social ecology re-visited

bookchin-listen-marxist

 

Η κοινωνική οικολογία αποτέλεσε ρεύμα κοινωνικής κριτικής από το ’70 στις ΗΠΑ που συνδύαζε μια ριζοσπαστική κριτική της οικολογίας με την αναρχική κοινωνική και πολιτική θεώρηση. Το κείμενο δεν αναφέρεται σε γραπτά κοινωνικών οικολόγων γενικά, βέβαια, αλλά κυρίως στα γραπτά του αμερικανοεβραίου αναρχικού Murray Bookchin, ενός ανθρώπου που κατά τη γνώμη μου έπαιξε σημαντικό ρόλο για την ριζοσπαστική θεωρία και δράση των κινημάτων στον 20ο αιώνα. Πηγές του κειμένου στάθηκαν, επίσης, τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία και άρθρα του Μπούκτσιν και όχι τα κυρίως φιλοσοφικά και αμετάφραστα (αλλά εξίσου σημαντικά) Re-Enchanting Humanity και Ecology of Freedom.

 

Το κείμενο αυτό, εξαλλου, έχει το δικό του συγκείμενο συγγραφής και κατάθεσης. Προέκυψε ως εργασία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των ομάδων πολιτικής αυτομόρφωσης «για τη βιοτεχνολογία και την κοινωνική οικολογία» που δημιουργήθηκαν το 2006 στην κατάληψη Υφανέτ στη Θεσσαλονίκη μετά από κάλεσμα των ομάδων Ξενοδοχείο των Ξένων και Παιδιά του Σωλήνα στους terminal 119. Παράλληλα, δουλεύτηκε σαν μίνι εισαγωγή για όποια/ον ήθελε να έχει μια ιδέα για το τι περιλαμβάνει το έργο του Μπούκτσιν. Μια κριτική, μίνι εισαγωγή, όπως θα καταλάβει καμιά/κανείς αν το διαβάσει. Εκείνα τα χρόνια τα κείμενα των Critical Art Ensemble περί τεχνικής, αντίστοιχα παλιότερες προκηρύξεις των Rote Zora για τον πληθυσμιακό έλεγχο και την παρέμβαση της καπιταλιστικής πατριαρχίας στις τεχνικές αναπαραγωγής των γυναικών, αλλά ακόμη και κείμενα του Steve Best γύρω από τα δικαιώματα των ζώων δεν ήταν αδιάφορα για τα μέλη της συλλογικότητας. Οπότε, κάπως έτσι προέκυψε κι αυτό εδώ. Κομμάτια του κειμένου αυτού τελικά εκδόθηκαν ήδη στον τόμο «Περί Κενών Δαιμονίων» (Γενάρης 2008) από τις Εκδόσεις των Ξένων, όπου παρουσιάστηκε συνολικά η δουλειά εκείνων των ομάδων αυτομόρφωσης. Εδώ, αν υπάρχει κάτι πρωτότυπο σε σχέση με το τότε, είναι ότι το κείμενο δημοσιεύεται ολόκληρο.

 

Σήμερα, παράλληλα, με χωρίζει απόσταση 8 ετών από αυτό το κείμενο. Η ενασχόληση μου με την κοινωνική οικολογία σε θεωρητικό επίπεδο είναι πρακτικά μηδενική, έχω χρόνια να διαβάσω Μπούκτσιν και ό,τι συναφές και οι προβληματισμοί που θίχθηκαν σε αυτό το κείμενο κατά τη συγγραφή του είτε έχουν πια υποστεί καθίζηση κάπου μέσα μου είτε έχουν πάρει διαφορετικές διαδρομές ή και υπέστησαν βίαιες μετατροπές με το πέρασμα του χρόνου, είτε τέλος-τέλος έχουν αντικατασταθεί από άλλους. Ξαναδιαβάζοντας το, προσπάθησα να δω την αξία του σήμερα για μένα αλλά και για τυχόν κανέναν άλλο/-η αναγνώστρια.

Το εύκολο: για μένα είχε και διατηρεί μια συναισθηματική αξία. Πολιτικοποιήθηκα κυρίως με τα γραπτά του Μπούκτσιν και του Καστοριάδη, στην (μετ)εφηβεία. Το 2006 όταν έγραφα το κείμενο αυτό σαν φόρο τιμής στον Μπούκτσιν είχα ενημερωθεί πως η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε, στα 85 του χρόνια. Λίγες μέρες αφού τελείωσε το κυρίως γράψιμο, το πρωί της Κυριακής 30 Ιουλίου του 2006, η πάλαι ποτέ οικο-φεμινίστρια θεωρητική και σύντροφος του Μπούκτσιν, Janet Biehl, με ένα απλό μήνυμα ενημέρωσε φίλους και συγγενείς για τον θάνατο του μόλις το προηγούμενο βράδυ. Συνεπώς το κείμενο αυτό επιτελούσε/επιτελεί ένα λόγο μνήμης πρώτα απ’ όλα, έστω και καθυστερημένα. Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα που είναι γραμμένα εδώ μέσα δεν είναι δικά μου αλλά μια συρραφή των λόγων του Μπούκτσιν, που μπορεί να λειτουργήσει σαν μια μίνι εισαγωγή στο έργο του.

