Άλλος δρόμος δεν υπήρχε *Άλλος δρόμος δεν υπήρχε *

rstnce_01

Πριν ένα μήνα περίπου βγήκε μια μπροσούρα στην Αθήνα με τον τίτλο “ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς: σχετικά με το ΕΑΜ και τις πρόσφατες  χρήσεις του” από την συνέλευση ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα. Η μπροσούρα αυτή με αφορμή… δύο συνθήματα που φωνάζονται σήμερα σε κάποιες αντιφασιστικές πορείες στις οποίες κατεβαίνουν τα μέλη της συνέλευσης αυτής (π.χ. ‘εαμ-ελάς-μελιγαλάς’ και ‘είμαστε εδώ κομμουνιστών εγγονια και τα κονσερβοκουτια δεν σκουριασαν ακόμα’), επιχειρεί να δείξει το νήμα της συνέχειας μεταξύ των… ολοκληρωτικών τάσεων του σημερινού αντιφασισμού με την ολοκληρωτική κληρονομιά του… ΕΑΜ, εστιάζοντας πάνω στην ανάλυση των σημασιών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας για το τότε αντάρτικο. Με σκοπό τα παραπάνω η μπροσούρα χωρίζεται σε δύο ενότητες, μία 23 σελίδων που είναι αφιερωμένη στο να αποδείξει ότι το ΕΑΜ είχε συσταθεί πάνω στη βάση της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας κι άλλη μια ενότητα 6 σελίδων όπου αποπειράται αυτή η κριτική να συνδεθεί με το σήμερα. Ήδη θα εντόπιζαν οι προσεκτικοί/ες το τεράστιο σφάλμα που εμφιλοχωρεί εδώ λόγω οικονομίας του κειμένου. Σα να υπονοείται δηλαδή ότι επειδή φωνάζει κάποιος σήμερα κάτι π.χ. για τον εμφύλιο πόλεμο, σημαίνει ότι γνωρίζει αυτός ή αυτή που φωνάζει το σύνθημα … κάτι για τον εμφύλιο.

Έψαξα πολύ να βρω τι είναι ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα σε αυτή την μπροσούρα και δεν το βρήκα, αντιθέτως κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα εντελώς σχετικοποιητικό κείμενο, το οποίο όχι μόνο αποποιείται το μαχητικό αντιφασισμό στο ΣΗΜΕΡΑ αλλά χρησιμοποιεί προσχηματικά τον αντιεθνικιστικό λόγο για να επιβεβαιώσει την ελληνική αντικομμουνιστική ιδεολογία των συγγραφέων του. Βγάζει δηλαδή από την πόρτα το εθνικό, για να φέρει την εθνική ενότητα από το παράθυρο (βλέπε αναλυτικά πιο κάτω: για την ΠΕΑΝ)

1) Τα γραφεία της ΕΣΠΟ, ο Στίνας, οι Εβραίοι της Κέρκυρας κι εμείς

Στην μπροσούρα αυτή όλη η ένοπλη αντιφασιστική πρακτική του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ αποσιωπάται ενώ από την άλλη τα στοιχεία κριτικής προς το αντάρτικο αυτό εκμαιεύονται κυρίως από τον Άγι Στίνα και τους συν αυτώ, έναν τύπο που ουσιαστικά την περίοδο του ναζισμού πρότεινε την … ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τους γερμανούς ναζί και το μοίρασμα προκηρύξεων σε αυτούς!

Κι άντε ο Άγις Στίνας ζούσε στο τότε, δεν κατάλαβε τον χριστό του την εποχή που έζησε, αλλά είναι δυνατόν, σκέφτομαι, σημερινές αντιφασίστριες να υιοθετούν τους λόγους τέτοιων ατόμων;

α) Το πόσο πικρά αποδείχτηκε η πρακτική γελοιότητα αυτών των προσεγγίσεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τις υιοθετούσαν τα θηράματα των ναζί, το εξιστορεί εξάλλου και ο επιζών του Άουσβιτς Ζαν Αμερύ (Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, Ζαν Αμερύ, Άγρα, 2010).

«Τον Ιούλιο του 1943 με συνέλαβε η Γκεστάπο. Λόγω προκηρύξεων που μοίραζα. Η ομάδα στην οποία ανήκα, μια μικρή γερμανόφωνη οργάνωση μέσα στο βελγικό κίνημα αντίστασης, έκανε αντιναζιστική προπαγάνδα προς τα μέλη των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Παράγαμε μάλλον πρόχειρο υλικό προπαγάνδας, με το οποίο φανταζόμασταν ότι θα πείθαμε τους Γερμανούς στρατιώτες για την τρομερή τρέλα του Χίτλερ και του πολέμου του. Σήμερα ξέρω, ή πιστεύω πως ξέρω, ότι στέλναμε το ασθενικό μας μήνυμα σε αυτιά κωφών. Έχω αρκετούς λόγους για να υποθέτω ότι οι στρατιώτες με τις φαιοπράσινες στολές που έβρισκαν τις προκηρύξεις από τον πολύγραφό μας μπροστά στους στρατώνες τους χτυπούσαν προσοχή και τα παρέδιδαν αμέσως στους ανωτέρους τους, οι οποίοι έπειτα με τον ίδιο υπηρεσιακό ζήλο ειδοποιούσαν με τη σειρά τους τις υπηρεσίες ασφαλείας.»

Ένας άλλος, μέσα στην Σοβιετική Ένωση, που πίστευε στην αφύπνιση των γερμανών στρατιτωτών με φειγ βολάν και απέτυχε, εφόσον διαπίστωσε την όξυνση της θηριωδίας ιδιαίτερα απέναντι στους Εβραίους, κατάλαβε νωρίς πως «δεν είναι ώρα να δούμε τον εργάτη στον γερμανό στρατιώτη. Σκοτώστε τους όλους!». Ο εβραίος συγγραφέας Ίλυα Έρενμπουργκ απηύθυνε το κάλεσμα του προς τον Κόκκινο Στρατό: «Από δω και πέρα η λέξη ‘γερμανός’θα είναι η χειρότερη κατάρα. Από δω και πέρα η λέξη ‘γερμανός’ θα απελευθερώνει από μόνη της την σκανδάλη. Αν μια μέρα δεν σκοτώσεις έναν γερμανό, θα ‘ναι αυτή μια μέρα χαμένη. Όταν σκοτώσεις έναν γερμανό, σκότωσε κι έναν ακόμα, τίποτε δεν μας χαροποιεί περισσότερο από τα πτώματα των γερμανών.»

β) Δεύτερον, στην μπροσούρα ενώ αποσιωπάται η αντιφασιστική δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ (σε σημείο μάλιστα που θα νόμιζε κανείς ότι η ΟΠΛΑ την περίοδο εκείνη δεν ήταν παρά μια συμμορία τραμπούκων που σκοτώνε όποιον διαφωνούσε μαζί τους), στην τελευταία σελίδα της μπροσούρας πληροφορούμαστε πως αντιφασισμός ΣΗΜΕΡΑ σημαίνει να ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, μεταξύ άλλων, αυτούς που ανατίναξαν τα γραφεία της ΕΣΠΟ (εθνικοσοσιαλιστική πατριωτική οργάνωση) στην Αθήνα, δηλαδή την οργάνωση ΠΕΑΝ.

Ενόψει του ότι το βασικό θινκ τανκ της Νέας Δημοκρατίας, μέλος των ιδρυμάτων «Παναγιώτης Κανελλόπουλος» και «Κωνσταντίνος Καραμανλής» και ιστορικός κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου έβγαλε μόλις το 2005 ένα βιβλίο για τον ίδιο ακριβώς σκοπό [ΠΕΑΝ (1941-1945): Πανελλήνιος Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2005]: την αναγνώριση πως δεν ήταν μόνο οι αριστερούληδες που κανανε εθνική αντίσταση αλλά και η εθνικιστική ΠΕΑΝ, καταλαβαίνω ότι σύμφωνα με την ‘συνέλευση ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα’ μάλλον οι ιστορικοί της Ν.Δ. αποτελούν κάποιου είδους … αντιφασιστικό πυρήνα.

