επιζώντες θυμόνταν ότι στο τέλος του πολέμου επιζητούσαν την εκδίκηση: κανένα άλλο συναίσθημα δεν ήταν τόσο διαδεδομένο μέσα τους – όχι η αγωνία, ούτε το άγχος, όχι η ευτυχία ούτε η ελπίδα. Η Tzivia Lubetkin, μια ηγέτιδα της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας, θυμήθηκε την πρώτη της αντίδραση έκπληξης όταν άκουσε ότι στην πόλη της Lublin, στην Πολωνία, 15,000 Εβραίοι είχαν επιζήσει αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν τώρα που ο πόλεμος τελείωσε. «Εμείς ξέραμε τι να κάνουμε», φώναξε, «Αν μπορούσαμε να βρούμε τον κόσμο και αν είχαμε τα μέσα, υπήρχε μόνο ένα πράγμα να κάνουμε: να εκδικηθούμε! Δεν αισθανόμασταν τότε ότι πρέπει να χτίσουμε. Μάλλον νιώθαμε επιθυμία να καταστρέψουμε, να καταστρέψουμε ότι μπορούσαμε, να καταστρέψουμε όσο μπορούσαμε!». Ήταν στο Lublin, στα περίχωρα του οποίου βρισκόταν το στρατόπεδο εξόντωσης του Majdanek, που ο Abba Kovner και οι σύντροφοί του ίδρυσαν τη μονάδα τους για εκδίκηση.
Η ιδέα γεννήθηκε μεταξύ νεαρών Εβραίων που υπηρετούσαν στις δυνάμεις των Ουκρανών ανταρτών. «Υπήρχαν πολλές αντιπαραθέσεις», θα θυμόταν αργότερα ο Yitzhak Avidov, που τότε είχε το όνομα Pasha Reichman. Το ερώτημα ήταν: τι θα συνέβαινε «την επόμενη μέρα»; Κανείς δεν σκεφτόταν μια μεγάλη επιχείρηση εναντίον ολόκληρου του γερμανικού λαού, παρά μόνο ένα σχέδιο εκδίκησης εναντίον των ντόπιων πληθυσμών. Κάποιοι εντάχθηκαν στη μυστική αστυνομία της Σοβιετικής Ένωσης, την NKVD, και βρήκαν ευκαιρίες να εκτελέσουν συνεργάτες των Ναζί. Άλλοι προσπάθησαν να οργανώσουν τη φυγή των Εβραίων από τη Σοβιετική Ένωση προς τη Δύση. Σε κάποιο χρονικό σημείο πήγαν στο Lublin να συναντήσουν άλλους νεαρούς βετεράνους αντάρτες, μεταξύ των οποίων και ο Abba Kovner.
Ο Kovner είχε ενταχθεί στους αντάρτες μετά την κατάρρευση της αντίστασης στο γκέτο της Vilna. Ήταν ένας από τους ηγέτες αυτής της εξέγερσης. Προς το τέλος του πολέμου ισχυρίστηκε ότι οι Εβραίοι αντάρτες θα έπρεπε να συνεχίσουν να πολεμούν ως αντάρτικη δύναμη που θα μπορούσε να πεταχτεί με αλεξίπτωτα μέσα στην Πρωσία. Παρουσίασε το σχέδιο στην Εβραϊκή Ταξιαρχία η οποία το απέρριψε. Και οι σύντροφοί του από το δάσος έκαναν το ίδιο, απαιτώντας όλες οι προσπάθειες να συγκεντρωθούν στην εκκένωση του πληθυσμού από τις εκεί περιοχές προς τη Δύση, κι έπειτα προς την Παλαιστίνη. Ο Kovner ήταν ενεργός σε μια τέτοια δουλειά για καιρό, βοηθώντας ανθρώπους «να δραπετεύσουν από τη γη του Ολοκαυτώματος προς τη γη της ζωής», αλλά σύντομα η ιδέα για εκδίκηση του έγινε έμμονη ιδέα.
Οι άνθρωποι του Reichman είχαν ακούσει για τον Kovner πριν τον συναντήσουν στο Lublin. Αμέσως κέρδισε τις καρδιές τους. «Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας» θυμάται ο Reichman, πλέον Avidov. Ο Kovner ήταν μεγάλος. Εξέπεμπε ηγετική ικανότητα. Η ομάδα ζούσε μαζί σε ένα διαμέρισμα. Ένα απόγευμα κάθονταν και έπιναν και η συζήτηση στράφηκε προς την εκδίκηση. «Το θέμα ήρθε από μόνο του» είπε ο Avidov σε μια κατάθεση που έκανε για το Ινστιτούτο Προφορικής Τεκμηρίωσης του Εβραϊκού Πανεπιστημίου. «Καθίσαμε με τα ποτήρια μας και η ιδέα μας βγήκε και ξαφνικά δεν ήταν πια στον αέρα αλλά στο τραπέζι … Όλοι θέλανε εκδίκηση».
Έπειτα κάποιος το είπε: μαζική δολοφονία των Γερμανών, εκατομμύρια από αυτούς. Αυτό το άτομο γνώριζε ένα φυτό που μεγάλωνε στην Ινδία από το οποίο παραγόταν δηλητήριο. «Ήμασταν τόσο ενθουσιασμένοι», θυμάται ο Avidov. «Ήμασταν νέοι και παράτολμοι». Και στον Kovner άρεσε η ιδέα.
Έτσι γεννήθηκε η οργάνωση της Nakam (Εκδίκηση) με ένα κομάντο 5 μελών. Ο καθένας στρατολογούσε επιπλέον μέλη. Σε κάποια φάση μετακινήθηκαν στο Βουκουρέστι. Μια μέρα, σύμφωνα με τον Avidov, μαζεύτηκαν στα κρυφά για να γιορτάσουν την ίδρυση της οργάνωσής τους. Ήταν ήδη πάνω από 40 άτομα. Μίλησε ο Kovner και, όπως πάντα, τους συγκίνησε όλους. «Αναμφίβολα αναλαμβάναμε δράση που ο ίδιος ο Θεός, αν υπήρχε, θα αναλάμβανε» λέει σχετικά ο Avidov.