 

Έπειτα, ξαναδιαβάζοντας το, παρά την απόσταση μου από πολλά που αναλύονται, δεν μπορώ να μη δω την κομβική του επιρροή και στη δικιά μας κριτική στις μαρξιστικές και ταξικές αναλύσεις που είχαν και έχουν ηγεμονεύσει στους πολιτικούς μας χώρους. Σε διάφορα σημεία του κειμένου, στο στόχαστρο του Μπούκτσιν μπαίνει ο οικονομισμός, ο εργατισμός και ο ιστορικός ντετερμινισμός του Μαρξ. Ακόμη κι αν πολλά από αυτά γράφτηκαν τη δεκαετία του ’70, λόγω της ακόμη επικρατούσας ταξικής ανάλυσης στους πολιτικούς χώρους, η κριτική φαίνεται φρέσκια, επίκαιρη, εύστοχη. Δεν είναι μόνον αυτό.

Ο Μπούκτσιν ήταν πολέμιος των ουσιοκρατικών αντιλήψεων περί «φύσης» καθώς και κάθε είδους «βαθιάς οικολογίας», «πρωτογονισμού» και μεταφυσικής οικολογίας. Μαζί με τη συντρόφισσα Τζάντε Μπιλ και τον Πίτερ Στουντενμάϊερ, διατήρούσαν στο ακέραιο μια συναντίληψη γύρω από το πόσο αντιδραστικά μπορούσαν να εξελιχθούν τα οικολογικά κινήματα και πρωτοπορίες, είτε καταλήγοντας σε οικο-φασιστικές θέσεις – στη χειρότερη περίπτωση – είτε καταφεύγοντας σε μυστικοποιήσεις και υπερ-απλουστεύσεις ενός φτωχού διανοητικού επιπέδου και μιας λάϊφσταιλ ατομικιστικής πολιτικής – στην καλύτερη περίπτωση. Οι διαφορετικές αυτές μορφές της ίδιας όμως αντιδραστικής πρόσληψης της οικολογίας έγινε σωστά κατανοητό ότι ξεκινούσαν από μια ιδεολογικοποίηση της φύσης, από την απόδοση νοημάτων, «ψυχής», προσωπικότητας κτλ στη φύση. Αντιθέτως, για την κοινωνική οικολογία, η φύση δεν ήταν παρά ένας περιγραφικός όρος για ένα «σπίτι», για ένα κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Αυτή η διαφοροποίηση οδήγησε στο παρελθόν σε οξείες αντιπαραθέσεις του Μπούκτσιν με τον Ζερζάν και άλλους εκπροσώπους του αντιδραστικού/ αναρχικού οικο-ακτιβισμού.

 

Aκόμη, κι αν δεν συμφωνεί καμιά/κανείς με τα όσα γράφει η κοινωνική οικολογία αναφορικά με την καταγωγή της έμφυλης ιεραρχίας, εκπρόσωποι αυτής της τάσης, μεταξύ των οποίων και ο Μπούκτσιν, αλλά και το ξεχωριστό ρεύμα των οικο-φεμινιστριών, προσπάθησαν να θεμελιώσουν μια νέα πρωτότυπη θεωρία της καταγωγής της ιεραρχίας μεταξύ των φύλων και στις αντίστοιχες συναρθρώσεις της με την ιεραρχία γενικά μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων, εις βάρος των παιδιών ή ακόμα και με την αντίληψη της κυριαρχίας/υπερ-εκμετάλλευσης επί της φύσης. Τα παραπάνω τρία πεδία λόγου που θίγονται και στο παρακάτω κείμενο είναι ενδεικτικά του μεγάλου περάσματος που έκανε ο Μπούκτσιν από τα κινήματα της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής «νέας αριστεράς» την εποχή της ανάδυσης των νέων πολιτικών υποκειμενικοτήτων αλλά και την εποχή παράλληλα που οι πολιτικοποιημένοι ένιωθαν πως η παραδοσιακή ταξική ανάλυση υπήρξε ανεπαρκής για να αναγνωσθούν και να αντιμετωπιστούν πλευρές του υπάρχοντος. Είναι επόμενο, επιπλέον, να συμβεί με τον Μπούκτσιν αυτό που συνέβη με εκατοντάδες άλλους θεωρητικούς της περιόδου. Η συμμετοχή τους στα τελευταία μαζικά ριζοσπαστικά κινήματα σε μια εποχή που έμοιαζε ευοίωνη και που ακολούθησε τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, τους/τις έκανε να αφήσουν κατά μέρος ή να θεωρήσουν δευτερεύοντα τον αντι-εθνικιστικό και αντι-φασιστικό αγώνα, πόσο μάλλον την ανανέωση του πολιτικού τους ενδιαφέροντος για τον αντισημιτισμό, ακόμη και εάν μόλις λίγα χρόνια πριν είχε λάβει χώρα μια γενοκτονία 6 εκατομμυρίων εβραίων από τους ναζί και τους φιλούς τους ανά την Ευρώπη.

