Κάθε εβδομάδα, ίσως και κάθε μέρα, καθόμαστε να διαβάσουμε ειδήσεις και δεν είναι λίγες οι φορές που τα μονόστηλα φιλοξενούν συνοπτικές ειδήσεις με (α)σαφές περιεχόμενο γύρω από τον τυχαίο θάνατο ενός που δεν γεννήθηκε εδώ. Κάποιες φορές, μας θυμόμαστε να κουβαλάμε κόμπο στο στομάχι, θυμό, χολή, όταν τα διαβάζαμε αυτά. Εφόσον εκείνοι δεν βγάζουν προς τα έξω ποιοι ξένοι σκοτώνονται για λόγους μίσους. Εφόσον εκείνοι δεν έχουν ούτε μια φορά στην ιστορία βγάλει ένα ρεπορτάζ που να λέει ότι ο τάδε, ξένος, γιατί δεν γεννήθηκε εδώ, δολοφονήθηκε. Ναι, δολοφονήθηκε, αυτός που δεν γεννήθηκε εδώ, δολοφονήθηκε ακριβώς γιατί δεν γεννήθηκε εδώ.
Εφόσον αυτό δεν το έχουν γράψει ποτέ και εφόσον ξέρουμε σε τι χώρα ζούμε, είναι καθήκον και υποχρέωση σαν συνεπείς κάτοικοι αυτής της χώρας να θεωρούμε πως όλοι αυτοί οι θάνατοι που δεν ονομάζονται δολοφονίες, εκτελέστηκαν επειδή έτσι τους καύλωσε αυτούς που γεννήθηκαν εδώ και είναι φασίστες ή απλώς έλληνες. Αυτή η πεποίθηση, που μας μεταδόθηκε σαν ενέσιμο ναρκωτικό από τους dealers του Cafe Morgenland, αυτό λοιπόν το αυθαίρετό μας συμπέρασμα, να πιστεύουμε δηλαδή πως κάθε θάνατος ξένου σε μονόστηλο σε εφημερίδα, κανάλι ή blog είναι μια στυγνή ρατσιστική δολοφονία από σκατοέλληνες ή φασίστες (χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο) έχει αιτίες και συνέπειες.
Η μία αιτία – είπαμε – είναι ότι αυτά δεν ονομάζονται ρατσιστικές δολοφονίες από κανέναν, πχ ακόμα και οι αναρχικοί στα διάφορα καφενεία ή ηλεκτρονικά φόρουμ θα ρωτάνε πρώτα σαν ντετέκτιβς για να το εξακριβώσουν: που το ξέρουμε ότι χτυπήθηκε επειδή ήταν ξένος; Άλλη αιτία – πιο σοβαρή – είναι ότι ποτέ, μα ποτέ δεν θέλουμε εμείς, από τη δικιά μας μπάντα, να πούμε, να υπονοήσουμε δηλαδή καν, ότι μια ρατσιστική δολοφονία δεν είναι τέτοια γιατί έτσι θα δικαιώναμε και την κρατική/κοινωνική πολιτική της σιωπής και των “σκοτεινών (θεοσκότεινων!) αριθμών των ρατσιστικών επιθέσεων”. Θα το θεωρούσαμε ασυγχώρητο από τον εαυτό μας. Έτσι, αυτή η δογματική μας, αυθαίρετη τακτική είναι ένα δίχτυ ασφάλειας για να μην πέσουμε ποτέ σε αυτό το σφάλμα. Έτσι λέει το Morgenland. Και σωστά.
Κι έτσι φτάνουμε και στις συνέπειες της απαίσιας αυτής και προβοκατόρικης ανθελληνικής τακτικής: όταν βγαίνουμε στο δρόμο ή καθόμαστε στο σπίτι έρχονται αυτοί οι κόμποι στο στομάχι, αυτό το στραβομουτσούνιασμα, αυτή η χολή ότι κυκλοφορούμε και μένουμε δηλαδή μέσα σε μια κοινωνία δολοφόνων, ελλήνων δολοφόνων, ότι αυτές οι ψυχές που ήρθαν από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Αλβανία δεν το περίμεναν αυτό που έπαθαν, ότι θα περάσουν ολόκληρες θάλασσες και χώρες ή βουνά και ελέγχους με όπλα για να φτάσουν εδώ και να δεχτούν μια σφαίρα από το πουθενά στην Ομόνοια, ένα μαχαίρωμα στον Κολωνό, έναν ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου στη Θήβα. Και, βέβαια, είναι κι αυτή η μέρα σκατά.