Μάλιστα, όχι μόνο ο Χατζηβασιλείου, αλλά μαζί με την συνέλευση ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα που θέλουν να αναδείξουν την ΠΕΑΝ, είναι και ο δεξιός δικηγόρος Πέτρος Στάικος (“Ο Άγγλος Πρόξενος”,  Πέτρος Μακρής-Στάϊκος, Ωκεανίδα, 2012) κι ο Μάκης Βορίδης και άλλοι πολλοί αγανακτισμένοι με την ηγεμονία της αριστερής κουλτούρας στην μεταπολίτευση που τελικά πρέπει να τους αναγνωρίσουμε όλους τους ως … αντιφασίστες.

Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι εσχάτως η ανατίναξη των γραφείων της ΕΣΠΟ έχει υμνηθεί και παρα-υμνηθεί, όχι βέβαια σε αντιφασιστικό πλαίσιο, αλλά σε εθνικό. Συγκεκριμένα, έχει μυθοποιηθεί κιόλας. Οι Αντώνης Μυτιληναίος («Μαρτύρων Πορεία», Επικαιρότητα) και Π.Μ. Μιχαηλίδης («Αγαθουπόλεως 7», Καστανιώτης), πρώην μέλη της ΠΕΑΝ, έχουν διαδώσει μάλιστα πως η ανατίναξη είχε ως αποτέλεσμα 48 νεκρούς γερμανούς αξιωματικούς! Φυσικά, αν αυτό αλήθευε ο Στίνας – όπως και ο σύγχρονος κυρίως αντιπρόσωπος του, Γ. Καρύτσας, που χρησιμοποιεί η εν λόγω μπροσούρα – θα ήταν ενάντιος σε ένα τέτοιο χτύπημα μιας που τα αντίποινα των Γερμανών αν χάνανε ξάφνου 48 αξιωματικούς τους στην Αθήνα, θα ήταν ασύλληπτα σε επίπεδο αίματος για αμάχους.

Ο Στίνας έχει διατυπώσει ρητά αυτή του την άποψη: ότι οι κομουνιστές αντάρτες προκαλούσαν ουσιαστικά τον θάνατο αθώων ελλήνων επειδή επέλεγαν την ένοπλη αναμέτρηση με τους γερμανούς και οι γερμανοί έπειτα εν είδει αντιποίνων σκοτώνανε 50 ή 100 έλληνες για κάθε έναν γερμανό!

“Σκότωναν απομονωμένους ιταλούς ή γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Έστηναν παγίδες και εξόντωναν μια μικρή γερμανική ή ιταλική στρατιωτική περίπολο και η άμεση ή πολύ γνωστή σ’ αυτούς από προηγούμενα, συνέπεια αυτής τους της δράσης ήταν τα άγρια αντίποινα των αρχών κατοχής, μαζικές σφαγές αθώων, μαζικές εκτελέσεις ομήρων, μαζικές συλλήψεις, μαζικές αποστολές στη Γερμανία, απ’ όπου πολλοί λίγοι γύριζαν ζωντανοί, εμπρησμοί χωριών, κ.λ.π. Στις 27 Απρίλη 1944, σκοτώνουν στους Μολάους έναν γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του. Οι γερμανοί για αντίποινα εκτελούν 200 ομήρους και ένα στρατιωτικό απόσπασμα παίρνει εντολή να σκοτώνει όσους συναντά στο δρόμο από τους Μολάους στη Σπάρτη.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους 200 ομήρους που εκτελέστηκαν την πρωτομαγιά του 1944 ήταν παληοί ακροναυπλιώτες, απ’ αυτούς δηλαδή που ο Μανιαδάκης, ο Ιωαννίδης και ο Μπαρτζώτας παρέδωσαν στους γερμανούς τον Απρίλη του 1941. Την άλλη μέρα σκοτώνουν στο Κυριάκι δύο γερμανούς στρατιώτες. Οι Γερμανοί εκτελούν 110 ομήρους και καίνε το Κυριάκι.

Αυτές είναι δύο από τις όμοιες καθημερινές πολεμικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών. Και σε κάθε μία απ’ αυτές οι Γερμανοί απαντούσαν με όμοια με τα παραπάνω αντίποινα. Η χώρα ρήμαζε, τα χωριά καίγονταν, χιλιάδες ξεσπιτώνονταν, ο αριθμός των σφαζομένων ομήρων μεγάλωνε. Ο τρόμος και η παραφροσύνη βασίλευαν στη χώρα. Αλλά στην «Ελεύθερη Ελλάδα» πανηγύριζαν. Εκείνο που επεδίωκαν, εκείνο για το οποίο δημιουργήθηκε η «εθνική αντίσταση» γινόταν και είχε πλήρη επιτυχία. Το μίσος ανάμεσα στο στρατό κατοχής και τον πληθυσμό βάθαινε, οι απλοί γερμανοί στρατιώτες, που δεν ήταν SS ή στην Γκεστάπο εξαγριώνονταν από τις εκτελέσεις στρατιωτών, η οποιαδήποτε επαφή γινόταν αδύνατη. Ο καθένας με τρόμο απέφευγε να μιλήσει σ’ έναν ιταλό ή γερμανό στρατιώτη. Υπήρχε κίνδυνος να τον πάρει το μάτι κανενός από τα καρφιά της «εθνικής αντίστασης» και η τιμωρία ήταν θάνατος.”

(από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΟΠΛΑ, Άγις Στίνας, εκδ. Διεθνης Βιβλιοθηκη, 1997)

Βλέπουμε λοιπον ότι ο Στίνας χρέωνε στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την δολοφονία των ομήρων από τους Γερμανούς. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, ίσως φταίγανε και οι αντιστασιακές οργανώσεις στην Χούντα για την δολοφονία αριστερών από την Χούντα, επειδή αυτές προέβαλαν αντίσταση. Και τέλος ίσως έφταιγε ο Γρηγορόπουλος για τον θάνατο του επειδή πέταξε αυτός ή κάποιος φίλος του ένα μπουκάλι νερό στον Κορκονέα. Και – γιατί όχι; – η αγγλική αεροπορία θα έπρεπε να διωχθεί για εγκλήματα πολέμου για τον βομβαρδισμό της Δρέσδης … . Και γενικά βλέπουμε να αναδεικνύεται εδώ τόσο μια λογική δημόσιας τάξης, σήμερα, του τότε που τα έγραφε αυτά ο Στίνας… αλλά και επί γερμανικής κατοχής της ελλάδας, όσο και μια λογική απόλυτης σχετικοποίησης ευθυνών και πραγματικοτήτων.

Για να γυρίσουμε στο κυρίως θέμα: ο Στάϊκος, έπειτα, στο βιβλίο του για τον Κίτσο Μαλτέζο («Κίτσος Μαλτέζος. Ο αγαπημένος των θεών», Ωκεανίδα, 2000) δίνει την πληροφορία πως ο Κανελλόπουλος, που ήταν μέλος της ΠΕΑΝ, πρότεινε στην οργάνωση να συνεργαστεί με το ΕΑΜ, όμως η ΠΕΑΝ αρνήθηκε και εν τέλει συνεργάστηκε με τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς τα πιστεύω της ήταν περισσότερο αντικομμουνιστικά. Διόλου απίθανο βέβαια μιας και η ΠΕΑΝ ήταν κυρίως μια μίλιταντ ομάδα πατριωτών που δεν γουστάραν φυσικά την γερμανική κατοχή, ωστόσο είχαν χοντρό πρόβλημα και με τον κομμουνισμό (συγκεκριμένα, σε μια προηγούμενη τους έκκληση που είχαν αποφασίσει να κάνουν προς το ΕΑΜ σε κάποια φάση για συνεργασία, έβαζαν ως όρο την υποταγή και των δύο οργανώσεων υπό την κυβέρνηση του Καϊρου). Και λογικό αφού μέλη της ΠΕΑΝ ήταν βασικά απόστρατοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού. Απλά βλέπουμε εδώ ότι ούτε η δομή της ΠΕΑΝ ούτε και η προσπάθεια της για ηγεμόνευση στο αντιφασιστικό μέτωπο κρίθηκε απο την συνέλευση ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα ως στοιχείο … ολοκληρωτισμού και άρα συκοφάντησης βάσει του … πατριαρχικού-εθνικού-θρησκευτικού προφίλ της.