Ο Kovner θα έλεγε μετά αναδρομικά ότι η ιδέα είχε γίνει εμμονή της ομάδας και ότι είχαν αφοσιωθεί σε αυτό. Είπε ότι έβλεπαν τους εαυτούς τους ως αγγελιοφόρους του μίσους. Ο Kovner περιέγραφε τη συναισθηματική τους κατάσταση εκείνες τις μέρες: «Η καταστροφή δεν υπήρχε γύρω μας. Υπήρχε μέσα μας… Δε φανταζόμασταν ότι μπορούσαμε να επιστρέψουμε στη ζωή ή ότι είχαμε το δικαίωμα να το κάνουμε, να έρθουμε στη γη του Ισραήλ, να κάνουμε οικογένειες, να σηκωνόμαστε το πρωί και να δουλεύουμε λες και οι λογαριασμοί μας με τους Γερμανούς είχαν κλείσει». Αυτή ήταν, στην ουσία, μια αναμέτρηση μεταξύ των δύο εθνών. Για να πάρουν αληθινή εκδίκηση, έπρεπε να ανταποδώσουν επακριβώς τις διαστάσεις του εγκλήματος. Έτσι ο Kovner έθεσε ως στόχο του έξι εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες. Σκεφτόταν με όρους Αποκάλυψης: η εκδίκηση ήταν μια ιερή υποχρέωση που θα λύτρωνε και θα εξάγνιζε τον εβραϊκό λαό. Η ομάδα χωρίστηκε σε πυρήνες, ο καθένας με έναν αρχηγό. Ο κυρίως στόχος του, το σχέδιο Α, ήταν «να δηλητηριάσουν όσο περισσότερους Γερμανούς γινόταν». Το σχέδιο Β ήταν «να δηλητηριάσουν μερικές χιλιάδες πρώην αξιωματικούς των SS στα αμερικάνικα στρατόπεδα της POW». Ο Reichman κατάφερε να διεισδύσουν κάποια μέλη της ομάδας στις εταιρείες ύδρευσης του Αμβούργου και της Νυρεμβέργης. Ο Kovner πήγε στην Παλαιστίνη να φέρει το δηλητήριο – και ήλπιζε να κερδίσει τη στήριξη της Haganah.
Ο Kovner ήταν αρκετά γνωστός στην Παλαιστίνη και καλέστηκε να μιλήσει στην κεντρική επιτροπή της Histadrut. Μίλησε για το Ολοκαύτωμα και τους επιζώντες. Δεν έκανε ούτε καν έναν υπαινιγμό για το σχέδιό του για εκδίκηση. Το εμπιστεύτηκε μόνο σε ελάχιστα άτομα, από τα οποία κανείς όμως δεν μοιράστηκε το δικό του ενθουσιασμό για εκδίκηση.
Η ιδέα επίσης βρήκε αντίσταση μέσα στο δικό του κίνημα, την Hashomer Hatsair. Ο Kovner και οι σύντροφοί του εξήλθαν του Ολοκαυτώματος με το συναίσθημα ότι η πολιτική αντιπαλότητα που προηγήθηκε του πολέμου ήταν ξεπερασμένη. Δεν απαρνούνταν τις πρότερες ιδεολογικές τους τοποθετήσεις. Ωστόσο τώρα ταυτίζονταν περισσότερο με το γεγονός ότι αποτελούσαν επιζώντες παρά με το ότι ήταν μέλη κάποιου συγκεκριμένου κόμματος. Αντιλήφθηκαν τους εαυτούς τους ως ένα «κόμμα μαρτύρων» των οποίων το καθήκον ήταν να κηρύσσουν ασταμάτητα ότι το εβραϊκό έθνος βρισκόταν ακόμη σε κίνδυνο. Δείχνοντας το μίσος των Εβραίων στη Σοβιετική Ένωση, είπε ότι δεν υπήρχε μέλλον για τους Εβραίους εκτός της Παλαιστίνης και ότι η εθνική ενότητα ήταν πολύ σημαντική.
Αυτή η τελευταία ιδέα έφερε εναντίον τους το θυμό του ηγέτη της Hashomer Hatsair, του Meir Yaari. Ο Yaari δεν ήθελε ενότητα, αντιθέτως, ήθελε να χτίσει ξανά την Hashomer Hatsair ως ανεξάρτητη πολιτική οντότητα. Αρνήθηκε να δεχτεί την πιθανότητα να σταματήσει το κίνημα να υπάρχει στην Πολωνία, όπου είχε γεννηθεί, και πίστευε ότι άντεχαν ακόμη τα πολιτικά του αποθέματα. Απέρριπτε και την κριτική εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Kovner, με το παρελθόν του ως τρομοκράτη και αντάρτη, την εμπλοκή του σε μυστικές επιχειρήσεις εκδίκησης και το χάρισμά του, συγκέντρωσε τις υποψίες του Yaari. Ο Yaari είπε ότι ο Kovner έπασχε από το ίδιο σύνδρομο που επλήγησαν οι αποστρατευμένοι στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – αυτό της προσπάθειας «να ξεκινήσουν ξανά την ιστορία από την αρχή» συνεχίζοντας εν καιρώ ειρήνης να ζουν τη ζωή του μετώπου και του χαρακώματος, ανίκανοι να μάθουν ξανά «για τον ηρωισμό της καθημερινής ρουτίνας». Η κοσμοθεώρηση που ο Kovner και οι σύντροφοί του είχαν φέρει από τα δάση ήταν, σύμφωνα με τον Yaari, βασισμένη σε «φιλο-φασιστικές» αντιλήψεις. Και τους πρότεινε να τους στείλει για «επαν-εκπαίδευση».
Λίγο μετά την άφιξή του στην Παλαιστίνη, ο Kovner έγραψε στον Pasha Reichman ότι η Haganah δεν θα ενέκρινε ποτέ το σχέδιο Α αλλά ίσως ήταν πιθανό να βρουν κάποιον που θα έβλεπε εφικτό τον άλλο δρόμο, αν ακολουθούσαν το σχέδιο Β. Ο Kovner θυμήθηκε ότι αργότερα είχε καταφέρει να αποκτήσει μια μεγάλη ποσότητα δηλητηρίου και ότι ο άνθρωπος που τον βοήθησε να το πάρει ήταν ο Chaim Weizmann, ηγέτης της Σιωνιστικής Οργάνωσης, που θα γινόταν ο πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ. Ο καθηγητής Weizmann ήταν ένας εκπαιδευόμενος χημικός.