Πρέπει να προκύψει το εύλογο ερώτημα στον καθένα: αν σε σκοτώνουν γιατί είσαι ξένος, πως την προετοιμάζουν οι δράστες αυτή τη δολοφονία στην καθημερινότητα; Είναι αυτά τα βλέμματα του μίσους που βλέπουμε πράξεις προετοιμασίας μιας δολοφονίας; Είναι οι κουβέντες για τους ξένους που γέμισαν την ελλάδα πράξεις προετοιμασίας μιας δολοφονίας; Είναι μήπως συγχωροχάρτια στους δολοφόνους ΜΑΤατζήδες που πετούσαν μετανάστες ξυλοκοπημένους και σκοτωμένους τουλάχιστον μία φορά στα χαντάκια της Πέτρου Ράλλη; Είναι όλο αυτό – αυτή η κοινωνία – ένα χωνευτήρι δολοφονικών σκέψεων και πρακτικών; Κι αν αυτοί οι ξένοι που γνωρίσαμε τα βιώνουν όλα αυτά, πώς να νιώθουν; Πώς να σηκώνονται για τη δουλειά, πώς να κοιτάνε στα μάτια αυτούς και εμάς που γεννηθήκαμε εδώ; Είναι η βία που δέχονται ένα σκαμνί πάνω στο οποίο καθόμαστε όταν τους κοιτάμε κάθε φορά αφ’ υψηλού; Είναι η βία, λοιπόν, που διαμεσολαβεί τις σχέσεις μας με τους ξένους. Παντού. Πάντοτε. Μην το ξεχνάμε το μαστίγιο. Ποτέ. Πουθενά.
Τι εννοώ πουθενά, ποτέ; Είναι τόσο αστείο τώρα να βλέπει κανείς οράματα για μια κοινωνία δίχως βία, μια κοινωνία – λένε οι ευαίσθητοι φοιτητές – που θα έπρεπε να είναι «κοινωνία ανθρώπων. Και είναι αστείες οι φιλολογικές συζητήσεις για τη βία, που κάνει κακό, με αφορμή τα γεγονότα στη Μαρφίν. Ναι, ίσως σε αυτό καταλήξουμε να διαφωνούμε: στο τι εννοούμε ζήτημα “ηθικής τάξης”. Η οργισμένη μπλογκόσφαιρα που ζητάει αίμα ενόχων, μας διατυμπανίζει ότι η περίοδος χάριτος τελείωσε, λένε μάλιστα ότι οι δράστες μιλούσαν και σπαστά ελληνικά… Και σκεφτόμαστε. Αν ήμασταν αποστασιοποιημένοι από όλα αυτά… Αν ξυπνούσαμε πχ σήμερα μετά από λήθαργο χρόνων θα τα εκτιμούσαμε όλα αυτά που λέγονται στο κάθε τους γράμμα, στην κάθε τους σειρά. Δεν θέλει ούτε πέντε λεπτά, όμως, για να διαπιστώσει κανείς πως τον 60χρονο Ιρανό που πέθανε λίγο μετά την 5η Μάη σε μια οικοδομή στο Ίλιον δεν θα τον κάνουν οι μπλόγκερς θέμα, είδηση δελτίου, ανακοίνωση συλλόγων, διαμαρτυρία γονιού, ανησυχία για το που οδεύει η βία, κείμενο αυτοκριτικής από αναρχικό… Στην τελική, το ξέρουμε, αυτοί οι ξένοι σκοτώνονται και αναμεταξύ τους. Τι μας συνδέει όμως εμάς με αυτούς τους 3 νεκρούς υπαλλήλους της μαρφίν περισσότερο από ότι τον 60χρονο Ιρανό;
Η επιλεκτική οργή, η επιλεκτική μνήμη για νεκρούς που αξίζουν περισσότερο από άλλους δεν είναι ούτε πένθος, ούτε μνήμη ούτε οργή. Είναι σκατίλα. Το θέμα είναι: πρόκειται για πατριωτική σκατίλα, για αντι-αναρχική σκατίλα, στην οποία κάποιοι τσιμπάνε (τι κάποιοι; όλοι…), ή κάτι άλλο; Είναι το θέμα πως θα ξαναβγεί η αναρχία με πρόσωπο καθαρό στην κοινωνία; Και σε ποια κοινωνία; Τα σκέφτηκαν αυτά όσοι/ες προσέτρεξαν να κάνουν απολογισμούς-απολογίες για τη βία; Και είχαν υπόψη τους ότι κοινωνία χωρίς βία εδώ, στη χώρα αυτή (αλλά και σε άλλες βέβαια), δεν υπάρχει; Και πως η βία είναι η αρχή και το περιβάλλον πολλών; Γιατί βία δίχως συγκείμενο, πλαίσιο αναφοράς, δεν υπάρχει. Οπότε και γενικόλογες και φιλολογικές καταδίκες για τη βία είναι συνήθως τόσο αφελείς όσο ήταν πάντα. Είναι της μιας μέρας αναγνώσματα που θα ξεχαστούν στο χρόνο, την επόμενη ίσως κιόλας μέρα.
