Εδώ και πέντε μέρες, από τις 26-04-2013 τρέχει μια απεργία πείνας κρατούμενων μεταναστών στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Μοσχάτου. για να κάνει ευρύτερα γνωστό το ζήτημα των άθλιων συνθηκών διαβίωσης τους. Οι κρατούμενοι εκεί για μήνες ολόκληρους, κάποιοι πάνω από 7-8 μήνες, ζούνε σαν τα σκυλιά, όπως λένε. Η ιστορία τους μαθεύτηκε όταν ένας από τους κρατούμενους μετανάστες, αρμένικης καταγωγής, ο Αρμέν Μουραντιάν, πήρε τηλέφωνο την Ελευθεροτυπία:
“Περασμένα μεσάνυχτα τηλεφώνησε στην «Ε» ο νεαρός Αρμένης, καλώντας σε βοήθεια: «Αυτή την ώρα μας επιτρέπουν να τηλεφωνήσουμε. Μας συνέλαβε η ομάδα ΔΙΑΣ στο δρόμο. Είχαν λήξει τα χαρτιά μας. Κανένας δεν κατηγορείται για κλοπή ή κακούργημα. Μας κρατούν 7-8 μήνες με απόφαση απέλασης». Αναφέρει τους συγκρατουμένους του έναν έναν, με τ’ όνομά τους. Στο ίδιο κρατητήριο είναι ο Μ. Αρχάνι, Ιρανός, του οποίου τους γονείς δολοφόνησε το καθεστώς, που ήρθε να ζητήσει άσυλο. Μαζί είναι ο Α. Στάντι από το Ιράκ και ο Αχ. Ασφερ από το Πακιστάν. Και ο «παππούς». Ενας 55χρονος Αιγύπτιος, που έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Εχει ζήσει 28 χρόνια στην Ελλάδα. Εχει ένα παιδί. Αλλά έληξαν τα χαρτιά του. Πρέπει να εξεταστεί από γιατρό. Ζητάει από το πρωί τα φάρμακά του. Υποφέρει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Οι αστυνομικοί αδιαφορούν. Ο Πακιστανός παραμιλάει. «Είναι τέσσερις μήνες κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους. Δεν έχουμε δει τον ήλιο. Σαπίσαμε απ’ την υγρασία. Μας έδιναν ελάχιστο φαγητό, όσο χρειάζεται για να ζούμε. Το έφερναν στις 12 το βράδυ. Περιμέναμε όλοι το φαγητό. “Μοιραστείτε το”, έλεγε ο αστυνομικός. Το κλότσαγε στην πόρτα, βρίζοντας: “Μη σας γ…”». Ο ίδιος λέει ότι δεν έχουν επικοινωνήσει με καμία οργάνωση ή φορέα: «Ούτε με δικηγόρους. Γιατί δεν μπορούμε να τους πληρώσουμε. Ζήτησα από ένα φίλο να μας φέρει βιβλία. Τα απαγόρευσαν. Δεν υπάρχουν στρώματα για όλους». Δεν είναι η πρώτη καταγγελία που αφορά το Α.Τ. Μοσχάτου. Η Κίνηση Πολιτών Μοσχάτου «Μεσοποταμία» τις μέρες των Χριστουγέννων κατήγγειλε την κράτηση του Τούρκου παραπληγικού Τζάφερ Κουρτ, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος πρόσφυγας και συνεπώς διέμενε νόμιμα στη χώρα μας. Για την κράτησή του διενεργείται ΕΔΕ.”
Η απεργία πείνας που τυχαία προφανώς ξεκίνησε δύο μέρες μετά την επέτειο μνήμης της αρμένικης γενοκτονίας (24-04) και βγήκε προς τα έξω από έναν αρμένη μετανάστη-απεργό πείνας, δεν είναι δύσκολο να προκαλέσει συνειρμούς και συνδέσεις στο μυαλό του καθενός και της καθεμιάς. Η αρμένικη γενοκτονία – όπως και κάθε γενοκτονία – οδηγεί σε στοχασμούς διττής φύσης. Από την μια, η προσωπική ιστορία του καθενός και των οικογενειών που είχαν θύματα, τον προσωπικό αντίκτυπο της γενοκτονίας σε κάθε σπίτι, το μαρτύριο και οι δυσκολίες της προσαρμογής σε μια νέα χώρα με το στάτους των προσφύγων, κ.ο.κ. Και από την άλλη, η οικουμενικότητα του εγκλήματος στους ανθρώπους ίδιας καταγωγής που κάνει το στίγμα ταυτόχρονα πιο εφιαλτικό αλλά και πιο ανακουφιστικό. Εφιαλτικό μιας και συνειδητοποιεί κανείς πως ένα χαρακτηριστικό με το οποίο έχει γεννηθεί και δεν μπορεί να το αλλάξει, θα μπορούσε υπό συγκεκριμένες συνθήκες να τον οδηγήσει στον αναπόφευκτο θάνατο διά εξόντωσης από αυτούς που δεν θα τον δουν ποτέ “ως πρόσωπο”. Ανακουφιστικό μιας και συνειδητοποιεί, επίσης, πως το τραύμα δεν είναι μόνον ατομικό και προσωπικό, είναι και τραύμα συλλογικό, μιας ταυτότητας που αν στις μεν περιπτώσεις είναι κυνηγημένη, στις δε μπορεί να βρει εντός της προστασία και ασφάλεια και μοιρασιά των εμπειριών (και ίσως γιατί όχι χώρο για μνησικακία και εκδίκηση). Η γενοκτονία σε παραπέμπει σε συνολικότερες σκέψεις, για να σώσεις την ψυχή σου. Αλλιώς, το τραύμα είναι δυσβάσταχτο. Συνήθως, μάλιστα, τίποτα αξιοσημείωτο δεν έχουν οι οικογένειες που επιβίωσαν, πέρα από ελάχιστους συγγενείς και, μετέπειτα, εσωτερικευμένες ιστορίες βίας και ενοχών. Δεν είναι άγιες αυτές οι οικογένειες, αυτά τα άτομα, ούτε και όποιος έχει υποφέρει από κάτι φυσικά.