Στην εφημερίδα “Δόξα” της ΠΕΑΝ ο αντικομουνιστικός λόγος δεν είναι σπάνιο εύρημα. Να τι έγραφε η “Δόξα” για την σφαγή των Καλαβρύτων από τους Γερμανούς: “Στα Καλάβρυτα εκτελέσθησαν με πολυβόλα όλοι οι άρρενες, 1.465 τον αριθμόν, ύστερα από την άσκοπη όσο κι εγκληματική για τις συνέπειές της εκτέλεση 83 Ούννων αιχμαλώτων από τους παρτιζάνους του ΚΚΕ”. Δηλαδή, χρέωναν τα Καλάβρυτα στους παρτιζάνους. Από αυτό και μόνο το στοιχείο καταλαβαίνουμε τη συγγένεια της άποψης του Στίνα με τον εθνικό, βασικά, απολογισμό της … αντίστασης στους ναζί. Στο παραπάνω απόσπασμα του Στίνα, ο συγγραφέας λέει ακριβώς τα ίδια με την ΠΕΑΝ, απλά για το Κυριάκι αντί για τα Καλάβρυτα.

Φυσικά, να σημειώσουμε ότι η ΠΕΑΝ κατηγορούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για το σκότωμα 83 γερμανών και συνεργατών τους (που τους έλεγε «Ούνους») ενώ η ίδια παινευόταν πως είχε σκοτώσει 48 γερμανούς αξιωματικούς (με στόχο τον εντυπωσιασμό για να μονοπωλήσει το αντιφασιστικό αντάρτικο). Για να μην μείνει πάντως η λάθος πληροφορία στο μυαλό κανενός, η ΠΕΑΝ με την ανατίναξη της ΕΣΠΟ δεν σκότωσε κανέναν γερμανό στρατιώτη ούτε αξιωματικό.

γ) Ας συνεχίσουμε, όμως, με το βιβλίο του Στίνα, αυτού του νηφάλιου αντι-ολοκληρωτικού:

“Υπήρχαν στη χώρα περιοχές που δεν γνώρισαν αυτήν την κτηνωδία των αρχών κατοχής, με τη μορφή σφαγών, μαζικών εκτελέσεων, εμπρησμών χωριών; Ασφαλώς υπήρχαν. Εκεί που δεν υπήρχαν αντάρτες. Μια απ’ αυτές ήταν η Κέρκυρα. Και έχει σημασία να το αναφέρουμε. Όταν μετά τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο, οι Γερμανοί έδιωξαν τους Ιταλούς και κατέλαβαν την Κέρκυρα, είπαν στον πληθυσμό: Μπορείτε να κάνετε ότι νομίζετε για την επιβίωση σας, αλλά μην πειράξετε το στρατό μας και τις εγκαταστάσεις του. Δεν τις πείραξαν και δεν πείραξαν και αυτοί κανέναν.

Ορισμένοι θα πουν ότι είναι δειλοί οι Κερκυραίοι και γι’ αυτό δεν είχαμε εκεί «ηρωικές αντιστασιακές πράξεις». Αλλά δεν χρειαζόταν και μεγάλη τόλμη και ηρωισμό για να σκοτώσεις μερικούς γερμανούς ή ιταλούς στρατιώτες. Δεν είναι όμως δειλοί οι Κερκυραίοι και είναι ηλίθια η φήμη για τη δειλία τους. Το 10ο Σύνταγμα Πεζικού στον πόλεμο 1912-1913 ήταν από τα πιο γενναία και μαχητικά συντάγματα. Και στο λόχο του Λατσίδη, ένα λόχο που έπεσε πίσω από τους Ιταλούς στον ιταλοελληνικό πόλεμο, μόνο Κερκυραίοι ήταν. Τους είχαν προειδοποιήσει ότι η επιχείρηση ήταν πολύ επικίνδυνη και ότι έπρεπε να είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν. Όποιος φοβόταν μπορούσε να μην πάρει μέρος. Κανείς δεν αποχώρησε. Δεν σκότωσαν γερμανούς στρατιώτες όχι από δειλία και φόβο, αλλά από αίσθημα ευθύνης και από σεβασμό στη ζωή των αμάχων και των αθώων που θα πλήρωναν αυτό τους το «ανδραγάθημα». Τον πόλεμο με την αποκτήνωση του ανθρώπου, με την περιφρόνηση στη ζωή και την αξιοπρέπεια του άλλου, με την τρομοκρατία και τη βρωμιά, η Κέρκυρα τον γνώρισε όχι τόσο από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς όσο από τους αντάρτες του Ζέρβα, όταν κυνηγημένοι από τους ελασίτες, κατέφυγαν στην Κέρκυρα.”

Καταρχήν, από την τελευταία παράγραφο κι ο πιο τυφλός θα έβλεπε ότι ο Στίνας δεν στερείται … ούτε εθνικών ούτε πατριαρχικών (ούτε τοπικιστικών, μιας και ήταν ο ίδιος Κερκυραίος) φαντασιώσεων (βλ. εξύμνηση ηρωισμού των Κερκυραίων του ελληνικού στρατού στους επιθετικούς βαλκανικούς πολέμους του ελληνικού κράτους!!!). Αλλά το σημαντικό είναι αλλού: Έτσι, όπως σήμερα η εν λόγω μπροσούρα της ‘συνέλευσης ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα’ στην προσπάθεια της να κάνει κριτική σε σημερινές τάσεις του αντιφασιστικού κινήματος, γράφει ημιμαθείς ανοησίες και ουσιαστικά προσφέρει ένα κείμενο συνεπές με το νέο ‘αναθεωρητικό’ κλίμα ‘καλύβα-μαραντζίδη-χατζηβασιλείου’ και λοιπής ακροδεξιάς, ακριβώς έτσι τότε και ο Στίνας, προκειμένου να χρεωσει στους αντιδρούντες στο ναζισμό τα ίδια τα αποτελέσματα του … ναζισμού, ήταν εθνικά συνεπής με το ότι η Κέρκυρα δεν είχε νεκρούς (Εβραίους) στην Κατοχή και καμιά αποκτήνωση και καμιά περιφρόνηση στη ζωή δεν έλαβε χώρα σε αυτό το … αγαθό νησί. Κι όταν ο Στίνας γράφει τις ανοησίες αυτές, την δεκαετία του 1980, είναι ακόμη ζεστό το αίμα των 1.800 περίπου Κερκυραίων Εβραίων που εξοντώθηκαν στο Άουσβιτς κι ο ελληνικός αντισημιτισμός βέβαια ένα θέμα καλά κρυμμένο κάτω απο το χαλί. Κι ο Στίνας – η αλήθεια είναι – ζούσε όταν εκτοπίστηκαν οι Κερκυραίοι Εβραίοι (ποσοστό εξόντωσης των Εβραίων της Κέρκυρας, 91%). Αλλά φαίνεται μάλλον ότι ο Στίνας δεν αντελήφθη ούτε αποκτήνωση ούτε περιφρόνηση ζωής και αξιοπρέπειας εκεί.