Ο Kovner περιέγραψε τον Weizmann ως προσεκτικό ακροατή, βαθύ στη σκέψη και σύμφωνο με το σχέδιο. Καταρχάς ήταν σιωπηλός. Έπειτα, λέει ο Kovner, ο Weizmann, 71 ετών τότε, σηκώθηκε και είπε: «Αν ήμουν νεότερος και στη δική σου θέση, ίσως να έκανα ακριβώς το ίδιο πράγμα». Ο Kovner δεν είπε για το αν εκμυστηρεύτηκε στον Weizmann το σχέδιο να δηλητηριάσει έξι εκατομμύρια Γερμανούς ή μόνο το «μικρό σχέδιο» να δηλητηριάσει αιχμαλώτους πολέμου. Σύμφωνα με τον Kovner, ο Weizmann τον έστειλε σε έναν επιστήμονα από τον οποίο είχε ζητήσει να του ετοιμάσει το δηλητήριο. Στη μαγνητοφωνημένη του μαρτυρία, η οποία ζήτησε να μείνει μυστική, ο Kovner αναγνώρισε τον επιστήμονα ως τον Ernst David Bergmann, αργότερα έναν από τους πατέρες του πυρηνικού προγράμματος του Ισραήλ. Ο Bergmann γνώριζε μόνο ότι η ουσία χρειαζόταν για δράση εναντίον πρώην Ναζί και δεν ρώτησε παραπάνω λεπτομέρειες. Ο Kovner πακέταρε το υλικό σε κουτιά γάλακτος. Επίσης ισχυρίστηκε ότι ο Weizmann τον έστειλε σε κάποιον που του έδωσε χρήματα. Αυτός, λέει ο Kovner, ήταν ο Hans Moller, ιδρυτής της Ata, μιας μεγάλης υφαντουργικής επιχείρησης. Ο Kovner αγόρασε χρυσό με τα χρήματα και τον έκρυψε σε σωληνάρια οδοντόπαστας. Έπειτα άρχισε να σχεδιάζει το ταξίδι της επιστροφής του.
Ο Kovner έχει παραμείνει η μοναδική πηγή για αυτό το κομμάτι της ιστορίας. Τα αρχεία του Weizmann δεν έχουν καμία αναφορά για κάποια συζήτησή του με τον Kovner. Ο Weizmann ήταν εκτός χώρας τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι πιθανό, λοιπόν, ο ποιητής να ονειρεύτηκε τη συνάντηση τους. Μπορεί να το είχε ευχηθεί, μετά το γεγονός, για να αποδώσει επίσημη υποστήριξη στο σχέδιό του για εκδίκηση. Αλλά η υπόλοιπη ιστορία μπορεί να επιβεβαιωθεί από διάφορες πηγές.
Το Δεκέμβριο του 1945 ο Kovner μεταμφιέστηκε σε στρατιώτη της Εβραϊκής Ταξιαρχίας και έπλευσε προς την Ευρώπη με ένα πλοίο του βρετανικού στόλου, προσποιούμενος, με τη βοήθεια της Haganah, ότι επέστρεφε στη μονάδα του μετά από άδεια. Σε αυτή τη μαγνητοφωνημένη μαρτυρία, είπε ότι υπέθεσε πως αυτό το κομάντο της Haganah γνώριζε καλά ποιος ήταν ο ίδιος και ποια ήταν η φύση της αποστολής του. Αλλά και πάλι δεν είπε – και δε ρωτήθηκε – αν εννοούσε το «μεγάλο σχέδιο» ή το σχέδιο Β. Ονόμασε δύο ανθρώπους: τον Yitzhak Sadeh, το θρυλικό διοικητή της Palmach, και τον Shaul Avigur της Mossad. Ο Yisrael Galili, ο οποίος αργότερα θα ήταν σημαντικός υπουργός του συμβουλίου της Golda Meir, ενημερώθηκε επίσης. Ο Kovner παρέλαβε πλαστογραφημένα χαρτιά διαβατηρίου και τη στολή της Ταξιαρχίας που χρειαζόταν, καθώς και έναν συνοδό της Haganah να τον βοηθήσει σε ώρα ανάγκης. Αν είχε επιτύχει να φέρει εις πέρας το σχέδιό του, τότε δεν θα ήταν πιθανό να πει ότι είχε δράσει από μόνος του.
Το ταξίδι του ήταν μια αποτυχία. Λίγο πριν το καράβι μπει στο λιμάνι της Toulon, στη Γαλλία, ο Kovner άκουσε να φωνάζουν το όνομά του από τα μεγάφωνα. Του δόθηκε εντολή να παρουσιαστεί στον καπετάνιο. «Η κλήση για το όνομά του επαναλήφθηκε αρκετές φορές» θυμάται ο Kovner. «Πήγα αμέσως στον στρατιώτη που ήταν συνοδός μου από τη Haganah και τον ρώτησα “Τι εννοούν;”, “Μάλλον είναι κλήση για το καθήκον φρούρησης, ως συνήθως”. Ήξερα μόνο λίγες λέξεις στα αγγλικά αλλά ο τόνος της φωνής στα μεγάφωνα μου φάνηκε ύποπτος».
Μέχρι εκείνο το σημείο ο συνοδός γνώριζε μόνο ότι ο Kovner δεν είναι στρατιώτης της Ταξιαρχίας. Δε γνώριζε τίποτα για την αποστολή. Ο Kovner αποφάσισε να του πει. Του έδειξε το δηλητήριο και του είπε ότι αν συνέβαινε τίποτα, θα έπρεπε να το πάει εκεί κι εκεί ή αλλιώς να το καταστρέψει. Του έδωσε επίσης και τον χρυσό. Μετά, έπειτα από μια δεύτερη σκέψη, αποφάσισε να μην εμπιστευτεί το νεαρό άντρα. Πριν αναφερθεί στον καπετάνιο, πέταξε το μισό δηλητήριο έξω από το παραθυράκι του μπάνιου, στη θάλασσα. Πήγε πάνω στο κατάστρωμα και συνελήφθη αμέσως.
Ο Kovner φυλακίστηκε σε μια στρατιωτική φυλακή στο Κάϊρο για τέσσερις μήνες περίπου. Οι Βρετανοί μάλλον δεν τον ρώτησαν ποτέ για το σχέδιο εκδίκησής του. Δε γνώριζαν για το δηλητήριο. Στην πραγματικότητα, δεν γνώριζαν γιατί τον είχαν πράγματι συλλάβει. Η φυλάκισή του παραμένει ένα μυστήριο. Ο Kovner είχε πειστεί προς το τέλος της ζωής του ότι κάποιος τον πρόδωσε για να σαμποτάρει την αποστολή του. Το υπόλοιπο του δηλητηρίου χάθηκε επίσης: ο βοηθός του, φοβούμενος να το κρατήσει, το πέταξε επίσης στη θάλασσα. Παρέδωσε, ωστόσο, τον χρυσό στον προορισμό του.
