Σε κανέναν δεν θα φαινόταν περίεργο να ειπωθεί πως η συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων αυτού του νοτιοβαλκανικού κρατιδίου έχουν εξελιχθεί εδώ και πολλές δεκαετίες σε μια συμπαγή μάζα εγωιστικών καθαρμάτων, με ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για την ελληνική πραγματικότητα τους, χωρίς βέβαια να διαφωνεί κανείς πως δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις όπου ο εγωισμός θυσιάστηκε για ένα κοινό καλό, πάντα εθνικής φύσης. Περίσσεψε, δε, αν μη τι άλλο η πεποίθηση – που κατά βάθος είναι και εθνική ιδεολογία – πως το να πατήσεις επί πτωμάτων σε κάποια κρίσιμη στιγμή στη ζωή σου είναι ένα έσχατο, αλλά όχι και πολύ μακρινό, ενδεχόμενο, κάτι σαν διόδια τα οποία πληρώνει κανείς αδιαμαρτύρητα. Για το συμπαγές αυτής της μάζας, εξάλλου, ουκ ολίγες αποδείξεις μοιράστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που ονομάστηκε ‘μεταπολίτευση’, δηλαδή τα τελευταία 40 χρόνια. Στα τελευταία 25 χρόνια, μάλιστα – άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο – παρατηρήσαμε την σταδιακή και επιτυχή αποκτηνωτική εκτόνωση των υπηκόων αυτών, πάνω στους ανθρώπους που έτυχε να περάσουν από τα σύνορα αυτού του κρατιδίου και ονομάστηκαν ‘μετανάστες’ και, παράλληλα, είδαμε αυτή την τελευταία διαδικασία να κορυφώνεται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη μιας, τόσο ιδιωτικής όσο και κρατικής, θεαματικής κουλτούρας αναπαραγωγής στερεοτύπων, συντηρητισμού και άλλων δολοφονικών ιδεών, προσαρμοσμένων ως άλλοθι του πλούτου των υλικών συνθηκών υπό τις οποίες ζούσαν – και ζουν ακόμη (σε σύγκριση με άλλες χώρες) – οι περισσότεροι έλληνες. Η εχθρότητα στους μετανάστες, για παράδειγμα, δικαιολογούταν στην δεκαετία του ’90 με το προσφιλές “μας παίρνουν τις δουλειές”, πράγμα το οποίο βέβαια έκτοτε έχασε το μονοπώλιο του και ο ρατσισμός, όπως και πολλά άλλα πετυχημένα προϊόντα, απέκτησε ποικιλομορφία και εναλλακτικές βερζιόν. Έτσι, σχηματικά, εκεί που δεν έλειπαν στον ελλαδικό πληθυσμό αφορμές και αιτίες για να διχαστεί και να προκαλεί αντιπαραθέσεις – ο λεγόμενος ‘εμφύλιος’ και η λευκή τρομοκρατία μετέπειτα ήταν η σοβαρότερη απ’ αυτές – κάπου στη μεταπολίτευση, αυτός ο ‘ελλαδικός πληθυσμός’ αποφάσισε να μετεξελιχθεί σε ‘ελληνική κοινωνία’, δηλαδή να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως κάτι ενιαίο και από τον γεωγραφικό προσδιορισμό να αποδεχτεί για τον εαυτό του τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό.
Το σχετίζεσθαι, αναμενόμενα, σε μια κοινωνία που βούτηξε με δύναμη στην ‘εθνική συμφιλίωση’, επέστρεψε στις καθιερωμένες τροπικότητες του. Οικογένεια, αφενός. Επαγγελματική σταδιοδρομία, αφετέρου. Και για καπέλο όλων η εθνική ενότητα. Έρωτες, φιλίες και πολιτικές σχέσεις πέρασαν απ’ αυτά τα παγόβουνα και μεταλλάχθηκαν υπ’ αυτό το πρίσμα, πλέον και γι’ αυτούς που προέρχονταν από το ηττημένο στρατόπεδο του εμφυλίου. Οικογένεια και επαγγελματική αποκατάσταση, εξάλλου, σε μια μικροαστική χώρα όπως αυτή, συνήθως πάνε πακέτο. Τα μίση έκαναν πέρα, είτε γιατί σταδιακά πέθαιναν όσοι/ες κουβαλούσαν ακόμα τέτοιο βαρύ άχθος, είτε γιατί ‘τα νέα περιβάλλοντα’ δεν ευνοούσαν την διατήρηση αυτού του μίσους, καθότι ήταν ντεμοντέ και πλέον κυρίαρχη ιδεολογία είχε απογίνει η ‘δημοκρατική’. Αντάλλαγμα αληθές ήταν και το γεγονός πως και οι αριστεροί έλληνες θα μπορούσαν πια να γίνουν αφεντικά. Και διανοούμενοι. Και άλλα πράγματα. Και όπως υπονοούσε κι ο Κωστόπουλος στα 90s, το νόημα ήταν πια άλλο: ‘να είμαστε όμορφοι, να γαμάμε, να είμαστε επιτυχημένοι και επώνυμοι’.