Αυτό που μου φαίνεται τρελό και ασύλληπτο είναι ότι οι επιζώντες των γενοκτονιών του 21ου αιώνα, και ειδικά οι εβραίοι και οι αρμένιοι, δεν είχαν χρόνο να ξεκουραστούν καν από τα τραύματα τους. Οι εβραίοι π.χ. επιζώντες του Ολοκαυτώματος, ευθύς απελευθερωμένοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία και την Γερμανία, έπρεπε να βρουν τα ψυχικά και σωματικά εφόδια να υπερασπιστούν ένοπλα μια γη στην οποία επιτέλους θα μπορούσαν να μην διώκονται ως εβραίοι. Από το Άουσβιτς πολλοί βρέθηκαν στα χαρακώματα και σκοτώθηκαν εκεί. Ή, χειρότερα, σκοτώθηκαν στην Μεσόγειο, σε βουλιαγμένα καράβια που προσπάθούσαν να προσεγγίσουν την Παλαιστίνη. Ή, όπως και να ‘χει, δεν βίωσαν την ανακούφιση αμέσως μετά τα βάσανα των στρατοπέδων. Πολλοί αρμένιοι αντιμετώπισαν μετά την έξοδο από την Τουρκία, διώξεις και νέα κυνήγια, ως πρόσφυγες, σε χώρες της Ευρώπης. Και στις δύο γενοκτονίες, για να ομαλοποιηθεί η ζωή μετά – και ειδικά η ζωή των απογόνων τους – η γενιά των θυμάτων έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό της. Για να επέλθει η κανονικότητα, π.χ., στην ζωή των δεύτερης γενιάς αρμενίων στην ελλάδα (κατά κανόνα γεννημένοι τις δεκαετίες ’40 και ’50), έπρεπε η πρώτη γενιά, αυτή που επιβίωσε από την γενοκτονία να παλέψει σκληρά, να μεγαλώσει την εφηβεία της στον μεσοπόλεμο, που δεν ήταν παρά ένας πιο ήπιος εμφύλιος, και έπειτα να πολεμήσει τους γερμανούς, άρα να επιβίωσει κι έναν πόλεμο κι έπειτα να ζήσει και τον εμφύλιο ξανά, ένοπλα πια.
Η δεύτερη γενιά, κατά κανόνα, έσβησε και τα τελευταία “προβλήματα”. Έκανε τις υπηκοότητες από τουρκικές ελληνικές, όπου ακόμα υπήρχαν, και μίλησε τα ελληνικά. Κι ενώ οι πόλεμοι του ελληνικού κράτους σταματούσαν, οι αρμένιοι βρήκαν χαραμάδες ενσωμάτωσης, σε ένα κράτος – είναι η αλήθεια – που δεν είχε πρόβλημα πια να τους ενσωματώσει, εντάσσοντας την φιλο-αρμένικη στάση στην αντι-τουρκική ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τότε και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ενδιάμεσα αξιοσημείωτοι σταθμοί στις σχέσεις αρμενίων-ελλήνων, αλλά για τους οποίους δεν έχουμε χρόνο τώρα.