Ο Pasha Reichman ήταν πλέον μόνος του. Ένιωσε υποχρεωμένος απέναντι στην ιστορία και τους άντρες του και ανησύχησε για την ασφάλειά τους. Συνέχιζαν να δουλεύουν στις εταιρείες ύδρευσης στο Αμβούργο και τη Νυρεμβέργη, σε μια κατάσταση σχεδόν ανυπόφορης έντασης, παριστάνοντας πως είναι μέρος μιας Γερμανικής κοινωνίας την οποία σιχαίνονταν και σχεδίαζαν να καταστρέψουν, πάντοτε με κίνδυνο να αποκαλυφθούν οι πραγματικές τους ταυτότητες. Είχαν ήδη βρει το ακριβές σημείο όπου θα αναμείγνυαν το δηλητήριο μέσα στο δίκτυο της παροχής νερού. Στη Νυρεμβέργη είχαν μάλιστα καταφέρει να βρουν και τις βαλβίδες των σωλήνων νερού που οδηγούσαν στις γειτονιές όπου διέμενε το αμερικάνικο στρατιωτικό προσωπικό και οι οικογένειές τους. Οι εκδικητές σχεδίαζαν να γλιτώσουν αυτές τις ζωές. Όλα ήταν έτοιμα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν το δηλητήριο.
Όταν ο Reichman έμαθε ότι ο Kovner είχε συλληφθεί και το δηλητήριο χάθηκε, αποφάσισε να προχωρήσει στο σχέδιο Β. Θυμόταν ότι δεν ήταν εύκολο να εξηγήσει στους ανθρώπους του την αλλαγή σχεδίου. Όλοι πίστευαν ότι θα σκότωναν έξι εκατομμύρια Γερμανούς και τους λεγόταν να ικανοποιηθούν μόνο με χίλιους. «Ήταν μια τραγωδία», θυμάται ο Reichman. Τους υποσχέθηκε ότι το μεγάλο σχέδιο αναβλήθηκε απλώς για λίγο. Ο Reichman είχε λίγο νωρίτερα στραφεί προς τον Yitzhak “Antek” Zuckerman – έναν ηγέτη της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας και σύζυγο της Tzivia Lubetkin – και πρότεινε στον Zuckerman να αναλάβει την ηγεσία των εκδικητών αντί του Kovner. Ο Zuckerman αρνήθηκε. «Αν πίστευα ότι μπορούσαμε να καταστρέψουμε το γερμανικό λαό, έθνος προς έθνος, θα σας συνέδραμα», δήλωσε αργότερα. «Αλλά να δηλητηριάσουμε πηγάδια ή ένα ποτάμι; Να προκαλέσουμε πανώλη; Ας πούμε ότι εκτελέσαμε και 10,000 – ποιο θα ήταν το νόημα; … Παρόλα αυτά, ένας μικρός εβραϊκός ουμανισμός παρέμεινε μέσα μας, ακόμη και μετά από όλα αυτά που μας έκαναν». Είδε στην ομάδα του Kovner «έναν κίβδηλο ρομαντισμό», «έναν ψευδή μεσσιανισμό» και τρέλα.
Στις 13 Απριλίου του 1946 κάποια μέλη της οργάνωσης παρεισφρήσανε μέσα στο αρτοποιείο που προμήθευε με ψωμί το Stalag 13 του στρατοπέδου του POW, όχι μακριά από τη Νυρεμβέργη. Έχυσαν σκόνη αρσενικού, παρόμοια με αλεύρι, στον πάτο από μερικές χιλιάδες καρβέλια ψωμί αλλά τους διέκοψαν όσο το έκαναν και έπρεπε να το εγκαταλείψουν. Η αστυνομία, υποθέτοντας απόπειρα διάρρηξης, δεν πρόσεξε ότι το ψωμί είχε δηλητηριαστεί, οπότε το ψωμί μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο. Λίγες ημέρες αργότερα, το Associated Press μετέδωσε ότι γύρω στις 2,000 από τις 15,000 κρατούμενους του στρατοπέδου είχαν αρρωστήσει από τροφική δηλητηρίαση. Κάποιοι ήταν «σοβαρά άρρωστοι» αλλά «κανείς δεν πέθανε». Ο Kovner είχε εξοικειωθεί με αυτή την αόριστη γλώσσα. «Υπήρχαν αντιτιθέμενες αναφορές από το στρατό και τον Τύπο», είπε χρόνια αργότερα. «Όπως και να χει, εκατοντάδες αμερικάνικα ασθενοφόρα καλέστηκαν. Υπήρχαν αναφορές ότι πέθαναν 400 άτομα, υπήρχαν αναφορές για 1,000 άτομα. Υπήρχαν αναφορές ότι οι περισσότεροι ήταν εκτός κινδύνου». Έκανε μια εικασία ότι μπορεί το δηλητήριο να μην ήταν καλό – ο Reichman είχε καταφέρει να το βρει στο Παρίσι. Όπως και να χει, η επιχείρηση δεν έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Και δεν βρήκε ανταπόκριση στην Παλαιστίνη.
Δεν υπήρξε λοιπόν «η συγκλονιστική πράξη» που ο Kovner και οι συνοδοιπόροι του είχαν ονειρευτεί και ο Kovner, ο οποίος είχε εντωμεταξύ απελευθερωθεί, απαίτησε να έρθουν στην Παλαιστίνη για ένα συμβούλιο. Από όσο μπορούσε να κρίνει, η αποτυχία της επιχείρησης τους είχε ρίξει σε βαθιά κατάθλιψη. Είχε λάβει αναφορές ότι κάποιοι από αυτούς σκέφτονταν να αυτοκτονήσουν. Για τους περισσότερους ήταν πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν το σχέδιο. Κάποιοι κατηγόρησαν τον Kovner ότι είχε προδώσει την ιδέα της εκδίκησης. Υποψιάζονταν ότι σχεδίαζε να τους ωθήσει σε μια κανονική ζωή – μια ασυγχώρητη αμαρτία, για τους ίδιους.