Αυτή είναι μια εξέλιξη η οποία, ως συνήθως, δεν προβλέφθηκε από και δεν προβλημάτισε πρόωρα σχεδόν καμία αριστερή γκρούπα ή κόμμα, κανέναν επαναστατικό σχηματισμό, κανένα μαρξιστικό ιερατείο. Οι αντιδράσεις ήταν μόνο έμμεσες: η αντι-κουλτούρα, το πανκ, το σύντομο γυναικείο κίνημα και γενικά από όσους/ες δεν συμμετείχαν στη λήψη αυτών των αποφάσεων. Γι΄ αυτές και γι’ αυτούς δεν γράφτηκαν εξάλλου οι παρακάτω αράδες?
“Λυπάμαι που διαπιστώνω για ακόμη μια φορά ότι τα βασικά κίνητρα των εξτρεμιστικών ιδεολογιών, όταν ξεπεράσεις τη νεότητα, δεν είναι άλλα από την ασχήμια, την αγαμησιά, τα κόμπλεξ, την αποτυχία και την τυφλή ανωνυμία.” (ναι, και πάλι Κωστόπουλος).
Αυτό το καινούργιο ήθος ερχόταν με σαρωτικές κοινωνικές κινήσεις και ιδίως ενώπιον μιας αριστεράς που είχε μάθει να ζει και να μαθαίνει, να καθοδηγείται και να καθοδηγεί μέσα σε κομματικά μαντριά. Κι όλα τα ενάντια ήταν πολύ απίθανο να επιζήσουν. Εφευρέθηκαν παράλληλα οι μετανάστες ως κοινή συναινέσει αντικείμενο του μίσους. Κι ακόμα και μπόλικοι παππούδες του εμφυλίου πλέον, αν τύχαινε το μάτι τους να πέσει στα σκουριασμένα όπλα στην αποθήκη του σπιτιού, το μόνο που τους θύμιζαν πια ήταν ότι μπορεί να τους φανούν χρήσιμα ενάντια τους “εγκληματίες ξένους” που τους κλέβουν τα … καρπούζια. Το πανκ, η αντι-κουλτούρα, το γυναικείο, το αντι-μιλιταριστικό γέμισαν παραχαράκτες/τριες, αν και στο backlash των 90ς ελάχιστοι καταγγέλθηκαν ως τέτοιοι, μην τυχόν και σπάσει η αριστερή (εθνική) ενότητα, στην οποία εντωμεταξύ είχαν προσχωρήσει και το 99% όσων αντέδρασαν αρχικά στην ‘εθνική συμφιλίωση’.