Η αρμένικη κοινότητα σήμερα έχει σπάσει κυρίως λόγω της ενσωμάτωσης στον ελληνικό πληθυσμό. Δυο εκκλησίες που λειτουργούν και τρία-τέσσερα κέντρα, σχολεία, περιοδικά, οργανώσεις και γηροκομεία αποτελούν πια τον πυρήνα αυτού που λέμε αρμένικη παροικία, υπό την αιγίδα της οποίας γίνονται και οι ετήσιες διαδηλώσεις μνήμης στην Αθήνα για την γενοκτονία, από τους αρμένιους κυρίως πια της τρίτης γενιάς. Αυτή είναι η κανονικότητα σήμερα, μία, αν όχι 100%, τουλάχιστον 90κάτι τις εκατό κανονικότητα. Η κανονικότητα, δυστυχώς, ενσωμάτωσε και μια κανονική – ελληνική σε επίπεδο αρχής δηλαδή – μνήμη της γενοκτονίας, απόλυτα συμβατή με το εθνικό συγκείμενο στην ελλάδα: αντι-τουρκισμός, λέγεται φυσικά. Επίσημοι ιστορικοί και προπαγανδιστές έχουν στοκάρει κατάλληλα τις χαραμάδες, μάλιστα, αυτής της ασυνεχούς μνήμης της γενοκτονίας και της μετέπειτα υποδοχής των αρμένιων προσφύγων στην ελλάδα, με τις εκ των υστέρων ψευτιές μιας υποτίθεται προαιώνιας φιλίας ελλήνων και αρμενίων. Άρθρα όπως του Ιού, κάποτε, που ξεστόκαραν τις χαραμάδες αυτές, δεν είναι βολικά για τις σημερινές αλήθειες που πουλιούνται. Και δεν είναι βολικά, πρέπει να φανταστούμε, αυτά τα άρθρα ακόμη κι αν το υπό αντιπαράθεση ζήτημα είναι το πως φέρονταν και αντιμετώπιζαν οι έλληνες τους αρμένιους (δηλαδή, σαν βρωμιάρηδες και προδότες κατά βάση) στα 1920, 1930, 1940! Φανταστείτε τώρα κάποιος να έβγαζε τις μνήμες της γενοκτονίας από τις επετειακού τύπου μονοήμερες εκδρομές στην τουρκική πρεσβεία και να σκάλιζε την πρακτική μνήμη της γενοκτονίας στο σήμερα. Φανταστείτε τώρα κάποιοι και κάποιες, ακόμα και μέσα από την παροικία, να σταματούσαν την απεργία μνήμης που έχει να κάνει με την απαγόρευση συσχέτισης με το πως συνεχίζουν να ζουν κάποιοι αρμένιοι σήμερα στην ελλάδα (“σαν τα σκυλιά” ας πούμε!), και να βάζανε ακόμη πιο άβολα ζητήματα. Γιατί τότε, βέβαια, αν γίνονταν όλα αυτά, η ελληνική αναγνώριση της αρμένικης γενοκτονίας θα έμενε γυμνή από τον συνοδευτικό μύθο των “αδελφών λαών” και η εθνική αφήγηση θα κατέρρεε.
Όσες αρμένικες σημαίες λοιπόν κι αν υψωθούν στην Κλαυθμώνος, όπως την προηγούμενη Τετάρτη το μεσημέρι στην Αθήνα, αυτό το γεγονός δεν πάυει παρά να προκαλεί μια παράξενη αναστάτωση σε όσους/ες τουλάχιστον από εμάς, μας αποκαλύπτεται ο ενοχλητικός ρους της ιστορίας που έφερε νέα κύματα αρμενίων μεταναστών και προσφύγων από το ’90 και μετά στην χώρα αυτή και κάποιους από αυτούς σήμερα να ζουν υπό τις χειρότερες συνθήκες στα κελιά των ελλήνων μπάτσων για το ‘έγκλημα’ της εισόδου στη χώρα.
Η μνήμη για εμάς θα πρέπει να παραμείνει πρακτική και με έναν ορισμένο, σταθερό τρόπο να κατευθύνει την κριτική προς την αφομοίωση και τον εξελληνισμό, να επιχειρεί τις άβολες συνδέσεις και υπενθυμίσεις. Ο εξελληνισμός των μειονοτήτων στην ελλάδα έχει εγγραφεί και επανεγγραφεί κοινωνικά, μοιάζει σήμερα με μπετόν αδιάλυτο.
Σήμερα, αυτό το μπετόν τρέφεται όχι μόνο από την ουσιαστική άγνοια περί των γενοκτονιών, αλλά και από την όλο και αυξανόμενη καλλιέργεια μέσα στο ελληνικό περιβάλλον μιας υποκειμενικής συνθήκης απάθειας – και άρα σε μεγάλο βαθμό συνενοχής – απέναντι σε ένα οποιοδήποτε συγκεκριμένο όνομα και μια οποιαδήποτε μα συγκεκριμένη καθημερινή πάλη για επιβίωση που την κατατάσσουμε στο μυαλό μας δίπλα σε άλλες, χωρίς όνομα, συχνά με το όνομα “μετανάστες”, συχνά με το όνομα “ξένοι”, ξεχνώντας έτσι και οι ίδιες/οι την μοναδικότητα των βασάνων. Αυτήν την πρακτική μνήμη της αρμένικης εμπειρίας θα έπρεπε να ξυπνάει το όνομα Αρμέν Μουραντιάν σήμερα, αυτό ξυπνάνε λόγοι όπως της αρμένισσας φοιτήτριας στην αθήνα που έδωσε συνέντευξη (σελ. 60-65) εδώ.
Stepanyan tsp, 30-04-2013