Το γιατί δεν τα αντελήφθη ο Στίνας όλα αυτά, το εξηγούν οι ίδιοι οι επιζώντες Εβραίοι της Κέρκυρας που μιλούν στο ντοκιμαντέρ SHOAH του Claude Lanzmann (καταλαβαίνω βέβαια ότι το ντοκιμαντέρ αυτό δύσκολα θα το ‘χει δει η ‘συνέλευση ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα’). Ο Lanzmann σε κάποια φάση ρωτάει τους επιζώντες αυτούς για το ποια ήταν η στάση του κερκυραϊκού πληθυσμού όταν ήρθαν οι γερμανοί να πάρουν τους εβραίους του νησιού. Και λένε οι επιζώντες: “Βλέπαν σινεμά”, εννοώντας ότι κάθονταν και έβλεπαν το θέαμα του εκτοπισμού, ίσως χαρούμενοι, ίσως αδιάφοροι, ίσως ξύνοντας τα νύχια του, ίσως κάποιοι και λυπημένοι…  Η Χάνα Άρεντ, όταν γράφει μάλιστα για τον εκτοπισμό των εβραίων της Κέρκυρας, το επιβεβαιώνει: οι έλληνες χριστιανοί είχαν σηκωθεί από τα χαράματα και στήθηκαν δεξιά κι αριστερά του δρόμου που περνούσε η φάλαγγα των αιχμαλώτων εβραίων, που τους μετέφεραν στον πύργο της πόλης, ώστε να απολαύσουν το θέαμα!

Προφανώς, το ότι δεν υπήρχαν αντάρτες στην Κέρκυρα, όμως, για τον Στίνα ήταν ευλογία… Ποιος ξέρει; Ίσως έτσι το μικρό αυτό νησί να απέφυγε και τα ‘ιδανικά’ της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας… Βέβαια, ακόμη χειρότερα για την Κέρκυρα, ο τοπικός πληθυσμός όχι μόνο έβλεπε χασκογελώντας τον εκτοπισμό στο Άουσβιτς των χιλιάδων Εβραίων αλλά τους είχε ξάφρισε και όλες τις περιουσίες πριν ακόμα τους πάρουν οι Γερμανοί, σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων επιζώντων. Επίσης, κάποιοι από τους ντόπιους φτύνανε τους Εβραίους της Κέρκυρας κιόλας όταν περνούσε η φάλαγγα δείχνοντας έτσι ένα “υψηλό αίσθημα ευθύνης” και ένα … “σεβασμό στη ζωή των αμάχων και των αθώων”. Επίσης, σχολεία που υπάρχουν σήμερα στην Κέρκυρα είναι χτισμένα από ότι μας έχουν πει σύντροφοι πάνω σε εβρέϊκα νεκροταφεία αλλά και οι Κερκυραίοι εν γένει είχαν φιλέψει τους Εβραίους του νησιού με ουκ ολίγα και αιματηρά πογκρόμ ακόμη και πριν υπάρξουν γερμανοί και φυσικά πριν εκφωνηθεί ο … λόγος του Άρη Βελουχιώτη.

***

Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμα αλλά σταματώ με αυτά που είναι τα πιο κραυγαλέα. Ως εδώ το ενδιαφέρον θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι αμιγώς ιστορικό. Αν και αυτοί/ες που λένε ότι ασχολούνται με αντισημιτισμό και αντιφασισμό του σήμερα, θα διαβλέπουν ήδη και τα πολιτικά και ηθικά τους φάουλ. Συνοψίζοντας, αφενός η μπροσούρα της ‘συνέλευσης ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα’ συκοφαντεί συλλήβδην τους ΕΑΜικούς ως ολοκληρωτικούς δικαιώνοντας την κριτική ενός τύπου που υιοθετούσε μια λογική δημόσιας τάξης και συν τις άλλοις έκανε αντιφασιστικό αγώνα μοιράζοντας … προκηρύξεις στους ναζί, αφετέρου η ίδια μπροσούρα, προκειμένου να χτυπήσει τις υποτιθέμενες ηγεμονεύουσες σημασίες στο αντάρτικο του ΕΑΜ (πατρίς-θρησκεία-οικογένεια), καταλήγει γελοιωδώς με μια αόριστη δοξολογία των εθνικιστών ΠΕΑΝιτών. Για κερασάκι στην τούρτα, ενώ ψέγεται ο … ολοκληρωτισμός ως κάτι που οδηγεί στον αντισημιτισμό, φέρνουν στο προσκήνιο έναν που μας λέει ουσιαστικά πως από την Κέρκυρα … δεν μπορούσε να ακούσει τις κραυγές από τους θαλάμους αερίων. Υπάρχει, όμως, εδώ κάτι πιο κρίσιμο να συζητήσουμε από την τεμπελιά κάποιων να διαβάσουν αυτά με τα οποία θέλουν να ασχοληθούν. Υπάρχει το πολιτικό συγκείμενο σήμερα.

Εξηγούμαι. Στην διόλου τυχαία ημερομηνία 26 Οκτώβρη 2010, στην διόλου τυχαία εφημερίδα Καθημερινή, ο διόλου τυχαίος συγγραφέας Ευάνθης Χατζηβασιλείου γράφει άρθρο με τίτλο “Το μεγαλύτερο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη”. Μαντέψτε σε τι αναφέρεται, μολονότι κι αυτός δεν το τεκμηριώνει στο άρθρο του γιατί πρόκειται για το … μεγαλύτερο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ναι, σωστά μαντέψατε, αναφέρεται σε αυτούς που οφείλουμε ‘να αναγνωρίζουμε σήμερα αν θέλουμε να λεγόμαστε αντιφασίστες/τριες’, όχι αυτούς που ανατίναξαν την γέφυρα του Γοργοποτάμου, αλλά αυτούς που ανατίναξαν την ΕΣΠΟ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1942!

Βέβαια, τα εθνίκια κινούνται με γραμμή γιατί γνωρίζουν και σε ποιο πολιτικό παιχνίδι είναι μπλεγμένα (εμείς γνωρίζουμε άραγε;).

Στην περυσινή επέτειο 60 χρόνων από την ανατίναξη των γραφείων της ΕΣΠΟ (2012), στην ιστοσελίδα του κόμματος του Ελληνικού Μετώπου, του φασίστα Μάκη Βορίδη και προσφάτως υπουργού της Ν.Δ. γράφτηκαν τα εξής:

“Η ΠΕΑΝ δεν ήταν τυχαία οργάνωση. Την 25η Μαρτίου 1942 είχε διοργανώσει την μεγάλη πορεία προς το άγαλμα του Ξάνθου στην πλατεία Κολωνακίου, «με πολύ φόβο, αλλά με βαρειά την κληρονομιά της ιστορίας». Σημαιοφόρος και επικεφαλής της πορείας ήταν ο ΠΕΑΝίτης εθνικιστής φοιτητής Διονύσιος Παπαδόπουλος. Η ανατίναξη της ΕΣΠΟ ήταν κορυφαία αντιστασιακή πράξη και η τιμή που αρμόζει στα στελέχη της ΠΕΑΝ δεν εξαντλείται στην προτομή του Περρίκου, γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος. Επειδή ήταν εθνικιστές όμως κανείς σήμερα δεν γνωρίζει την πράξη τους. Διότι η Δεξιά έχει υποστεί λοβοτομή από το 1974, ενώ η Αριστερά προσπαθεί με ψέμματα να μονοπωλήσει τον αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως και ενέργειες όπως αυτή την ενοχλούν”.