 

Βέβαια, όπως συνήθως συνέβαινε στην τότε εποχή και συνεχίζει να συμβαίνει, ακόμα και η σιωπή ενός εβραίου γύρω από αυτά τα θέματα προσμετράται ως κάτι «αρνητικό» στην αριστερά. Μάλιστα απαιτείται όποιος είναι εβραίος, να τοποθετείται αρνητικά τουλάχιστον απέναντι στο κράτος του Ισραήλ. Ο Μπούκτσιν μολονότι θα βρούμε αντιπολεμικού χαρακτήρα φράσεις του να υπάρχουν σε ένα-δυο άρθρα του, αντ’ αυτού, αρχικά δήλωνε την ανοιχτή του συμπάθεια τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του κράτους και μετά το 1967 συνέχιζε να διατηρεί μια σιωπηλή συμπάθεια προς το κράτος του Ισραήλ, πράγμα που τον έκανε να μη συμμετάσχει στις διάφορες αντι-σιωνιστικές πρωτοβουλίες και εκστρατείες της εποχής του, από πλευράς της αμερικάνικης αριστεράς. Η στάση του δεν είναι καθόλου δύσκολο να ερμηνευτεί. Ο ίδιος ήταν γιος Ρωσοεβραίων προσφύγων που κατέφυγαν στις ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα προκειμένου να σώσουν τις ζωές τους από τα πογκρόμ του ρωσικού όχλου και των τσαρικών κρατικών μηχανισμών της εποχής. Σαν έφηβος ο Μπούκτσιν συμμετείχε εθελοντικά στον αμερικάνικο μηχανισμό που είχε στηθεί για την οικονομική ενίσχυση του δημοκρατικού στρατού των αναρχικών στην Ισπανία κατά του φασίστα Φράνκο, το 1936. Στον αμερικάνικο στρατό, όπου κατέφυγε έπειτα ως εθελοντής μισθοφόρος, προκειμένου να παίρνει ένα σημαντικό χαρτζιλίκι για να ενισχύσει την πάμφτωχη οικογένεια του, δεν άντεξε πολύ, όπως έχει πει ο ίδιος, λόγω του ακραίου αντισημιτισμού που συνάντησε εκεί από τους άλλους αμερικανούς στρατιώτες. Μεταπολεμικά αν και αφιερώθηκε στο οικολογικό κίνημα, όπως είπαμε, ήταν από τους πρώτους που διείδαν τον κίνδυνο του «οικο-φασισμού» και αργότερα η κοινωνική οικολογία ήταν ίσως η μοναδική τάση στις ΗΠΑ που αφιερώθηκε στο να πολεμήσει τους οικοφασίστες με κάθε μέσο, αποκαλύπτοντας δε από πολύ νωρίς, τη δεκαετία του ’60, τη σύνδεση του «ριζοσπαστικού» κομματιού των γερμανών οικολόγων με έναν τύπο εθνικοσοσιαλιστικής ρητορικής.

 