Τα συμπαρομαρτούντα του ξεχαρβαλώματος αυτού αλλά και της σαρωτικής αυτής κοινωνικής κίνησης τα ζούμε κι εμείς σήμερα, σε πολλαπλές εκδοχές. Έχοντας, βέβαια, για την πάρτη μας ένα βασικό πλεονέκτημα, όσοι/ες το ‘χουμε: να μην έχουμε ζήσει τον πυρήνα της μεταπολίτευσης στα 1975 – 1995, να μην έχουμε ζήσει αυτή την βασανιστική μετάλλαξη ή μάλλον την χυδαία φανέρωση της μετάλλαξης, όντας μπλεγμένοι οι ίδιοι μέσα σε πολιτικές ομάδες. Από την άλλη, αν μη τι άλλο, παραλάβαμε και ενστερνιστήκαμε ένα σώμα ιδεών και αντιλήψεων – που μας είπανε ότι ήταν “αριστερό” – η κύπρος, το ξέφραγο αμπέλι, οι τούρκοι, οι αλβανοί, η ‘πίεση στην κυβέρνηση’, η ‘πίεση στον βουλευτή “μας”‘, οι αριστερές καβάτζες, κ.ο.κ. Και πράγματι ήταν: ‘ελληνικό αριστερό’. Ο ‘εμφύλιος’ είναι, εξάλλου, κάτι πλέον που το διαβάζεις στα βιβλία ή το βλέπεις στα ντοκιμαντέρ, γιατί όχι και στον κρετίνο Παντελή Βούλγαρη, καθώς οι περισσότεροι πια στους πολιτικούς χώρους είναι γεννημένοι 40 χρόνια μετά το τέλος του τελευταίου μεγάλου διχασμού του ελλαδικού πληθυσμού. Το μίσος που τον συνόδευσε είναι πρακτικά άγνωστο. Μαζί μ’ αυτό οι έννοιες της δέσμευσης, της οργάνωσης, της μακρόπνοης πολιτικής ανάλυσης είτε έχουν χαριστεί στους αντιπάλους μας, είτε έχουν αναγνωριστεί ως σημαίνουσες καταπιέσεις του ‘εγώ’ μας. “Αν είναι να καταπιέσω το ‘εγώ’ μου, ας βγάλω τουλάχιστον λεφτά”, φαίνεται να είναι ένα από τα συνθήματα και μέσα στους λεγόμενους ριζοσπαστικούς χώρους, την ώρα που πολιτικές συλλογικότητες διαλύονται και αδειάζουν από περιεχόμενο ενώ κολεκτίβες και συνεργατικές, καθώς και διατριβές για αυτό το ‘μίσος’ στήνονται και γράφονται με ρυθμούς πολυβόλου. Ο εγωισμός είναι το μόνο που παραλάβαμε και το μόνο που διασώθηκε και τα “να είσαι ο εαυτός σου”, “είσαι ο καλύτερος”, “είσαι γαμάτη” και σχετικές μπούρδες παρέμειναν να στολίζουν τον – πριν την κρίση πανικού – εαυτό φυσικά και μέσα στους σημερινούς πολιτικούς χώρους, κι ας λέγονται και ‘αριστεροί’, ‘αναρχικοί’ ή ό,τι άλλο. Όντας κατά τι καλύτερη, όμως, από τους γονείς της – εντάξει, όχι στο σύνολο της – ένα κομμάτι αυτής της γενιάς, κατάλαβε (ή κάτι παρόμοιο) ότι είναι πιασμένη μέσα σε μια παγίδα. Από αντίληψη και πείρα ή και ένστικτο, κατάλαβε (ή κάτι παρόμοιο) πως οι οικογενειακοί δεσμοί, οι εθνικοί δεσμοί, το κόμμα, η αριστερή γκρούπα ίσως και η δουλειά δεν ήταν παρά γενεσιουργές πηγές, ή στην καλύτερη ψυγεία συντήρησης, της σύγχρονης σαπίλας της κοινωνίας που μεγάλωσε και μέσα στην οποία συχνά ασφυκτιούσε. Αυτό το κομμάτι, όπως και τα αντίστοιχα που υπήρξαν στις δεκαετίες του ’70-’80 δεν θέλησε να ταυτιστεί με όσους η πίστη τους τους είχε οδηγήσει σε δρόμους δίχως επιστροφή και, από την άλλη, αν και δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με δεσμοφύλακες, δεν παρέδιδε τον εαυτό της στις ήδη υπάρχουσες συμμορίες. Είτε ακριβώς επειδή το μόνο που παρέλαβε ήταν σάπιο, είτε γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη σε κάτι άλλο, αυτό το κομμάτι – φυσικά μιλάμε για μια μειοψηφία, και πάλι, η οποία δύναται να σκέφτεται αρνητικά και αμφισβητεί – παρόλο που φρόντισε να μείνει μακριά, ευκαιριακά ή μη, από τις κακοτοπιές, δηλαδή τους ηγεμονικούς τρόπους σχετίζεσθαι που υιοθέτησαν οι γονείς της, δεν έλειψε να ταυτίσει την καταπίεση της (και του ακριβοθώρητου Εγώ της) με την δέσμευση και το σχετίζεσθαι εν γένει. Ή, στην καλύτερη, δεν έμαθε για τον εαυτό της να σχετίζεται με άλλο τρόπο. Είπε κανείς, εξάλλου, ότι κάτι τέτοιο είναι εύκολο;
Και γι’ αυτό το τελευταίο έχουμε μπόλικα πειστήρια. Στην δυτική Ευρώπη, όπου μάλιστα υπήρχε ανεπτυγμένο κίνημα πολύ πριν το δικό μας νοτιοβαλκανικό χωριό, ήταν γνωστά όλα αυτά κι άλλα τόσα. Έγραφε ο Αντόρνο στα Minima Moralia πολύ προφητικά για το τι θα επακολουθούσε στα γερμανικά κοινόβια των αριστερών του ’70 πως: “Οι απολίτικες απόπειρες απόδρασης από την αστική οικογένεια οδηγούν συχνότατα μόνο σε βαθύτερη εμπλοκή σε αυτή, και μερικές φορές το κακορίζικο πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας, η οικογένεια, δίνει την εντύπωση ότι ταυτόχρονα είναι και το πρωταρχικό κύτταρο που τροφοδοτεί την ασυμβίβαστη θέληση για μιαν άλλη κοινωνία”, για μια χώρα μάλιστα όπου έγινε εκτεταμένη και αρκετά μαζική απόπειρα στησίματος μιας ζωής εκτός του mainstream.
Στην ελλαδική περίπτωση, το μεγάλο κομμάτι της γενιάς των νεολαίων δεν πέρασε καν από κοινόβια: η οικογένεια, το μαγαζί, ακόμη και η γαμημένη ελλάδα υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν ως αποκούμπια. Ήταν και είναι, εξάλλου, η κυρίαρχη τάση της αριστερής νεολαίας, κομματικοποιημένης ή μη, αυτή που εν τέλει – όπως πρόσταξε κι ο Κωστόπουλος – αδυνατεί να βρει κίνητρα δράσης ή δέσμευσης μετά τα χρόνια της νεότητας. Ως κοινό μοτίβο επιβράβευσης του ενός προς τον άλλον, μέσα σε αυτά τα υποκείμενα, διατίθεται η πληροφορία πως όλοι αυτοί και αυτές ανήκουν στην αριστερά. Ή ακόμη και το ότι ‘κάποτε ανήκαν στην αριστερά’, σαθρό απομεινάρι της οποίας ενασχόλησης στις ζωές τους πλέον βρίσκονται μονάχα αντισημιτικές προβολές ή σενάρια συνωμοσίας, ντύνοντας το αντι-θεωρητικό τους μίσος και την αδιαφορία τους για τα πάντα ως αριστερή συνείδηση ενώ στην ουσία του παραμένει απλώς ένα φασιστικό πρόπλασμα, έτοιμο να υποδεχτεί κάποιον φύρερ.
Με τέτοιες πλειοψηφίες αριστερών υποκειμένων αλλά και τέτοιες συγχυσμένες μειοψηφίες υποκειμένων το να πει κανείς σήμερα πως στις καταλήψεις, τις πολιτικές συλλογικότητες και τα στέκια των ελλαδικών πόλεων χτίζεται ένας άλλος κόσμος… πέραν των κλασικών σχέσεων εξουσίας, των σεξιστικών, ρατσιστικών και ομοφοβικών του συνήθων πρακτικών, των λυκοφιλιών τους και της άνθισης και επιβολής των διάφορων Εγώ, απλά θα ακουγόταν γελοίος. Α, μην ξεχάσουμε και το περίφημο αίσθημα του ανήκειν, που εξάλλου σε έναν τραγικό βαθμό πρόσφατα στα Εξάρχεια της Αθήνας, στην περίπτωση του σχεδόν ομόφωνου και εκτεταμένου κυνηγιού τοξικομανών, βρήκε πολλαπλή ταύτιση με το εθνικό ανήκειν (περιφρούρηση της καθαρότητας του ‘χώρου’ μας, πολιτικά και γεωγραφικά, κ.ο.κ.).
Από την άλλη, δεν είναι να πεις ότι δεν υπάρχουν θραύσματα που φανερώνουν το ότι κάποτε μπορεί να ήταν λιγάκι αλλιώς από το σήμερα, ότι το σήμερα δεν μπορεί να είναι αιώνια έτσι μπετοναρισμένο, όπως το ‘χουμε βρει και το περιγράφει ο Βούλγαρης. Υπάρχουν ακόμα σήμερα πολιτικές συλλογικότητες που μας παραινούν να πετάξουμε στα σκουπίδια το κυρίως σώμα των ιδεών και των αντιλήψεων που μας κληροδότησε η ελληνική αριστερά (και οι πιο ‘άγριες’ βερζιόν της). Υπάρχουν πλέον εύκολα και βολικά πακεταρισμένες αναμνήσεις και γνώμες όσων πήραν μέρος στον λεγόμενο ‘εμφύλιο’, φτιαγμένες για εμάς τις γενιές των δεκαετιών του ’90 και δώθε, για εμάς που δεν είμαστε του βιβλίου αλλά είμαστε του βίντεο, που περιμένουν να εκτιμηθούνε. Που συζητάνε το συναίσθημα, την δέσμευση, τη σταθερότητα, την επιμονή, το μίσος κι όλα αυτά τα ντεμοντέ. Υπάρχουν συλλογικότητες και ομαδοποιήσεις, ακόμα και άτομα, που επιδεικνύουν μια σπάνια ποιότητα συνέπειας και δέσμευσης, εδώ και χρόνια ή ακόμη και δεκαετίες, στο πολιτικό αντικείμενο τους και όχι στο μαγαζί τους, αξίες που φάνηκε προς στιγμήν να χάνονται παράλληλα με οποιαδήποτε πίστη στο να βλάψουμε το ελληνικό κράτος και τον όχλο που το δημιούργησε και το στηρίζει. Και παράλληλα υπάρχει σε γιγανταίες δόσεις μια ζοφερή πραγματικότητα εναντίον των ‘ξένων’ αυτής της κοινωνίας η οποία καταλαμβάνει τον χαρακτήρα του επείγοντος, ζητώντας από οποιονδήποτε δεν συναινεί, να το κάνει εσπευσμένα. Αλλά υπάρχει και μια μονότονα καταπιεστική πραγματικότητα εναντίον αυτών που βαφτίζονται ‘εσωτερικός εχθρός’ αυτής της κοινωνίας οι οποίοι μοιράζονται ποινές 25, 50 και 100 χρόνων στις ελληνικές φυλακές. Και παρόλα αυτά, οι αριστερές δομές παραμένουν “οι αγαπημένες”. Η όξυνση της αντιπαράθεσης θεωρείται ‘επιθετικότητα’ ενώ οι φιλήσυχες αντιπαραθέσεις δεν γίνονται αντιληπτές ως προνόμιο των λίγων, πράγμα που στην ουσία είναι. Το ‘σπάσιμο’ με τις δομές της χρόνιας αριστερής σαπίλας λογίζεται ως ‘ανωριμότητα’ ή ακόμη και ‘επίδειξη μάτσο αρρενωποτήτων’ ενώ στην διατήρηση των δομών αυτών δεν ανιχνεύεται ούτε η ναρκισσιστική προφύλαξη των Εγώ από την απομόνωση τους από μια εγκληματική κοινωνία, ούτε και η μακρόπνοη καλλιέργεια και ο εμπλουτισμός των μεγάλων αρρενωπών πολιτικών χώρων (που μας έμαθαν σε πρώτη φάση τι θα πει πατριαρχία στην πολιτική ενασχόληση). Για τα εναπομείναντα ψήγματα της φεμινιστικής αντιπαράθεσης έχει διαφυλαχθεί στο σαλόνι της μεγάλης ελληνικής αριστεράς μια θέση διακοσμητικού βάζου, αμβλύνοντας τις αιχμές τους, ενώ μέρα-μετά-τη-μέρα παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις δίνουν και παίρνουν. Οι σύντροφισσες/οι που δεν έχουν οχυρωθεί με τις σωστές δόσεις απανθρωπιάς και επιβολής πάνω στους άλλους, καταλήγουν σε ψυχιατρεία, χαρακώματα και πρέζα. Κι οι μετανάστες που ψελλίζουν κριτική στα πομπώδη κείμενα των αντι-ρατσιστών του ‘χώρου’, αντιμετωπίζονται ως οι φάλτσες νότες ενός τραγουδιού που γράφτηκε για να προσφέρει εξιλέωση και ηρεμία. Για αυτούς που παίρνουν τις ποινές των 100 χρόνων μέσα στις φυλακές επιφυλάσσεται η απομόνωση των τεσσάρων τοίχων και γι’ αυτούς ιδιαίτερα που ακόμη και στην φυλακή δεν δέχονται κανενός είδους διαμεσολάβηση ή γλύψιμο, ημερήσιο ενδιαφέρον επιδεικνύει μόνον η αντιτρομοκρατική υπηρεσία.
Όλα αυτά απαιτούν τον δικό τους χώρο, ας πούμε όμως δυο πράγματα για ένα-δυο απ’ αυτά, τα πιο επείγοντα. Πρώτα, για τους φυλακισμένους με πολυετείς ποινές μηδενιστές. Αν κάποιοι, λοιπόν, αφήνουμε μια ελπίδα στον μηδενισμό σήμερα, αυτό γίνεται και ή κυρίως για όλους τους παραπάνω λόγους και όχι γιατί ο μηδενισμός είναι μια θεωρία/πρακτική με φωτοστέφανο. Γιατί, εν τέλει, σε μια κοινωνία όπου κάθε πολιτική έχει χάσει το νόημα της ύπαρξης της, η μόνη πολιτική με νόημα φαίνεται να είναι αυτή της εκμηδένισης αυτής της κοινωνίας. Και, δεύτερον, το ότι αφήνουμε μια ελπίδα εκεί, έχει βέβαια να κάνει θεμελιωδώς και με την παραπάνω περιγραφόμενη κληρονομιά του ελληνικού σχετίζεσθαι, την οποία έχουμε φάει στη μάπα. Η πρακτική αυτού του μηδενισμού, εξάλλου, όπως την έχουμε δει ως τα τώρα, είναι πολύ πιο ουσιώδης και από το τελευταίο στάδιο άμυνας της γενιάς αυτής που έχει καταλάβει ή κάτι παρόμοιο, πως έχει πέσει σε παγίδα. Η ουσία έγκειται στην αυστηρή συνέπεια, η οποία δεν ζητά ανταλλάγματα απ’ αυτό τον κόσμο, εορτάζοντας αυτή την αληθινά μη-εμπορευματική στάση με πλέριες δόσεις κυνισμού, μιας από τις λίγες εναπομείνασες νόμιμες άμυνες. Αντιθέτως όσοι απλώς ταυτίζουν την δέσμευση με την καταπίεση του Εγώ τους, εν τέλει πέφτουν στην αδράνεια, την εσωστρέφεια και την καλλιέργεια οποιασδήποτε δέσμευσης σε ένα αφαιρετικό πλαίσιο λειτουργίας όπου θα μπορούν να ικανοποιούν το Εγώ τους και να αυτο-καταναλώνονται με άτομα πανομοιότυπα με τους ίδιους. Η ύπαρξη τους δεν ενοχλεί κανέναν. Μπορεί η γενιά αυτή, η οποία τίθεται ενστικτωδώς ενάντια στο τι προηγήθηκε, ήδη να δείχνει την διαφορά της με τους γονείς της, αλλά ανίκανη να επινοήσει νέους τρόπους σχετίζεσθαι, κουβαλάει στο μέλλον αδιατάρακτες τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας αυτής της κοινωνίας. Ενστικτωδώς πάλι – και στην καλύτερη περίπτωση πάντα – οι ομάδες διαλύονται όταν έρχονται αντιμέτωπες με τον καθρέφτη της μάπας τους.