Ήρθαν απρόθυμα και έμειναν στο Κιμπούτς του Ein Hahoresh, όπου υπήρξαν προσπάθειες να τους εκπαιδεύσουν για να δουλεύουν στα χωράφια με τα τεύτλα και τις μπανάνες. «Το να καλλιεργούν μπανάνες δε σήμαινε τίποτα για εκείνους» σημείωσε αργότερα ο Avidov. Ο Kovner προσπάθησε να τους πείσει ότι είχαν χάσει την πνευματική δύναμη που χρειαζόταν για την εκδίκηση, ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη είχαν αλλάξει, ότι το σχέδιο Α δεν θα μπορούσε πλέον να εκτελεστεί. Ένας λόγος ήταν το ρίσκο ότι μπορεί να έβλαπταν τους πολλούς Εβραίους που είχαν εγκατασταθεί σε γερμανικές πόλεις. Κάποια μέλη αρνήθηκαν να τον ακούσουν κι επέστρεψαν στην Ευρώπη. Μεταξύ τους ήταν κάποιοι που είχαν απογοητευτεί και απελπιστεί τόσο πολύ από την «προδοσία» από τον άνθρωπο που τόσο θαύμαζαν, που δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο Ισραήλ. Άλλοι έπαιξαν ένα ρόλο σε αυτό που ονομάστηκε σχέδιο Γ: ατομικές και άμεσες επιθέσεις εναντίον αναγνωρισμένων εγκληματιών πολέμου των Ναζί. Αυτή η επιχείρηση αναλήφθηκε εν γνώσει των υψηλόβαθμων της Haganah και συμμετείχαν επίσης και στρατιώτες από την Εβραϊκή Ταξιαρχία.
Πολλοί από την Εβραϊκή Ταξιαρχία είχαν συγγενείς που είχαν σκοτωθεί στο Ολοκαύτωμα. Κάποιοι από αυτούς τους στρατιώτες ήταν από τους πρώτους που είχαν μπει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά την απελευθέρωση και μετέφεραν περιγραφές τρόμου πίσω στους συντρόφους τους, κάποιοι εκ των οποίων είχαν συναντήσει ήδη τον Abba Kovner. Είχαν εντυπωσιαστεί από τη δίψα του για εκδίκηση και βοήθησαν για την προμήθεια του δηλητηρίου για την επιχείρηση του Stalag 13, μεταφέροντάς το από το Παρίσι στη Νυρεμβέργη. Ο συγγραφέας Hanoch Bartov ανασυνέθεσε τα συναισθήματά τους:
Όχι πολλά… καμιά χιλιάρα καμένα σπίτια. Πεντακόσιοι νεκροί. Εκατοντάδες βιασμένες γυναίκες… Για αυτό είμαστε εδώ. Όχι για τις ελευθερίες του Ρούζβελτ. Ούτε για την Βρετανική Αυτοκρατορία. Όχι για τον Στάλιν. Είμαστε εδώ για αιματηρή εκδίκηση. Μία και μόνο άγρια εβραϊκή εκδίκηση. Μόνο για μια φορά, όπως οι Τάταροι. Όπως οι Ουκρανοί. Όπως οι Γερμανοί. Όλοι μας, όλες οι ματωμένες καρδιές… θα μπούμε σε μια πόλη και θα την κάψουμε, δρόμο-δρόμο, σπίτι-σπίτι, Γερμανό-Γερμανό. Γιατί θα έπρεπε εμείς να θυμόμαστε το Άουσβιτς; Ας θυμούνται κι αυτοί μία πόλη που θα καταστρέψουμε.
Στο τέλος του πολέμου, ήλπιζαν να τους στείλουν στη Γερμανία ως τμήμα του κατοχικού στρατού. Αυτό ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τον Moshe Sharett, όχι για στρατιωτικούς λόγους, αλλά «πάνω από όλα» για συμβολικούς και ηθικούς λόγους – «για να δώσουν ικανοποίηση στον εβραϊκό λαό».
Την εποχή που η Εβραϊκή Ταξιαρχία έφτασε στην Ιταλία, ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί. Οι στρατιώτες πήραν μέρος μόνο σε λίγες μάχες. Ήταν απογοητευτικό. Μετά, κάθονταν αδρανείς. Κάποιοι από αυτούς έβγαλαν την οργή τους εναντίον Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου και βανδάλισαν δημόσια περιουσία. Αυτές οι πράξεις, φυσικά, μείωσαν τις ευκαιρίες τους για να σταλούν στη Γερμανία. Όσο περισσότερο παρέμεναν στην Ιταλία, τόσο πολύ βαριούνταν. «Η υπομονή μας εξαντλείται», έγραψε ένας από αυτούς. «Φοβάμαι ότι κάτι θα εκραγεί. Μια τέτοια έκρηξη είναι πιθανό να μας βλάψει, επειδή θα είναι δύσκολο να τη διοχετεύσουμε όπως πρέπει». Σε κάποια φάση οι νεότεροι από αυτούς μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να ξεκινήσουν επιχειρήσεις εκδίκησης ψάχνοντας για Γκεστάπο και πράκτορες των SS στη διασυνοριακή περιοχή μεταξύ Ιταλίας και Αυστρίας. Αυτό ήταν, με τα λόγια ενός στρατιώτη, «μια πράξη ανυπακοής». Οι αξιωματικοί τους, ωστόσο, μάλλον το έβλεπαν ως μια χρήσιμη διέξοδο για την οργή των στρατιωτών.
Ένας αξιωματικός, ο Yisrael Karmi, θα τους περιέγραφε αργότερα ως «τους καλύτερους άντρες της ταξιαρχίας, τους πιο πιστούς από τους πιο πιστούς». Από τύχη βρήκαν σχεδόν αμέσως έναν υψηλά ιστάμενο της Γκεστάπο. Ο άνθρωπος αυτός συνεργάστηκε μαζί τους και τους παρέδωσε μια λίστα με ονόματα. Ο Karmi θυμάται ότι η λίστα κατατέθηκε καθαρογραμμένη με υποδειγματική τάξη: ονόματα, βιογραφικές λεπτομέρειες, παρελθούσες δραστηριότητες, διευθύνσεις. Χρησίμευσε σαν λίστα στόχων. «Έχουμε φτάσει στην πηγή» ανέφερε ο αξιωματικός της ταξιαρχίας Meir Grabovski στον Moshe Sharett του εκτελεστικού τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας. «Όλες οι έρευνες είναι στα χέρια μας. Αποκτήσαμε το φάκελο με τις κάρτες τους και ξέρουμε ποιοι είναι και που βρίσκονται… Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να τους βρούμε και να τους παραδώσουμε [στους εκδικητές] χωρίς να πρέπει να υπολογίσουμε τους κυκεώνες της παγκόσμιας πολιτικής, να κάνουμε απλά το σωστό για το χυμένο αίμα». Ο Grabovski (αργότερα Argov), ένας από τους ηγέτες του κόμματος Mapai, έθετε την εκδίκηση σαν ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της ταξιαρχίας μετά τον πόλεμο. Στο γράμμα του προς τον Sharett έγραψε πως δεν εννοούσε «μια εκδίκηση όχλου» αλλά μάλλον μια τιμωρία εναντίον των αντρών των SS που είχαν συμμετάσχει στις σφαγές.
Η μέθοδός τους ήταν απλή. Μεταμφιέζονταν σε Βρετανούς στρατονόμους και εμφανίζονταν στα σπίτια των θυμάτων τους με ένα στρατιωτικό φορτηγό προσαγωγής υπόπτων, με τις πινακίδες του θολωμένες από τη λάσπη. Χτυπούσαν την πόρτα, βεβαίωναν την ταυτότητα του ανθρώπου και του ζητούσαν να έρθει μαζί τους για κάποια διαδικασία ρουτίνας. Γενικά, δεν υπήρχαν προβλήματα. Θα πήγαιναν τα θύματά τους σε μια προσχεδιασμένη τοποθεσία, θα τους αναγνώριζαν και θα τους σκότωναν. Σε μερικές περιστάσεις δεν πήγαιναν μακριά από το σπίτι. «Το φορτηγό μας ήταν κλειστό από όλες τις πλευρές με ένα κάλυμμα καμβά», λέει ένας από αυτούς. «Το πάτωμα είχε από κάτω στρώματα. Ένας ή δύο άτομα από εμάς θα περίμεναν κρυμμένοι στο σκοτάδι. Το λεπτό που θα εμφανιζόταν το κεφάλι του Γερμανού, αυτός που φυλούσε καρτέρι θα έπεφτε πάνω του, θα του έσφιγγε τα χέρια κάτω από το πηγούνι και το λαιμό και θα τον πετούσε προς τα πίσω στα στρώματα, τα οποία έπνιγαν τον ήχο. Η πτώση, με το κεφάλι του Γερμανού μαγκωμένο, θα τον έπνιγε και θα του έσπαγε το σπόνδυλο του λαιμού ακαριαία».
Ένας από τους εκδικητές που είχε έρθει από την Παλαιστίνη για αυτό το σκοπό ήταν ο Shimon Avidan , πρώην διοικητής της γερμανικής μονάδας του Palmach. Ο Avidan είχε αναλάβει προσωπικά, μεταξύ άλλων, το έργο του εντοπισμού του Adolf Eichmann. Σύμφωνα με τον Kovner, κατάφερε πράγματι να βρει την κρυψώνα των Ναζί αλλά σκότωσε κάποιον άλλο. «Ήταν κάποιος που αποκαλούσε τον εαυτό του Eichmann», λέει ο Kovner. Μια γυναίκα που πίστευαν για γυναίκα του Eichmann, είχε πει ότι ήταν η σύζυγός του. Υπήρχαν πολλές εξωτερικές ομοιότητες. Οι εκδικητές είχαν πιστέψει ότι ο Avidan είχε σκοτώσει τον Eichmann. Ο Kovner το πίστευε επίσης, καθώς και ο ίδιος ο Avidan, αν και έλεγε πάντοτε ότι ήταν μόνο 50% σίγουρος ότι είχε σκοτώσει τον Eichmann.
Ο αξιωματικός της Haganah, υπεύθυνος για την ταξιαρχία, ήταν ο Michael Ben-Gal, έδινε τη συγκατάθεσή του στις πράξεις τους, όμως απρόθυμα. Επιθυμούσε κι αυτός την εκδίκηση και την έβλεπε θετικά και πίστευε ότι αυτοί που είχαν συμμετάσχει στις δολοφονίες Εβραίων έπρεπε να εκτελεστούν. Αλλά απέρριπτε αυτό που αργότερα ονόμαζε «αντάρτικη φύση» της επιχείρησης. «Ήταν αντάρτικη επιχείρηση επειδή υπάρχει πολύ αυτό το αντάρτικο στοιχείο στον εβραϊκό χαρακτήρα κι ο χαρακτήρας των αντρών της Haganah που έρχονταν από την Παλαιστίνη κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που έμοιαζε στο αντάρτικο». Όταν έρχονταν να πάρουν την έγκρισή του για την εκτέλεση ενός προσώπου, εκείνος απαιτούσε να υπάρχει στοιχεία για την ενοχή του στόχου. Αν σκότωναν το θύμα χωρίς την έγκριση του Ben-Gal, εκείνος συμπέραινε ότι τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή.
Κάποιες πράξεις εκδίκησης ήταν, για εκείνον, τίποτα άλλο παρά «πράξεις χουλιγκανισμού». Έτσι, για παράδειγμα, κάποιοι από τους εκδικητές κάποτε έστησαν ενέδρα δίπλα σε έναν δρόμο και πυροβολούσαν ότι κινούταν. Σε τουλάχιστον ένα περιστατικό, θυμάται ο Ben-Gal, σκότωσαν μια Εβραία γυναίκα, επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, κατά λάθος. Υπήρχε επίσης το πρόβλημα του τι να κάνουν με τα πτώματα. Οι εκδικητές αρέσκονταν να τα αφήνουν εκεί να ανακαλύπτονται από άλλους. Αλλά ο Ben-Gal φοβόταν ότι αν το έκαναν αυτό, θα διακινδύνευαν τους στρατιώτες της ταξιαρχίας. Απαίτησε τα πτώματα να ρίχνονται σε κοντινές λίμνες αλλά δεν τον υπάκουαν πάντοτε. Παραπονιόταν για την έλλειψη πειθαρχίας.
Ως στρατιωτικός ο Ben-Gal ήθελε ακριβείς οδηγίες πριν δράσει. Κάποτε ζήτησε την καθοδήγηση του Moshe Sharett. Ο Sharett απάντησε ότι η εκδίκηση στο όνομα του εβραϊκού λαού θα έπρεπε να είναι «εκδίκηση που να αξίζει το όνομά της». Θα έπρεπε να κατευθύνεται σε επιφανείς στόχους, να «δημιουργεί εντύπωση σε ολόκληρο τον κόσμο, έτσι ώστε ο κόσμος να συνειδητοποιεί ότι το εβραϊκό αίμα δεν πουλιέται φτηνά». Ο Ben-Gal έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο Abba Kovner και η ομάδα του, «με τον ιδιαίτερό τους ζήλο», ήταν πολύ πιο κατάλληλοι για την αποστολή αυτή από ότι οι στρατιώτες της ταξιαρχίας. Συμφώνησε, λοιπόν, να τους βοηθήσει.