Η εποχή πια είναι διαφορετική. Οι σημερινές γενιές πολιτικοποιημένων, ήδη από το 1990, ξανάρχονται αναγκαστικά αντιμέτωπες με το «εθνικό» και «φασιστικό πρόβλημα». Ο Μπούκτσιν ελάχιστα μπορεί να βοηθήσει, όπως όμως και εκατοντάδες άλλοι/ες θεωρητικές/οι πριν αλλά και μετά το Ολοκαύτωμα. Όμως, στοιχεία της ανάλυσης του μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε κάποια κλασικά ταμπού, αναλυτικά, ιδεολογικά, πρακτικά, της ευρωπαϊκής αριστεράς που τείνει και αυτή πια σε πατριωτο-ρατσιστικές θέσεις στην πλειοψηφία της (π.χ. σε σχέση με τους μετανάστες). Από την άλλη, κι ο ίδιος ο Μπούκτσιν κατέφυγε σε αριστερές αγκυλώσεις ή κλασικές ουτοπικές βλέψεις που δε νομίζω ότι σήμερα μπορούν να βοηθήσουν σήμερα σε κάτι. Ίσα-ίσα, το ‘εποικοδομητικό’ του βλέμμα, οι αντιλήψεις του για την ανθρώπινη εξέλιξη, ή οι λόγοι περί διαλεκτικού νατουραλισμού, αντικειμενικής ηθικής κτλ στο 5ο κομμάτι ή η ουτοπιστική διαπραγμάτευση της πόλης στο 4ο κομμάτι του κειμένου αυτού εδώ, περισσότερο σαν βαρίδια μιας άλλης εποχής τα αντιλαμβάνομαι παρά σαν κάτι άλλο. Μάλιστα, ότι το καλύτερο που μπορούν να προσφέρουν είναι μια ανέξοδη μελλοντολογία, οικολογικής και χεγκελιανής έμπνευσης, ενώ στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσαν ως μαγιά να βρεθούν και σε γραπτά νεο-φασιστών, με την έννοια ότι οι τελευταίοι κανένα πρόβλημα δεν έχουν ούτε με τις κοινότητες ούτε με τις εξελικτικές αντιλήψεις περί φύσης και κοινωνίας. Από την άλλη, η σχεδόν τυφλή πίστη στον διαφωτισμό και η απόπειρα άρθρωσης ενός ολοκαίνουργιου, γυαλιστερού θεωρητικού μοντέλου δείχνουν πως η αποφυγή ενασχόλησης με το «έγκλημα των εγκλημάτων» κι άλλες καταστροφές του λεγόμενου ‘ανθρώπου’ προέκυψαν κάπως βολικά για τις θεωρητικές ενασχολήσεις της κοινωνικής οικολογίας.

 

Βέβαια, ο Μπούκτσιν δεν ήταν ο μοναδικός που κατέληξε σε αντίστοιχες θεωρήσεις την εποχή που έγραφε και μιλούσε. Τα προβλήματα που βρίσκει κανείς/καμιά σήμερα σε αυτόν αναπαράγονται και σε άλλες οπτικές με μαρξιστικό/χεγκελιανό, ή και όχι, υπόβαθρο. Μολονότι, για παράδειγμα, ο Καστοριάδης ασκεί βάσιμες κριτικές στα περί αντικειμενικής ηθικής, ο ίδιος δεν απέχει από το να βλέπει τον Διαφωτισμό ως μια συλλήβδην καλή εξέλιξη, και άρα να βλέπει τον προταγματικό του ορθολογισμό (αυτονομία) τελείως ξέχωρο από τις καταστροφικές πλευρές της ορθολογικότητας (ετερονομία) και, τελικά, μας παραδίδει κι ο τελευταίος μια βολική ευρω-κεντρική αφήγηση. Σε σχέση με αυτό το τελευταίο κιόλας αλλά και τις ουτοπιστικές του θέσεις φαίνεται σε πλήρη συμφωνία με τον Μπούκτσιν, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που και οι δύο τέλειως απροβλημάτιστα προσκομίζουν συγκριτικά τα «κακά παραδείγματα» του Άουσβιτς και των Γκούλαγκ, ανάγοντας τα στη γενική κατηγορία «ολοκληρωτισμός», απαλείφοντας έτσι τις ιδιαιτερότητες όχι μόνο του φασισμού αλλά και του ναζισμού με οποιοδήποτε άλλο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα έχει παρουσιαστεί ποτέ στην ιστορία, εν τέλει «θάβοντας» και την εβραϊκή γενοκτονία. Επειδή ανασύρω αυτούς τους λόγους 8 χρόνια μετά, σκοπεύω να επανέλθω με αυτά τα προβληματικά στοιχεία του Καστοριάδη σε κείμενα που θα στοχεύουν να αναδείξουν την απολογητική στάση και αυτού του τελευταίου απέναντι στο έθνος, το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και βέβαια το Ολοκαύτωμα. Οπότε αυτός είναι και ένας τελευταίος λόγος ίσως για τον οποίο θα έμπαινε καμιά/κανείς στον κόπο να διαβάσει τα παρακάτω, να τα διαβάσει με μια οπτική ως του σύγχρονου αντι-παραδείγματος και να τα βάλει κάτω στο τραπέζι της ανάλυσης έχοντας στα χέρια του/της το βαρύ σφυρί της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας.

Αυτά. Τα υπόλοιπα εδώ social ecology-final

StepanyanTSP, Ιούλιος 2014

Δημοσιεύθηκε στην αμαρτίες του παρελθόντος. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *