[:en]
Οι δεξιοί κατηγορούσαν τους εβραίους σοσιαλιστές για την επανάσταση του 1905, που οδήγησε τον Τσάρο να αποδεχτεί το Σύνταγμα. Στους τελευταίους μήνες αυτής της χρονιάς, επτακόσια πογκρόμ ξεκινήσαν μέσα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, σχεδόν σαράντα από αυτά μόνο στην επαρχία της Ποντόλια. Στο Προσκούροφ σχεδόν όλοι τη γλίτωσαν με μικρές ζημιές αλλά οι πάντες γνώριζαν για τους πεντακόσιους δολοφονημένους εβραίους της Οδησσού και τις εκατό δολοφονίες με τη συνεργασία της αστυνομίας στο Κίεβο. Ο Yulyus Lebovitz θα έλεγε αργότερα στον εγγονό του για τις συναντήσεις του συνδικάτου τους που τις έσπαγε ο στρατός και το κυνηγητό με την μυστική αστυνομία.
Εντωμεταξύ, στο δρόμο συζητιόταν πολύ τι γινόταν στην Αμερική, στο νέο κόσμο. Ό,τι δημοσιευόταν στη Ρωσία, λογοκρινόταν αυστηρά αλλά οι εφημερίδες στα γίντις από το εξωτερικό διαδίδονταν λαθραία σε πολύ κόσμο. Το νεοϋορκέζικο ‘Εμπρός’ (Forverts) ήταν ανοιχτά σοσιαλιστικό και θορυβώδες όργανο υπεράσπισης της εβραϊκής πολιτικής δύναμης. Τον χειμώνα του 1909 και του 1910 ο Yulyus Lebovitz διάβασε για την απεργία που οργανώθηκε ‘στα πουκάμισα’ από μια νεοσχηματιζόμενη ομάδα, το Διεθνές Συνδικάτο των Εργατριών στην παραγωγή Ενδυμάτων (International Ladies Garment Workers Union, ILGWU), της οποίας τα μέλη ήταν κατά τα τέσσερα πέμπτα εβραίες/εβραίοι και κατά τα τέσσερα πέμπτα επίσης γυναίκες. Το ‘Εμπρός’ έγραφε για την ιστορία «ενός αδύναμου νεαρού κοριτσιού» με το όνομα Clara Lemlich που πάλεψε να φτάσει μέχρι το βήμα σε μια συνάντηση του σωματείου και διακήρυξε, στα γίντις, «είμαι ένα εργαζόμενο κορίτσι!». Περιέγραψε τις «απαράδεκτες συνθήκες» της δουλειάς της και έκανε έκκληση για την πραγματοποίηση γενικής απεργίας. Η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Μέσα σε λίγες μέρες 20.000 εργάτριες στην παραγωγή ενδυμάτων εγκατέλειψαν τις δουλειές τους. «Ο Ξεσηκωμός των Είκοσι Χιλιάδων», ονομάστηκε. «Η μεγάλη εξέγερση». Στην πραγματικότητα η Clara Lemlich ήταν 20 χρονών, μια έμπειρη σοσιαλίστρια οργανώτρια και η στιγμή εκείνη είχε γίνει αντικείμενο προετοιμασίας, αλλά η δραματοποιημένη ιστορία είχε ισχυρό αντίκτυπο τόσο στους αριστερούς όσο και τις μη στρατευμένες μάζες. Σίγουρα είχε και στον Yulyus Lebovitz, προστάτη των γυναικών και των παιδιών. Για εβδομάδες τα νέα συνέχιζαν να φθάνουν με τις εργάτριες να αντιμετωπίζουν θαρραλέα μπάτσους και απεργοσπάστες. Με το που μπήκε η άνοιξη, τα αφεντικά είχαν λυγίσει, συμφωνώντας σε πενήντα-δύο ώρες δουλειάς την εβδομάδα, πληρωμένες τις διακοπές και σχηματισμό επιτροπής επικοινωνίας παραπόνων από το συνδικάτο. Το ILGWU, που κυριαρχούταν από σοσιαλίστριες, αποτελούσε μεγάλη πολιτική δύναμη.