Κάποιοι από τους στρατιώτες που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις αντεκδίκησης θα προωθούνταν, στα χρόνια που ακολούθησαν, στις ανώτερες βαθμίδες του Ισραηλινού στρατού. Μεταξύ τους, κάποιοι στρατηγοί και ένας αρχηγός προσωπικού, ο Haim Laskov. Χρόνια αργότερα ο Laskov είπε: «Δεν ήταν “ωραίες” πράξεις. Ήταν πράξεις εκδίκησης. Στην τελική, εμείς χάσαμε στον πόλεμο. Χάσαμε έξι εκατομμύρια Εβραίους. Όποιος δεν έχει δει αυτά τα μέρη, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κρεματόρια, δεν θα μπορεί ποτέ να καταλάβει τι μας έκαναν. Επειδή ήμασταν αδύναμοι και δεν είχαμε τη δική μας χώρα και δεν είχαμε δύναμη, εκδικηθήκαμε. Δεν ήταν ωραία πράξη». Όπως και να χει, δεν έγινε σε μεγάλη κλίμακα. «Λυπάμαι που το λέω αλλά δεν εκτελέσαμε τόσο πολλούς», είπε ο Laskov.
Τα καλέσματα για το ξέσπασμα της εκδίκησης εναντίον των Ναζί που ακούγονταν στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια του πολέμου, έγιναν ακόμη μεγαλύτερα καθώς πληροφορίες για την εξόντωση των Εβραίων διαδίδονταν. Σε συνθήματα, άρθρα και δηλώσεις ποικίλων οργανώσεων, ο Τύπος έδινε συχνά φωνή στην επιθυμία για εκδίκηση. Αυτές οι εκφράσεις των λαϊκών αισθημάτων αποτελούσαν επίσης και θλιβερές προσπάθειες για να αποτραπεί η νίκη των Ναζί. Ο πόλεμος εναντίον των Ναζί ήταν «ένας πόλεμος τιμής και εκδίκησης» και η κατάταξη στο Βρετανικό στρατό αποτελούσε πράξη που αντανακλούσε «αδιέξοδο θυμό και εκδικητική μανία». «Οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε να ήταν εκεί», έγραψε η Haaretz, «και για όποιον σώθηκε – η ζωή του είναι αφοσιωμένη στον πόλεμο και την ανταπόδοση. Όχι πένθος και κλάματα: εκδίκηση!» Λίγες μέρες νωρίτερα, η εφημερίδα είχε πει: «Ο καθένας συμπεραίνει ότι κανένα δάκρυ δεν θα αποτρέψει τους Γερμανούς δολοφόνους από όσα κάνουν. Αλλά οι δολοφόνοι θα γνωρίζουν ότι η εκδίκηση θα έρθει, όπως ακριβώς είναι γραμμένο: “οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντα”». «Ας σηκωθεί κάθε χέρι στο Ισραήλ για να εκδικηθούμε για τα θύματά μας», διακήρυξε η κεντρική επιτροπή της Ένωσης Συγγραφέων. Το Etzel ανακοίνωσε ότι ιδρύει μονάδες εκδίκησης «που θα ανανεώσουν την παράδοση της εκδίκησης από τις μέρες του Σαμψών», δηλαδή της παράδοσης της λύτρωσης με το αίμα. «Το Etzel στη γη του Ισραήλ θα πάρει εκδίκηση από τους Γερμανούς όπου κι αν βρίσκονται… Ένας φθονερός και εκδικητικός Θεός θα είναι βοηθός μας, αμήν».
Όταν η εξόντωση των Εβραίων βρισκόταν στο υψηλότερό της σημείο, η Haolam, η κύρια εφημερίδα της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης, που τότε εκδιδόταν στην Ιερουσαλήμ, έβγαλε ένα άρθρο που απαιτούσε «πραγματική εκδίκηση» και «χειροπιαστή ανταπόδοση». Για κάθε Εβραίο που σκότωναν οι Ναζί, ένας κρατούμενος Ναζί των Συμμάχων θα έπρεπε να σκοτώνεται. Το κάλεσμα για εκδίκηση παρακίνησε σε οξείες αντιδράσεις, αναγκάζοντας τον εκδότη της εφημερίδας, Moshe Kleinman, να αποπειραθεί να εξηγήσει τη συναίνεση της κοινής γνώμης. Η επιθυμία για εκδίκηση, έγραψε, ήταν «ιερό, ανθρώπινο συναίσθημα, όπως και κάθε ανθρώπινο συναίσθημα». Αλλά, είπε, δεν εξέφραζε ένα σχέδιο δράσης. Αντανακλούσε, μάλλον, μια απύθμενη απελπισία – «την απελπισμένη κραυγή των δυστυχισμένων και των καταπιεσμένων, των ανίκανων να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, που απαιτούν δικαίωση για το αίμα τους από τη συνείδηση του κόσμου και επιθυμούν, τουλάχιστον στη φαντασία τους, να δουν “εκδίκηση για το αίμα των υπηρετών [του Θεού]”». «Αν είχαν την ικανότητα να εκδικηθούν, δεν θα το έκαναν», πρόσθεσε ο εκδότης της Haolam: «Μπορεί να ειπωθεί με απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν θα υπήρχε ούτε ένας από εμάς, ακόμη κι από αυτούς που φωνάζουν ασταμάτητα για εκδίκηση, ο οποίος θα πελεκούσε ένα κρανίο με τα ίδια του τα χέρια, δεν θα διαμέλιζε τους γέρους και τους νέους, δεν θα ξεκοίλιαζε τα στομάχια των εγγείων γυναικών… Όχι, τέτοια πράγματα δεν έγιναν ποτέ από Εβραίους και ποτέ δεν θα γίνουν. Ένας Εβραίος είναι ανίκανος να τα κάνει ακόμη κι αν όλη μέρα ουρλιάζει “Εκδίκηση! Εκδίκηση!”». Εδώ ο εκδότης διέκρινε μεταξύ του ατομικού Γερμανού και του γερμανικού έθνους: «Σε καμία περίπτωση δεν θα πελεκούσα το κρανίο ενός ατομικού Γερμανού τον οποίο θα είχα στα χέρια μου. Αλλά είμαι έτοιμος να επιβάλω στο γερμανικό λαό ένα αμετροεπές μέτρο για να υποφέρουν και να βασανίζονται για εκατοντάδες χρόνια μέχρι οι βαρείς τους αμαρτίες να καούν εντελώς και να εξαγνιστούν».
Η επιθυμία για εκδίκηση είναι ένα βασικό συναίσθημα, όπως ο φόβος και η ευτυχία και ίσως όπως η πείνα και η δίψα, έγραψε ένας αρθρογράφος στην Davar, αλλά «η ανώτερη Ευρωπαϊκή-Εβραϊκή ηθική την κατηγοριοποιεί ως ένα ποταπό ένστικτο που θα έπρεπε να ξεριζωθεί από την καρδιά». Η κατάλληλη απάντηση στα εγκλήματα των Ναζί, συνέχιζε η Haaretz, δεν μπορεί να είναι μια απλή πράξη ανταπόδοσης ή εκδίκησης, αλλά μόνον «μια πλήρης και δίκαιη τιμωρία» μετά από μια δίκη. Η σοσιαλιστική Mishmar έλεγε: «Η εκδίκηση για το εβραϊκό αίμα έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Σοβιετική Ένωση» μέσα από τον Κόκκινο Στρατό και τη νίκη του στον πόλεμο.
Ο Pasha Reichman θυμάται πως προσπαθούσε να πείσει τον David Ben-Gurion να υποστηρίξει το σχέδιο της εκδίκησης, αλλά ο Ben-Gurion άκουσε μόνον για λίγα λεπτά πριν αποφασίσει: «Η εκδίκηση στην ιστορία είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό πράγμα, αλλά αν μπορούσαμε να φέρουμε πίσω έξι εκατομμύρια Εβραίους από το να σκοτώσουμε έξι εκατομμύρια Γερμανούς, θα ήταν ακόμη σημαντικότερο». Αρνήθηκε να υποστηρίξει την ομάδα του Reichman. Η κυρίαρχη ψυχική διάθεση στον τότε εβραϊσμό (yishuv) ενώ ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, ήταν λοιπόν να καταπιέσουν την ώθηση που ένιωθαν για εκδίκηση. Αυτή η προδιάθεση αυξήθηκε μετά τον πόλεμο όταν η άμεση αποστολή ήταν να επιταχύνουν την briha από την ανατολική Ευρώπη στην αμερικάνικη ζώνη κατοχής της Γερμανίας, με σκοπό να αναγκάσουν τη Βρετανία να αποσύρει τους περιορισμούς στη μετανάστευση. Οι φαντασιώσεις εκδίκησης των επιζώντων του Ολοκαυτώματος ανήκαν, όπως και το ίδιο το Ολοκαύτωμα, σε έναν διαφορετικό, πολύ ξένο κόσμο. Ο θάνατος εκατομμυρίων Γερμανών δεν μπορούσε να προωθήσει το σιωνιστικό αγώνα. Αντιθέτως, όπως και ο τυχοδιωκτισμός της haapala (παράνομης μετανάστευσης/ Aliyah), η επιχείρηση εκδίκησης ήταν πιθανό να βλάψει τις προσπάθειες της Εβραϊκής Υπηρεσίας να δημιουργήσει καλή διάθεση και υποστήριξη για τον κύριο σκοπό της – την ίδρυση ενός κράτους.
Αυτή ήταν η αμοιβαία συμφωνία υπό την οποία ιδρύθηκε το Ισραήλ, επίσης. Ο Meir Argov, πρώην Grabovski, της Εβραϊκής Ταξιαρχίας, πλέον μέλος της Knesset παρέθεσε μια δήλωση του Haim Nahman Bialik κατά τη διάρκεια μιας αντιπαράθεσης γύρω από τις σχέσεις του Ισραήλ με τη Γερμανία: «Ούτε ο διάβολος δεν έχει μηχανευτεί μια κατάλληλη εκδίκηση για το αίμα ενός μικρού παιδιού». Δεν υπήρχε άφεση αμαρτιών για το αίμα εκατομμυρίων δολοφονημένων, εξήγησε ο Argov. Σε μια άλλη περίσταση, ο Argov είπε στην Βουλή ότι αν ο Χίτλερ είχε δει την ισραηλινή σημαία να κυματίζει στη Βόνη, θα ανατρίχιαζε. Αυτό, είπε, ήταν πραγματική εκδίκηση. Ο Rozka Korczak, ο οποίος υπηρέτησε στις δυνάμεις των ανταρτών μαζί με τον Kovner πίστευε ότι η κατάλληλη απάντηση ήταν η νίκη της ζωής στο Ισραήλ: «Χτίσιμο, η ιδέα του χτισίματος, η αξία του χτισίματος θα δώσει μορφή στην εκδίκησή μας». Ακόμη κι ο Menahem Begin, ο οποίος ηγούταν της αντιπολίτευσης στο θέμα της αναγνώρισης της Γερμανίας, δήλωσε πως ένας πόλεμος εκδίκησης δεν ήταν πλέον θεμιτός.
Οι περισσότεροι εκ των εκδικητών, εν τέλει, διάλεξαν να κρατήσουν τις ιστορίες για τους εαυτούς τους. Από κάποιους πάρθηκαν συνεντεύξεις με τον όρο να μην αποκαλυφθούν τα ονόματά τους, ενώ άλλοι κατέθεσαν τα απομνημονεύματά τους σε ιστορικά αρχεία, επίσης υπό τον όρο της ανωνυμίας. Οι περισσότεροι προτίμησαν να παραμείνουν σιωπηλοί και δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε τι θέλανε να κρύψουν – αυτά τα λίγα που έκαναν ή το γεγονός ότι δεν έκαναν περισσότερα. Κάποιοι χρησιμοποίησαν την ανωνυμία για να ζωντανέψουν τις φαντασιώσεις τους στις καταθέσεις τους. Αυτή η αποστολή δεν ήταν δυνατόν να έρθει σε πέρας και ήταν αμφίβολη ηθικά από κάθε προοπτική. Τελικώς, οι δραστηριότητές τους περιορίστηκαν και δεν έκαναν πια καμιά εντύπωση. Έτσι, στους εκδικητές δεν απονεμήθηκε ένα μέρος στο πάνθεον της δόξας του Ισραήλ, ένα μέρος που κατοικούσαν ήδη οι εξεγερμένοι των γκέτο, οι αλεξιπτωτιστές, οι λαθρέμποροι όπλων και αυτοί που συμμετείχαν στη briha και τη haapala. Οι εκδικητές είδαν τους εαυτούς τους ως πράκτορες της ιστορίας, όμως οι περισσότεροι σιωνιστές ηγέτες τους έβλεπαν σαν μπελά και πολιτική ευθύνη. Οι εκδικητές θέλησαν δικαιοσύνη, οι ηγέτες θέλησαν κράτος. Οι εκδικητές μίλησαν εκ μέρους των τελευταίων Εβραίων και το μέλλον ανήκε στους πρώτους Ισραηλινούς.
Tom Segev
“The Seventh Million, the Israelis and the Holocaust”
σελ. 140-152.