Ίσως το πιο ενδεικτικό παράδειγμα στους πολιτικούς χώρους στην ελλάδα είναι αυτό της περίπτωσης της αφομοίωσης μεταναστών σε αυτούς τους χώρους, μεταναστών κομμένων και ραμμένων στα μέτρα της όποιας τυχάρπαστης αριστερής ή αντιεξουσιαστικής λογικής και μιας διακηρυγμένης a priori ισότητας μεταξύ ελλήνων και ‘ξένων’ (εργατών πάντα!), διακήρυξης που ούτως ή άλλως μπορεί να βρεθεί και στα πιο ρατσιστικά φιλελεύθερα καθεστώτα της Δύσης ή και στην επιγραφή του ‘αγάλματος της ελευθερίας’. Εδώ βρίσκονται οι συμπληγάδες. Η εναλλακτική πρακτική, αυτών που τουλάχιστον έχουν υποψιαστεί κάτι, δεν είναι και πολύ διαφορετική, μιας και κι αυτοί οδηγούν τους μετανάστες στο περιθώριο, είτε αποδεχόμενοι την ανημποριά τους να συσχετιστούν από την συνείδηση των προνομίων τους, είτε βουτηγμένοι σε αυτο-μαστιγώματα που ως συνήθως επιβεβαιώνουν απλώς τον ναρκισισμό τους. Νέος ή άλλος τρόπος συσχέτισης δεν μπορεί να υπάρξει. Σαν κερασάκι στην τούρτα, από την άλλη, διαβάζοντας κανείς συνεντεύξεις ποινικών κρατουμένων, με ελάχιστο απ’ αυτό που λέμε ‘πολιτική συνείδηση’, διαισθάνεται μια πολύ μεγαλύτερη δέσμευση και εγγύτητα μεταξύ ελλήνων και ξένων. Έτσι, για άλλη μια φορά, ‘ο επαγγελματικός χώρος’ (sic) αποδεικνύεται πιο σταθερός και φερέγγυος από οποιαδήποτε μέχρι τώρα απόπειρα συνύπαρξης μεταξύ ελλήνων και ‘ξένων’ στους mainstream ή εναλλακτικούς πολιτικούς χώρους. Γιατί, βέβαια, η αδράνεια και η απουσία δέσμευσης ή το ‘καπέλωμα’ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν ή να υπερκεράσουν ούτε καν την δέσμευση και την αλληλεγγύη των ‘ποινικών’, η οποία αν και δεν έχει περάσει “πύλες κάθαρσης” και από το στάδιο των υποσχέσεων για σχέσεις ισότητας, τις επιτυγχάνει συχνά ντε φάκτο, είτε γιατί το ρεύμα της παραβατικότητας είναι αντικειμενικά πιο φιλόξενο σε μετανάστες στην ελλάδα, λόγω του κυρίαρχου ρατσιστικού καταμερισμού εργασίας, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό, είτε γιατί η κοινότητα των ‘παρανόμων’ έχει ξεπεράσει ηθικά και πρακτικά εδώ και καιρό την πολυτραγουδημένη ταξική κοινότητα, λόγω ιδιαιτεροτήτων του επαγγέλματος.
Αυτά είναι θέματα που θα πρέπει να ξαναπιάσουμε στο μέλλον, πιο αναλυτικά. Εδώ είναι λίγο-πολύ βιαστικά παρουσιασμένα και όχι σε όλη τους την έκταση προφανώς. Το “Ζητήματα Ανάγκης, νο2”, συνοδεύει το “Ζητήματα Ανάγκης, νο1” * που παρουσιάστηκε στο νέο αντιφασιστικό περιοδικό 0151. Τα κείμενα του περιοδικού που φέρουν υπογραφές, αυτονόητα, δεσμεύουν τους συγγραφείς τους. Ωστόσο, όπως το βλέπω, η δημιουργία του 0151 έχει να κάνει και με (μια θέληση ρήξης με τις) παθογένειες και προβλήματα που περιγράφονται και σε αυτό το κείμενο. Το 0151, τέλος, είναι μια νέα δομή και μια νέα συνεργασία που επιδιώκει να μείνει στον χρόνο, να φτιάξει σχέσεις και να πετάξει στα σκουπίδια μέρος της άσχημης κληρονομιάς της ελληνικής αριστεράς. Αλλά αυτό θα το καταλάβετε καλύτερα, αν διαβάσετε και το το About του περιοδικού, στην πρώτη σελίδα της έντυπης μορφής του ή στην ιστοσελίδα του.
Stepanyan TSP, 14/02/2014
* Κείμενα όπως αυτό που γράφονται για το 0151, θα μπορείτε να τα διαβάσετε μόνον μέσα από τη σελίδα του. Πρόκειται περί άλλου ενός δόλιου εμπορικού τρικ.