Το γεγονός ότι σήμερα ανασύρεται η σύγκριση της σημερινής ‘ελλάδας σε κρίση’ με την ‘ελλάδα της κατοχής’ θα έπρεπε βέβαια να μας υποψιάσει. Μήπως κάτι μαγειρεύουν τα εθνίκια ή τους την βάρεσε τώρα με την κρίση; Το να αντιληφθεί κανείς την ανάσυρση του εθνικοποιητικού και ομογενοποιητικού υποκειμένου του ‘λαού’ είναι, βέβαια, κάτι σημαντικό και ευτυχώς το ‘χουν κάνει διάφορες ομάδες antifa προσανατολισμού τα τελευταία χρόνια, αργά βέβαια, αλλά ήδη από τότε που άλλοι και άλλες έψαχναν την … άμεση δημοκρατία στους ‘αγανακτισμένους’ και στην ’12 φλεβάρη’. Αλλά δεν αρκεί αυτή η διαπίστωση μου φαίνεται. Οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση γιατί αυτός ο ‘λαός’, με τον τρόπο που επενδύεται η σημασία του και αναμοχλεύεται το παρελθόν του, δεν είναι μόνον ικανός για να τρώει μνημόνια στο κεφάλι αδιαμαρτύρητα. Αυτός ο ‘λαός’ έχει δυναμικό. Αυτός ο ‘λαός’ ίσως χρησιμεύσει στο άμεσο μέλλον και για εθνικά μέτωπα. Και το ότι δεν ήταν η ΠΕΑΝ ή ο Στίνας στα εθνικά μέτωπα της εποχής θα ‘ταν κανείς πολύ μαλάκας να το πει. Οπότε εκεί τεστάρονται σήμερα οι απολογισμοί της αντίστασης και του εμφυλίου: στο κατά πόσο μαζί με τα απόνερα θα πετάξουμε και το μωρό, στο κατά πόσο θα υπερασπιστούμε τη ζέστη του ‘εμφυλίου’, τη δική μας αντεθνική κληρονομιά, απέναντι σε αυτούς που με το πρόσχημα της κριτικής στην αριστερή μας κληρονομιά θα μας στήσουν μέτωπα αντιφασιστικά για … όλο το λαό, ηγεμονεύοντας τόσο πάνω στην έννοια του αντιφασισμού που αξίζει να μείνει στα μυαλά όλων μας όσο και πάνω στον προσδιορισμό του εχθρού που θα έρθει έπειτα. Η κριτική της ‘βίας’ και του ‘κόκκινου ολοκληρωτισμού’ είναι εργαλεία κρίσιμα σε αυτούς τους προσδιορισμούς και καλό θα ‘ταν να μη νομίσει κανείς ότι ο Καλύβας θα του λύσει το πρόβλημα που πρόσφατα ονόμασαν ‘Μαρφίν’.

Εμπειρικά, μπορούσε να το δει κανείς αυτό. Αντιγράφω από τη σελίδα του antifa negative:

«Αυτό, λοιπόν, που φαίνεται ενδιαφέρον σε μερικούς από αυτούς τους «καθηγητές του τίποτα» που ανέλαβαν το κομμάτι της επανανοηματοδότησης της εξέγερσης, από πλευράς της ελληνικής «διανόησης», είναι ότι πλασάρουν μεν μια ξαναζεσταμένη ακροδεξιά ρητορική γύρω από την ανάγκη καταστολής αυθεντικών κοινωνικών κινημάτων, από την άλλη αυτή η ρητορική ενδύεται έναν κινηματικό μανδύα, ή αν όχι κινηματικό, έστω, αντικομφορμιστικό. Μπορεί ο λόγος τους να είναι κυρίως ο γνωστός δεξιός-ακροδεξιός λόγος που ομιλεί περί ‘ξένων που επιβουλεύονται την ελλάδα’, ενός ‘κύματος νεολαιίστικης βίας δίχως αύριο και λογική’, της ανάγκης ‘ενός κράτους δικαίου πιο επεμβατικού και κατασταλτικού’ και άλλα τέτοια γνωστά και αστυνομικά… οι μεν να διακηρύσσουν «Ποτέ πια Δεκέμβρης!» ενώ οι δε, προσποιούμενοι τους ειδικούς της εξέγερσης να επιζητούν τη σύλληψη των λίγων εκατοντάδων αναρχικών πανελλαδικώς ώστε να λυθεί το πρόβλημα… Όμως παράλληλα παίζουν και τους αντικομφορμιστές, ισχυριζόμενοι πως η αναρχική βία – το σημερινό μέγα πρόβλημα της ελλάδας – συνεχίζει να υπάρχει και να γίνεται ανεκτή βάσει της ευρύτατης κοινωνικής νομιμοποίησης που απολαμβάνει, το παραμύθι δηλαδή της φιλο-αναρχικής κοινωνίας. […]

Αντίστοιχα, οι μεγάλοι έλληνες διανοούμενοι μιμούνται/αντιγράφουν μια αριστερή ρητορική, δήθεν διωκόμενων για τις αλήθειες που λένε συγγραφέων. Μπορεί εσείς να διατείνεστε ότι κάνετε επανάσταση – φαίνετε να λένε – αλλά κάνομεν κι εμείς Επανάστασιν! Κι αν το target group των αυτόνομων εθνικιστών μπορεί πράγματι να μασήσει σε επαναστατική φρασεολογία (νεολαίοι δίχως κινηματική μνήμη), το ίδιο πιστεύουμε ότι μπορεί να κάνει και το target group των νεο-ιστορικών (επίσης, νεολαίοι και δίχως εμφυλιοπολεμική μνήμη). Θέλει βέβαια πολύ νερό ακόμη στο μύλο για να τη δούνε οι νοικοκυραίοι και τα πιτσιρίκια τους, επαναστάτες και να αποφασίσουν ποιο θα είναι το επόμενο βήμα τους… Ωστόσο, η προπαγάνδα έχει αρχίσει να ψήνεται – αυτό επισημαίνουμε.

Επίσης, καλό θα ήταν να αποφασίσουμε να δούμε πως τα αντιμετωπίζουμε όλα αυτά – πέρα από σφαλιάρες και κλωτσιές (αυτά εννοούνται) … Πράγματι, μπορεί ακόμη η παρουσία τους να μην είναι τόσο σημαντική. Όμως, πρέπει να επισημανθεί τουλάχιστον η προσπάθεια εκεί στα δεξιά να φτιάξουν έναν αντικομφορμισμό, έστω και με ελεεινά επιχειρήματα που ξεκινάνε από το «η ελλάδα ελέγχεται από ένα μαρξιστικό παρακράτος» του Άδωνη, τα γκραμσιανά σχήματα του Βορίδη και τις νέες αντιλήψεις για τον εμφύλιο που αποκάλυψαν οι αξιότιμοι κ. κ. Καλύβας, Μαραντζίδης (και γιατί όχι Βούλγαρης;) – όπως π.χ. ότι οι ταγματασφαλίτες τελικά ήταν καλά παιδιά και απλώς αντιδρώντες στον ‘κόκκινο τρόμο’ – μέχρι βέβαια τη δυνατότητα άρθρωσης ενός αυτόνομου εθνικισμού στο δρόμο».

“η ελλάδα ξεπλένεται με τον βρώμικο τρόπο (την κρίση)”, μέρος α’, φεβρουάριος 2012.