Αρκετά γρήγορα, βέβαια, αυτό που καταλάβαινε καμιά – και όσο πιο γρήγορα το καταλάβαινε, τόσο το καλύτερο για όλους και όλες, για το πένθος, για τα συμπεράσματα, για τις συζητήσεις – ήταν ότι κι αυτοί οι 3 θάνατοι είχαν γρήγορα μπει στην τροχιά της ιδεολογικοποίησής τους. Ιδεολογικοποίηση στα δελτία ειδήσεων και τις ανακοινώσεις, ιδεολογικοποίηση από τον “χώρο”. Σε πολλές από αυτές τις αφηγήσεις διαπιστώναμε φυσικά μια φούρια και μια οργή που έλυνε τη γλώσσα. Επειδή ο “χώρος” ένιωσε πολύ υπόλογος για το ζήτημα, καθώς είχε πάρει πάνω του συλλογική ευθύνη από την “αγία ελλάς ελλήνων νοικοκυραίων” – κι αυτό γιατί από τον Δεκέμβρη του ’08 δεν είχε μείνει τίποτα πια πέρα από απολογίες για την αμετροεπή βία καθώς και κάποιες κοινωνικίστικες ονειρώξεις – έκανε το αναμενόμενο. Αφενός, η κάθε ομάδα αισθάνθηκε την ανάγκη να διαχωρίσει δημόσια τη θέση της από τον εμπρησμό της μαρφίν ρίχνοντας με το τσουβάλι διάφορους χαρακτηρισμούς σε αυτούς που το έκαναν, θεωρώντας τους “δολοφόνους”. Αφετέρου, κατέληξε στην κλασική ρουφιάνικη τακτική να στοχοποιεί ανθρώπους σε καφενεία και συνελεύσεις. Δεν έκαναν κάτι διαφορετικό και διάφοροι άλλοι ενδιαφερόμενοι. Και ούτε χαλάστηκε, πιστεύω, η Ασφάλεια για τους λαλίστατους σε καφενεία και συνελεύσεις. Εκεί είναι και η ασφάλεια, στα καφενεία και τις συνελεύσεις. Και, βέβαια, νέα στοιχεία βρήκε η αστυνομία – αντίστοιχα με ανώνυμες επιστολές και μπούρδες φυσικά – 32 μήνες μετά το συμβάν. Πόσο κρατάει αυτή η ρημάδα η προανάκριση άραγε; Ε, όταν έχει δοθεί το γενικευμένο σύνθημα “παίζουμε ασφάλεια” στην κρατική και κοινωνική ατζέντα, μπορούν να γίνουν και κάποιες νομικές παρακάμψεις. Αλλά εντάξει αυτοί. Δικοί τους είναι οι νόμοι, ό,τι θέλουν κάνουν με δαύτους. Οι άλλοι; Αυτοί που και καλά δεν υπακούουν σε νόμους και τάξη; Τύφλα να ‘χει η αστική δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ δηλαδή. Και ποιος θα το ‘λεγε στους “κοινωνικούς”, στα “καλά παιδιά” και στους “διαχωρίζω-τη-θέση-μου” ότι το ντουβάρι που πέφτει στα κεφάλια όσων απολογούνται νομικά για τον εμπρησμό στη μαρφίν είναι αυτό το ίδιο ντουβάρι που πέφτει σήμερα και στα δικά τους; Ποιος να τους πει τώρα πια ότι απολογισμούς για τη βία δεν κάνεις κατά κρατική/οχλαγωγική παραγγελία;
Έχουμε πια την ασφαλή απόσταση από τα γεγονότα να έχουμε δει που έχουν πάει οι κοινωνιστικές ονειρώξεις: με κάτι σύντομες στάσεις στα … “κινήματα των πλατειών”, έχουν κεφαλαιοποιηθεί σε σβάστικες και έναν wanna-be-κυβέρνηση σύριζα. Φυσικά ούτε λόγος για ντουζίνες κειμένων αυτοκριτικής για την ελληνική βία στην πολλαπλασιασμένη πια – 3 χρόνια μετά – βία κατά των μεταναστών ή έστω για τις ελάχιστες απαντήσεις που άρπαξε αυτή η ρατσιστική βία. Εντωμεταξύ, κάποιοι άλλοι κουβαλάνε στην πλάτη τους κατηγορίες, και περνάνε από εισαγγελέα απλώς για να κυνηγηθούν από το κράτος και όχλο. Το αίσθημα ασφάλειας του νοικοκυραίου, γαρ. Και το ερώτημα πια είναι: τώρα, ποιος έχει λερωμένα τα χέρια του;
Stepanyan TSP, 31/01/2013
[Το κείμενο αυτό γράφτηκε την 1η Ιούνη του 2010, δημοσιεύεται σήμερα με την προσθήκη των τελευταίων γραμμών.]