Την ίδια άνοιξη, άλλου είδους νέα έρχονταν από το Κίεβο. Περί τις 1.200 οικογένειες εβραίων απελαύνονταν από την πόλη. Δεκάδες από αυτές, βρήκαν το δρόμο τους προς το Προσκούροφ, εκλιπαρώντας φίλους και συγγενείς στην εύπορη πόλη να τους αφήσουν να μείνουν σε αίθρια και χωλ, κάνοντας τις πιο σκοτεινές προβλέψεις για τους καιρούς που έρχονταν. Για τον Yulyus το μέλλον ήταν προφανές: η Ρωσία ήταν ένα θανατερό μέρος για έναν εβραίο που ήθελε να χτίσει το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά στην Αμερική το όνειρο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και η οικογένειά του δεν θα χρειαζόταν να υποφέρει. Το 1910 έφερε την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Έγινε Julius Liebowitz, σύζυγος της Minnie (από Mindl), περιστασιακός εργάτης στην ένδυση και οργανωτής πλήρους απασχόλησης στο ILGWU. Ο μικρός Yacov, τώρα πια 10 ετών, έγινε Jacob και έπειτα Jack.
Τόσο ο Julius όσο και ο Jack ανακάλυψαν τους δρόμους του Lower East Side του Μανχάταν, με διαφορετικούς τρόπους όμως. Για τον Julius οι δρόμοι ήταν τα σημεία πώλησης των σοσιαλιστικών εφημερίδων, εκεί που μοιράζονταν τα φυλλάδια του συνδικάτου, εκεί που οι εργάτριες και οι εργάτες έκαναν διαδηλώσεις και πικετοφορίες. Οι δρόμοι ήταν επίσης το μέρος όπου συζητιούνταν οι ιδέες, όπου σοσιαλιστ(ρι)ές, κομμουνιστ(ρι)ές και αναρχικοί/-ές διαφωνούσαν μεταξύ τους και κοροϊδεύανε μαζί το διεφθαρμένο κόμμα των Δημοκρατικών και τους ηλίθιους Ορθόδοξους εβραίους.
Ο Jack έμαθε τους δρόμους ως πιτσιρικάς που πουλούσε εφημερίδες. Η ένδυση δεν αποτελούσε το μόνο παραθυράκι που επέτρεπε στους εργοδότες να εκμεταλλεύονται την παιδική εργασία στο νέο αιώνα: ένα πιο εμφανές ήταν ο στρατός των ανήλικων ντελιβεράδων εφημερίδων που έτρεχαν στους δρόμους της πόλης. Η βιομηχανία του Τύπου εξαρτιόταν βαθιά από εννιάχρονα, δεκάχρονα και εντεκάχρονα αγόρια που αγωνίζονταν μέσα στην πόλη πουλώντας εφημερίδες για ένα δολάριο τη μέρα. […]
Τον Μάρτιο του 1911, λίγους μήνες μόλις αφού οι Liebowitzes έφτασαν στη Νέα Υόρκη, έλαβε χώρα ένα γεγονός που πάγωσε με τρόμο όλη την εβραϊκή κοινότητα και η ηχώς του μπορεί να βρεθεί στις μετά ιστορίες του Jack Liebowitz και του Harry Donenfeld. Το εργοστάσιο ενδυμάτων Triangle έπιασε φωτιά, παγιδεύοντας εκατοντάδες κοριτσιών και νεαρών γυναικών, εννιά και δέκα ορόφους πάνω από το δρόμο. Με τα φορέματά τους να αρπάζουν φωτιά, τα κορίτσια αρχίσανε να πηδάνε από τα παράθυρα, καταλήγοντας νεκρές στο πεζοδρόμιο. Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, 146 κορίτσια, δεκάδες από αυτά δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρονών, σχεδόν όλες τους εβραίες, σκοτώθηκαν. Τις επόμενες μέρες ο κόσμος μάθαινε γιατί κάποια κορίτσια πηδούσαν από τα παράθυρα: οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου είχαν κλειδαμπαρώσει με αλυσίδες τις πόρτες εξόδου για να τις αποτρέψουν να κάνουν διάλειμμα ενώ δουλεύανε.
Για τον Julius Liebowitz, και για κάθε οργανωτή/οργανώτρια στο ILGWU, ήταν μια κομβική στιγμή, το ξεκίνημα για την πιο άγρια και πιο επιτυχημένη στροφή του συνδικάτου για αλλαγές στο χώρο εργασίας. Για τον δεκάχρονο Jack ήταν μια επίδειξη της βαναυσότητας της φτώχειας. Ήξερε παιδιά στο σχολείο που οι αδερφές τους πέθαναν στο Triangle. […]
Jones, G. (2005), Men of Tomorrow: Geeks, Gangsters, and the Birth of the Comic Book, W. Heinemann: London, σ. 12-15.[:]