Γυρνάω στα της μπροσούρας για να επαναλάβω την κριτική με μορφή ερωτημάτων. Γιατί φτανεί κανείς / καμιά κάποτε στα σοβαρά ερωτήματα:

α) πως γίνεται μια μπροσούρα να βάζει σαν κεντρικό αναλυτικό εργαλείο την γραμμή Στίνα-Καρύτσα (σημειωτέον, οι 7 από τις 11 συνολικά παραπομπές είναι από αυτό το ιδεολογικό περιβάλλον) για την κριτική στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ να λέει ότι αντιφασισμός σήμερα σημαίνει να αναγνωρίζεις αυτούς που έσωσαν εβραίους όταν η βασική σου πηγή τεκμηρίωσης συγκαλύπτει τον εκτοπισμό των Εβραίων; Κι αν αυτή η μπροσούρα αποφάσισε να αποσιωπήσει τις καφρίλες του Στίνα, πως και δέχτηκε αδιαμαρτύρητα όλη την υπόλοιπη κριτική του για το ΕΑΜ; Εμπιστέυτηκε άραγε το κύρος του ως συγγραφέα;

Το μικρότερο κακό εδώ είναι η αντιφατικότητα της ανάλυσης, αντιφατικότητα εξάλλου που υπάρχει σε κάθε ανάλυση σχεδόν. Το μεγαλύτερο κακό είναι η ακραιφνής ιδεολογικοποίηση. Γιατί η αλήθεια είναι ότι όσοι Έλληνες Εβραίοι σώθηκαν, δεν σώθηκαν με μοίρασμα προκηρύξεων του Στίνα και των φίλων του.

Εντάξει, τώρα αν δεν θέλει κανείς καν να διαβάσει το βιβλίο του ελληνοεβραίου Μ. Μπουρλά (“Έλληνας, Εβραίος κι Αριστερός”, Σκόπελος, 2000), επειδή πέρασε αυτός από το κομμουνιστικό αντάρτικο, και ούτε μπορεί να διαβάσει κριτικά τα βιβλία του Γ. Μαργαρίτη (π.χ. το “Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες” ή το «Εμφύλιος Πόλεμος»), θα μπορούσε τουλάχιστον να προμηθευτεί δωρεάν τα τελευταία δύο βιβλία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (“Νέοι στη Δίνη της Κατοχής” και “Εβραϊκή αντίσταση στην ελλάδα της κατοχής”, του Steven Bowman) για να δει πως σώθηκαν κάποιοι, ίσως όχι οι περισσότεροι, αλλά σίγουρα κάποιοι έλληνες εβραίοι στην Κατοχή. Και – μα τον Άγι(ο) Στίνα! – ποιος θα κατηγορήσει το ΚΙΣ για απολογητή της ΟΠΛΑ;

Και ξανα:

β) πως γίνεται ένα ριζοσπαστικό αντιφασιστικό κείμενο σήμερα να βάζει σαν κεντρικό ζήτημα απόδειξης του αντιφασισμού την αναγνώριση της ενέργειας μιας οργάνωσης που όχι μόνο δεν είναι παραγνωρισμένη αλλά η αναγνώριση της αβαντάρεται και χρηματοδοτείται από τα επίσημα θινκ τανκς του κράτους, μέσα στο γενικότερο πρότζεκτ “τέλος της μεταπολίτευσης και αποκαθήλωση της δεξιάς κληρονομιάς”; Στην τελευταία περίπτωση, σε αυτή των καλυβο-μαραντζίδηδων, μιλάμε βέβαια για φυσική παραδρομή μιας αντι-κομουνιστικής πολιτικής και ιστορικής ανάλυσης, αλλά στην πρώτη περίπτωση μήπως έχουμε να κάνουμε (και) με τα αναπάντεχα όρια μιας φιλελεύθερης, πολιτικαλι κορέκτ κριτικής που δεν αγαπάει και πολύ την ιστορική τεκμηρίωση;

Συναφές ερώτημα: Πως γίνεται να αναγνωρίζει κανείς την ανατίναξη της ΕΣΠΟ από την εθνικιστική ΠΕΑΝ, ενώ ταυτόχρονα σιωπά παράφορα για τις χιλιάδες εκτελέσεις γερμανών και δωσίλογων από τα μέλη και τα στελέχη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΟΠΛΑ και παράλληλα γνωρίζει ότι οι εθνικιστές της εποχής ούτε τον μισογυνισμό της εποχής πολέμησαν (καλά, το σε σύγκριση με το ΕΑΜ δεν το βάζω γιατί θα μας πιάσουν τα γέλια), ούτε βέβαια και τον αντισημιτισμό, την ομοφοβία, τις αντι-μακεδονικές πολιτικές και όλα τα παρεπόμενα; Και όχι μόνο βέβαια δεν τα πολέμησαν όλα αυτά, αλλά τα στήριξαν κιόλας με όλες τους τις δυνάμεις! Ας ψάξει κανείς πόσοι αρμένιοι, εβραίοι και γυναίκες (πλην της γνωστής Ιουλίας Μπίμπα) ήταν μέλη της ΠΕΑΝ. Και άραγε το ότι δεν ήταν κανείς, είναι τυχαίο;

Πόσο μακριά είναι αυτή η ρητορική πια από τα ζητήματα που βάζει ο Μαραντζίδης γύρω από “τη βία εναντίον των αντιπάλων του ΚΚΕ κατά τα χρόνια της Κατοχής” και “την ωραιοποίηση καταστάσεων (π.χ. η συμμετοχή της γυναίκας στον Δημοκρατικό Στρατό)” στο άρθρο του “Η μνήμη του εμφυλίου πολέμου” [στον τόμο “Εμφύλιος: πολιτισμικό Τραύμα (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013)”];

2) Οι Ηλέκτρες, ο αναχρονισμός και η ηλεκτρισμένη μνήμη

Το τελευταίο αυτό λινκ με τα της ελληνικής πατριαρχίας της εποχής μας βάζει στο τελευταίο ζήτημα της κριτικής. Ο νόμος των γερμανών πως για κάθε γερμανό στρατιώτη/αξιωματικό (ή και έλληνα συνεργάτη τους, σε ορισμένες περιπτώσεις) θα δολοφονούνται 50, 100 ή και παραπάνω έλληνες, στον οποίο αναφέρεται ο Στίνας, συνάντησε ΜΙΑ και μόνο αντιστροφή του στα χρόνια της Κατοχής. Δηλαδή, υπήρξε ιστορικά ΜΙΑ περίπτωση όπου το τίμημα του αίματος το πληρώσαν οι δωσίλογοι. Αυτή η περίπτωση υπήρξε όταν τέθηκε σε εφαρμογή από την ΟΠΛΑ και τέθηκε σε εφαρμογή σαν αντίποινα στην περίπτωση της δολοφονίας μιας γυναίκας του κόμματος, της Ηλέκτρας Αποστόλου, η οποία ήταν υπεύθυνση διαφώτισης όλης της Αθήνας (κι άλλη ωραιοποίηση, ε;). Παρόλο που η εν λόγω συνέλευση χρησιμοποίησε ό,τι ήθελε από το βιβλίο του Ι. Χανδρινού, φαίνεται πως αγνόησε τα στοιχεία που πηγαίναν κόντρα ιδεολογικά στα πορίσματα της (αν δεν χωράει η πραγματικότητα στην θεωρία, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα). Στην περίπτωση της εκδίκησης του θανάτου της Ηλέκτρας Αποστόλου έχω αναφερθεί σε άλλο κείμενο (βλ. “Για την Ηλέκτρα”, 26-07-2013) οπότε δεν θα αναφερθώ εδώ ξανά. Αλλά,για το γενικότερο θέμα της θέσης των γυναικών στην αριστερά, στο κόμμα της εποχής και το αντάρτικο, η ενδιαφερόμενη πρέπει αναγκαστικά να περάσει από το βιβλίο της ελληνοεβραίας Οντέτ Βαρών Βασάρ, μέλους του κόμματος προφανώς, για την ΕΠΟΝ («Η ενηλικίωση μιας γενιάς: νέοι και νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση», Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009) και σε δύο-τρία ακόμα κείμενα, που ενσωματώνονται σε γενικότερες μελέτες, μιας και η σχετική βιβλιογραφία δεν είναι βέβαια ανεπτυγμένη προφανώς.

Δεν θα ‘θελα, βέβαια, να αναφερθώ αναλυτικά στα μεθοδολογικά χάσματα της εν λόγω μπροσούρας, μιας και έχω επίσης γράψει παρόμοια σε άλλο κείμενο (Εμφύλιος τώρα, βλακείες τέλος! 19 -07-2013). Τα προβλήματα που αξίζουν εδώ (απλής) αναφοράς είναι βέβαια το ότι οι πηγές έρχονται τελείως επιλεκτικά σαν τσόντες για να ενισχύσουν νοήματα του κειμένου (όπως π.χ. με το βιβλιο του Χανδρινού) και το ότι η οικονομία του κειμένου είναι τουλάχιστον προβληματική – ενώ υποτίθεται θέλει να μιλήσει για τον αντιφασισμό σήμερα, τελικά αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο παρελθόν (23 σελίδες) και αρκείται σε μια αφηρημένη και συνθηματολογική-ιδεολογική οξυγονοκόλληση στο τέλος (6 σελίδες). Η κυρίως μεθοδολογική ασθένεια της μπροσούρας είναι βέβαια η ισχυρή δόση αναχρονισμού που την διατρέχει ολόκληρη. Διάφορα ευκρινή παραδείγματα μπορεί να δει κανείς:

Πάνω στην αντιμετώπιση του ζητήματος της πατριαρχίας, βέβαια, η οπτική είναι κυρίως αναχρονιστική μιας και οι λόγοι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν κρίνονται βάση της εποχής αλλά βάση της σημερινής εποχής… Γιατί, βέβαια, αν γνωρίζει κανείς ποια ήταν η θέση της γυναίκας την εποχή εκείνη στη φασιστοκρατούμενη ελλάδα, θα έβαζε και τα ανάλογα κριτήρια στην ανάλυση του/της – ριζοσπαστικά, ρεφορμιστικά ή μη δεν έχει σημασία.

Γιατί αν είναι έτσι βέβαια μπορούμε να κάνουμε κριτική στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και για άλλες σχέσεις εξουσίας, όπως π.χ. ο σπισισμός, αναδεικνύοντας το πως φερόταν στα άλογα του ο ΕΛΑΣ και κινητοποιώντας σημερινές αναλυτικές κατηγορίες.

Αλλά και π.χ. στην κριτική στην … “θρησκευτικότητα” του ΕΑΜ η μπροσούρα φέρνει ως πηγή τον λόγο του Άρη που λέει πως δεν είναι πρόθεση του ΕΑΜ να σκοτώνουν παπάδες, μιας και πολλοί παπάδες έχουν πάρει όπλα και έχουν ταχθεί στο πλευρό του αντάρτικού (!). Στο σημείο αυτό είναι προφανής εκ μέρους των συγγραφέων η απουσία οποιουδήποτε σκεπτικού τόσο γύρω από την έκταση του διχασμού του ελληνικού έθνους την εποχή εκείνη όσο και γύρω από το γιατί εκφωνήθηκε “ο λόγος” του Βελουχιώτη στην προκειμένη. Ο “λόγος” του Βελουχιώτη κομμένος και ραμμένος πάνω στα ιδεολογικά τραπέζια, αδύνατον να γίνει αντιληπτός βέβαια με τα μάτια και τα αυτιά εκείνων που τον άκουγαν λάιβ, ακούγεται βέβαια σαν εκκλησιαστικό κήρυγμα.

Δίχως μια αναφορά στην καπετάνισσα Σαρίκα, τη Φώφη Λαζάρου, την Ηλέκτρα Αποστόλου και τόσες χιλιάδες άλλες ΕΠΟΝίτισσες ή αριστερές που έβγαζαν το δικό τους λόγο, η εν λόγω μπροσούρα καταλήγει με ένα άνευ νοήματος σύνθημα για “τις γυναίκες που κόντρα στον μισογυνισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ βγήκαν στο αντάρτικο” αν και είναι κάτι πλέον του σαφούς από μαρτυρίες που έχουμε, ότι πολλές γυναίκες της εποχής εβγαιναν στο βουνο ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑΤΙ δεν άντεχαν την βαρέως πατριαρχική ζωή στο σπίτι και την ζωή γενικότερα στην φασιστική ελλάδα και, έτσι, στο βουνό έβλεπαν μια ελπίδα για βελτίωση και βασικά ΕΜΠΡΑΚΤΗ χειραφέτηση.

Το γεγονός και μόνο ότι οι γερμανοί έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν ένοπλες διμοιρίες γυναικών στον ΕΛΑΣ δείχνει βέβαια και το ποια ήταν η κατάσταση στην πιο ‘πολιτισμένη’ χώρα της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Φανταστείτε τώρα την έκπληξη των γερμανών όταν όχι μόνο παρατήρησαν διμοιρίες γυναικών αλλά και παραδόθηκαν σε αυτές στρατιωτικά στην Κοζάνη και την Φλώρινα όταν αναγκάστηκαν να σηκώσουν λευκή σημαία παράδοσης μετά από την ολιγοήμερη πολιορκία τους από την λοχαγό Τιτίκα Γκελντή και τις συναγωνίστριες της του ΕΛΑΣ! Και παρόλο βέβαια που ο αντι-πατριαρχικός αγώνας δεν ήταν στο κέντρο του αντιφασιστικού ανταγωνισμού, δεν ήταν αμελητέος μιας και μέσα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο (σε αντίθεση με το “δημοκρατικό”!) ούτε έλλειψε η ζύμωση ούτε η αλλαγή συγκεκριμένων συνθηκών. Η Γκελντή το λέει αυτολεξεί σε συνέντευξη της στον Κούλογλου: “Οι γερμανοί παραδόθηκαν, σε εμάς, στα κορίτσια!”

Ή ο Bowman γράφει: «Πολλές γυναίκες συμμετείχαν στις μαχητικές μονάδες του ΕΛΑΣ που διακήρυσσε την απελευθέρωση του θηλυκού φύλου από τα δεσμά της πατριαρχίας. Το επαναστατικό αυτό μήνυμα υποστηρίχτηκε απρόθυμα και από άνδρες χωρικούς οι οποίοι γίνονταν με αυτόν τον τρόπο κοινωνοί της νέας τάξης πραγμάτων που εισήγαγε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στα βουνά που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Το τέλος του πολέμου, ωστόσο, σήμανε και την απόρριψη τέτοιου είδους μηνυμάτων. Η ελληνική Δεξιά και οι Βρετανοί καταδίκασαν την αριστερή Αντίσταση ως κομμουνιστική, διευκολύνοντας, έτσι, τους άντρες στα χωριά να επανακτήσουν την κυριαρχία τους πάνω στις γυναίκες τους. Ανέρχονται, όμως, σε δεκάδες χιλιάδες οι γυναίκες που δεν δέχθηκαν να εκχωρήσουν το δικαίωμά τους στην ισότητα. Πολλές από αυτές πέρασαν μία ή δύο δεκαετίες στη φυλακή μετά τον πόλεμο, επειδή αρνήθηκαν να απολογηθούν για τη συμμετοχή τους στην Αντίσταση και την επανάστασή της.» (σελ. 69-70)

Αντίστοιχα αναχρονιστικό είναι το παράδειγμα που έρχεται προς τεκμηρίωση της πατριαρχικής κουλτούρας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σχετικά με την επέκταση της τιμωρίας των φασιστών διά “οικογενειακής ευθύνης”, δια εκτέλεσης δηλαδή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Δίχως να κρίνεται ούτε καν να παρατίθεται το μέγεθος της βίας που δεχονταν τα μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την εποχή εκείνη, από χιλιάδες βιασμούς, βασανιστήρια μέχρι και δολοφονίες (3.500 δολοφονίες, 15.000 κρατούμενοι, 50.000 υπόδικοι ως αποτέλεσμα της “λευκής τρομοκρατίας” μετά τη Βάρκιζα και 30.000 κρατούμενοι και 80.000 κυνηγημένοι στις “λαϊκές δημοκρατίες” μετά τον εμφύλιο), αλλά ούτε και το πως είναι να ζει κανείς σε καθεστώς παρανομίας ή με ένα όπλο κάθε μέρα στο κρεβάτι του ή ακόμα και το πως ίσχυσε η “οικογενειακή ευθύνη” από πλευράς φασιστών (π.χ. είναι γνωστό ότι οικογενειακή ευθύνη ίσχυε και στο αν μπορούσες να πάρεις άδεια για μετανάστευση από ελλάδα προς γερμανία μέχρι και την δεκαετία του ’60), ή ακόμα και το ότι ο εθνικός διχασμός (και στην ύστερη κατοχή και στον εμφύλιο) είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που το να ‘ναι κανείς παντρεμένος με κομουνίστρια ή με ταγματασφαλίτη ήταν επόμενο πως θα συμπαρέσυρε πολιτικά ή/και ηθικά κι αυτόν/αυτήν, καταλήγουμε απλά σε ένα αποστειρωμένο ιδεολογικό συμπέρασμα.

Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τα τσουβαλιάσματα που γίνονται στα του έθνους, μην μπορώντας βέβαια να δουν διακρίσεις ούτε ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα (κατοχικό και κομουνιστικό). Αν διάβαζε π.χ. κανείς την εν λόγω μπροσούρα και πίστευε καλόπιστα ότι το ΕΑΜ ήταν κάτι που στήριζε έθνος, θρησκεία και οικογένεια, θα έμενε πραγματικά έκπληκτος και θα του φαινόταν τελείως ακατανόητο γιατί ο Λεωνίδας Κύρκος στη Μακρόνησο λιποθύμησε από το ξύλο επειδή πεισματικά αρνούταν να φωνάξει “ζήτω η μεγάλη ελλάδα!”. Αντίστοιχα η χρήση της έκφρασης «λαϊκή κοινότητα» σε κάποιο σημείο της μπροσούρας για το ΕΑΜ λειτουργεί παραπλανητικά και πλήρως σχετικοποιητικά μιας και το γερμανικό ‘Volksgemeischaft’ που μεταφράζει είναι όρος πολύ συγκεκριμένα γερμανικός κι έχει να κάνει με την γερμανική ιδεολογία βέβαια, δηλαδή τον ναζισμό. Βέβαια, όπως είπαμε και πριν, καθώς αντλούν από τον Άγι Στίνα, είναι λογικό να χρεώνουν ναζισμό σε αυτούς που πολεμούσαν τον ναζισμό.

Βέβαια το εκνευριστικό με δαύτους που γράφουν αυτά τα τσουβαλιάσματα είναι ότι με περιφρόνηση και πλέρια ιδεολογία φαίνεται να μην αναγνωρίζουν καν τα βασικά από όσους φάγανε ξύλο και βασανιστήρια για τα πιστεύω τους εκείνη την περίοδο… Και βέβαια αφού έχουν γυρέψει να σπιλώσουν όλο τον αντιφασισμό, μετά μένουν με την κληρονομιά της ΠΕΑΝ στα χέρια…

***

Πάντως, ακόμη κι αν ήθελε κανείς σε αυτή την μπροσούρα να ασχοληθεί κριτικά με το αντάρτικο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα ζητήματα π.χ. του αντισημιτισμού ή του αντι-μακεδονισμού με τρόπο συγκεκριμένο και όχι συνθηματολογικό. Αντιθέτως, η εστίαση της εν λόγω μπροσούρας γίνεται στις  “σταλινικές εκκαθαρρίσεις αντιφροόνούντων” και έτσι υπονοείται ο κίνδυνος της δομικής σχέσης της βίας (ο Καλύβας χαμογελάει…) με τον “ολοκληρωτισμό” καθαυτό, εντός μιας αφηρημένης ιδεολογικής κριτικής στην αριστερή αφήγηση περί λαού και οικογένειας. Αυτή η κριτική στο ΕΑΜ αναμφίβολα είναι όχι απλά είναι η λιγότερο παραγωγική σήμερα μέσα στα πλαίσια ενός ανθελληνικού αντιφασισμού της ΠΡΑΞΗΣ αλλά στρώνει τον δρόμο κιόλας στους σημερινούς δεξιούς απολογισμούς του εμφυλίου οι οποίοι επίσης προτάσσουν το αναλυτικό εργαλείο της βίας και του ολοκληρωτισμού κανιβαλίζοντας κομουνιστικά πτώματα.

Ο Νίκος Μαραντζίδης έγραψε μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 το περιβόητο “Ποτέ ξανά Δεκέμβρης!”, έγραψε επίσης μαζί με τους ιστορικούς φίλους του για περισσότερο κράτος και λιγότερη ανομία. Η αποκάθαρση του φασισμού από εκεί ξεκίνησε, “τους  αριστερούς μεταπολιτευτικούς μύθους για την αντίσταση και τον εμφύλιο”, και να φανταστεί κανείς ότι κανένας από τους ιστορικούς αυτούς δεν είναι κανας διανοούμενος ολκής (ίσα-ίσα το αντίθετο δείχνουν οι ιλουστρασιόν θέσεις τους στα πανεπιστήμια).

Οπότε όσοι και όσες ασχολούνται σοβαρά με τον αντιφασισμό σήμερα, θα έπρεπε αυτά να τα ‘χουν υπόψη τους. Δεν θα πρεπε να ‘μαστε διατεθειμένοι στο σήμερα του ελληνικού βούρκου να παραχωρήσουμε μια ολόκληρη κληρονομιά ούτε στους φασίστες και τους φίλους του αλλά ούτε και στην ημιμάθεια και την αμορφωσιά μας. Αν μας πειράζει το πατρογραμμικό του πράγματος, ε, ας το κάνουμε εμείς μητρογραμμικό:

“όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ξεσηκώθηκαν να πολέμησουν τον κατακτητή και να αγωνιστούνε μετά για να κάνουν έναν καλύτερο κόσμο, ε, δεν ήταν άνθρωποι του ‘δε βαριέσαι’.” (Φώφη Λαζάρου)

Καθήκον όλων αυτών των λάιφσταιλ συγγραφέων είναι να σχετικοποιούν εγκλήματα και να φτύνουν αυτούς που τόλμησαν, δίνοντας ακόμα  και  την ζωή τους, να σταθούν ενάντια σε αυτά τα εγκλήματα. Στην ελλάδα, στην πρώην σοβιετική ένωση, στις κατεχόμενες χώρες, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης…

Δικό μας καθήκον, από την άλλη, είναι να κρατήσουμε ζωντανή μια ιστορική συνείδηση, παρά και ενάντια στα σημάδια του καιρού αυτού.

Ακόμα κι αν όλα τα αρνητικά του μίζερου αυτού κόσμου τα κάνουμε να φαίνονται χειρότερα, π.χ. στην σοβιετική ένωση, το ζήτημα για εμάς παραμένει ένα και μοναδικό: ότι ο κόκκινος στρατός σταμάτησε το γερμανικό πρότζεκτ και τα γρανάζια του θανάτου στο Άουσβιτς. Κι αυτό μας επιτρέπει με τη σειρά του σήμερα να ασχολούμαστε με τις ηλιθιότητες κάποιων λούμπεν ιστοριογράφων. Κάτι είναι και αυτό.

Stepanyan TSP, 28 – 07 – 2013

* ο τίτλος του κειμένου αυτού είναι δανεισμένος από το ομώνυμο βιβλίο του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή για τους οποίους, μαζί με μια τετραμελή ακόμα ομάδα ανταρτών, ο εμφύλιος δεν τελείωσε το 1949 μιας και παρέμειναν κρυμμένοι σε βουνά των Χανίων μέχρι το 1962, οπότε και κατάφεραν να φύγουν από την κωλοχώρα αυτή.

Δημοσιεύθηκε στην new stuff και χαρακτηρίσθηκε , , , , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *