«Τον θυμάσαι τον Νικόλα ρε; Από τα καλύτερα πιστόλια της Σαλονίκης. Ήμαστε μαζί από την Ασφάλεια, μας γάμησαν τη μάνα, όταν μας πήγαν στη φυλακή… Περπατάγαμε με τα τέσσερα. Έτσι μας πήγαν και στο στρατοδικείο. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε όρθιοι»
[Εις θάνατον… εις θάνατον… ισόβια… (ο στρατοδίκης ρίχνει ποινές)]
«Τσαντίλα ο Νικόλας, άλλο πράγμα. Αφού, όταν ο βασιλικός επίτροπος, μια καργιόλα ίδια νεκροκεφαλή, πρότεινε οχτώ φορές σε θάνατο, κι ο πρόεδρος ρώτησε τον Νικόλα αν έχει να προσθέσει τίποτα, γυρίζει ο Νικόλας και λέει…»
[Κύριε πρόεδρε, άμα με σκοτώσετε, να πάρει ο βασιλικός επίτροπος τα αρχίδια μου να τα κάνει καπνοσακούλα (γέλια στο ακροατήριο)]
«Έγινε της πουτάνας, που λένε, ε, του ρίξανε άλλα πέντε χρόνια για εξύβριση δικαστηρίου, κι οι δικοί μας του κάνανε κριτική για ανάρμοστη συμπεριφορά, μαλακίες. Δηλαδή «εντεύθεν κι εντεύθεν”, που έλεγε κι ο Νωματάρχης. Μια μέρα ήμασταν τρελά χαρμάνια, δεν είχαμε ούτε τριτάκι να φουμάρουμε, μας μίλαγε ένας από την καθοδήγηση. Τραβάει που λες, ο τύπος ένα δοκάρι, ολόκληρο τσιγάρο…»
[Νικόλας: Δηλαδή ρε συναγωνιστή, στον αγώνα ενωμένοι, στο τσιγάρο χωριστά;
Καθοδηγητής: Τι να γίνει συναγωνιστή, στις συνθήκες του καπιταλισμού δε γίνεται να εφαρμόσουμε τον κομμουνισμό.]
«Σκέτη χαμούρα σου λέω, ούτε μια καυτή. Και να φανταστείς, όλοι ήμαστε μελλοθάνατοι. Τι να πεις; Εμείς όταν μπαίναμε στο κόμμα κι ακούγαμε πως αυτός είναι “δικός μας”, παραδινόμασταν: ίσον αδερφός στη ζωή και στο θάνατο. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, ο άνθρωπος είναι γεμάτος σπηλιές, κουβαλάει μέσα του τόσα πρόσωπα και τόσα πράγματα, που δεν αλλάζουν αυτόματα, μόνο με τη συμμετοχή του σ’ ένα δίκαιο αγώνα. Δε φτάναν, λοιπόν, τα όσα μας κάναν οι άλλοι, είχαμε και τα κωλόπαιδα της καθοδήγησης. Μη βρίζετε, μη φωνάζετε, μη διαμαρτύρεστε, η ηθική του κομμουνιστή και τα ρέστα. Λες και ήμασταν παρθεναγωγείο. Καλά, δεν τα πιστεύανε… Απλώς ήταν ένας τρόπος να μας σπάσουν τον τσαμπουκά και το κατάφερναν. Οι πιο πολλοί τσάκιζαν, γιατί χτυπιόνταν από μέσα. Το χωράει, ρε, ο νους σου, να είμαστε επαναστάτες και η βάση της συμπεριφοράς μας να είναι… οι δέκα εντολές. Αυτά τα μπαλαμούτια των αστών μας τα πασάρανε σαν επαναστατική συμπεριφορά. Τέλος, καταλαβαίνεις που πάγαινε η ιστορία… Σου λέω, καλά που ξέμπλεξες νωρίς εσύ.»
1946 ΚΕΡΚΥΡΑ
[μελλοθάνατος πολιτικός κρατούμενος: Σειρά μας να μας ρίξουνε…» (οι φύλακες πλησιάζουν)
πρώτος φύλακας: Λοιπόν, ποιος πάει αύριο το πρωί στο απόσπασμα;
δεύτερος φύλακας: Σαλονικιέ έλα!
τρίτος φύλακας: Α, λάθος! Δεν είναι ο Σαλονικιός…
δεύτερος φύλακας: Ποιός είναι, λοιπόν;
πρώτος φύλακας: Να το ρίξουμε στον κλήρο; Όχι, εγώ θα σας πω τι όνομα γράφει το χαρτί…
– Μιχάλης!
– Ποιός θα σε ακολουθήσει στην απομόνωση;
Μιχάλης: Ο Χρόνης κι ο Νικόλας.
πρώτος φύλακας: Εμπρός…]
Στην Απομόνωση
[Μιχάλης: η κονσέρβα δεν ανοίγει…
– έϊ, έχεις ανοιχτήρι;
φύλακας: όχι.
– μη ρε Μιχάλη, πρόσεχε, θα χαλάσεις τα δόντια σου!
Χρόνης: Άντε γαμήσου, μωρή χαμούρα! Το πρωί θα τον ρίξετε, για τα δόντια του νοιάζεσαι;
Μιχάλης: Έλα, άσ’τον. Είναι καλό ανθρωπάκι. Του ξέφυγε του φουκαρά.]
Καπνίζουν
[Νικόλας: Θυμάσαι όταν πρωτόρθες στην ομάδα μας και μας έδωσες ένα χαρτί με τα συνθήματα που έπρεπε να ρίξουμε με τον τηλεβόα;
Μιχάλης: Θυμάμαι… Ήθελες να σας το διαβάσω και να τα μάθετε απέξω…
Ανάμνηση
Μιχάλης: Διαβάστε το πολλές φορές να τα μάθετε απέξω
Νικόλας: Άμα ξέραμε να διαβάζουμε και να γράφουμε, θα ‘μασταν και δικηγόροι! Διάβαζε, λοιπόν, ν’ ακούμε!
Μιχάλης: Τι; Δεν ξέρετε να διαβάζετε;
– Ούτε να γράφετε;
Νικόλας: Άσε τις μαλακίες, ρε συναγωνιστή, άμα ξέραμε να γράφουμε, θα ξέραμε και να διαβάζουμε.
– Μιχάλης: Συναγωνιστές, πρέπει να μάθετε να διαβάζετε και να γράφετε, γιατί άμα δεν ξέρετε γράμματα, δεν είστε επαναστάτες και κομμουνιστές.
Νικόλας: Παγώσαμε, θυμάσαι; Λες και ήμαστε συνεννοημένοι, τραβάμε όλοι τα πιστόλια και λέω: Άκου Μιχάλη, άμα δεν πάρεις την κουβέντα πίσω, σε φάγαμε…
Χρόνης: Είχες κερώσει. Μας λες: Ρε παιδιά, παρεξήγηση, να σας εξηγήσω…
(Και οι τρεις γελάνε)
Μιχάλης: Παρόλα αυτά όμως σας έμαθα γράμματα…
Νικόλας: Διαβάζαμε τις ταμπελίτσες που ‘χαν τα μπακάλικα πάνω στα πράματα…
Χρόνης: Από τα χαρτονάκια που ‘γραφαν φακές, φασόλια, ρύζι, μάθαμε όλη την αλφαβήτα!
Τραγουδάει και σηκώνεται ο Μιχάλης να χορέψει. Κι έπειτα και οι τρεις τους.
Βραδυάζει γύρω κι η νύχτα απλώνει σκοτάδι βαθύ/
κορίτσι ξένο σαν ίσκιος πλανιέται μονάχο στη γη. Χωρίς ντροπή/
αναζητεί τον ήλιο που έχει χαθεί στα σκοτάδια να βρει/
Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει ακρογιαλιές, δειλινά/
και σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε τη δόλια καρδιά/
μπορεί ακόμα μπορεί να έχει πια τρελαθεί/
και τότε ποιός θα ρωτήσει να μάθει ποτέ το γιατί/
Αγκαλιάζονται. Σιωπή. Η πόρτα ανοίγει.
«Έτσι πέθανε κι ο Μιχάλης. Λες κι ήξερε ο χάρος και διάλεγε τους καλύτερους.»
«Κανά δυο μήνες μετά, μας λένε ότι μας δώκανε χάρη και ότι από θάνατο κατεβήκαμε στα ισόβια.»
«Δηλαδή από ‘δω και πέρα δεν θα περιμένουμε κάθε πρωί να μας ρίξουνε, κατάλαβες;…»
***
Τα παραπάνω είναι απόσπασμα από το πρώτο και γνωστότερο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «Καλά, εσύ σκοτώθηκε νωρίς…» (Γράμματα, 1985), όπως αναπαράχθηκε στο πρόσφατα εκδοθέν, ομώνυμο κόμικ (Polaris, 2013). Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, καπνεργάτης κι ο ίδιος. Στα Ποταμούδια Καβάλας όπου μεγάλωσε, η γειτονιά του ήταν γειτονιά προσφύγων, καπνεργατών από τη Θάσο και παράνομων κομμουνιστών, κυνηγημένων από τη δικτατορία του Μεταξά. Στη Θεσσαλονίκη έπειτα δούλεψε σα μικροπωλητής. Από τα Γιαννιτσά έφυγε στο βουνό για να ενταχθεί σε ηλικία 15-16 ετών στον ΔΣΕ. Συλλαμβάνεται το 1947 και του ρίχνουν ποινή θανάτου. Τον βασάνισαν και για εννιά μήνες περίμενε κάθε πρωί τον θάναντο του, ο οποίος όμως δεν ήρθε, γιατί η ποινή «κατέβηκε στα ισόβια», όπως λέει στο παραπάνω απόσπασμα του αυτοβιογραφικού του βιβλίου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70 πέρασε συνολικά 21 χρόνια της ζωής του στη φυλακή και σε ξερονήσια (Μακρόνησο, Άη-Στράτη κτλ). Πέθανε πριν δυο χρόνια περίπου, τον Νοέμβριο του 2012, από καρκίνο.
Το παραπάνω απόσπασμα, επίσης, είναι ενδεικτικό του περιεχόμενου του βιβλίου του Μίσσιου, του αφηγηματικού τρόπου γραφής του αλλά και των αντιλήψεων του. Επίσης, είναι ενδεικτικό για πολλά από αυτά που μπορούμε να μάθουμε από τον Μίσσιο. Σκεφτόμουν για αυτή την ανάρτηση – αλλά και ίσως για επόμενες – πως πρέπει να μάθουμε να αγαπούμε το συγκεκριμένο για να αποφύγουμε τις αφηρημένες κρίσεις, τα «καλό βιβλίο» ή «μέτριο βιβλίο», που περισσότερο ταιριάζουν σε περιγραφές καφέδων… Επίσης, η αγάπη και η επιμονή στο συγκεκριμένο πιστεύω είναι μια αρετή και ένα ωφέλιμο φορτίο για όσους και όσες προβληματίζονται και σκέφτονται και, κυρίως, δρουν πολιτικά. Βέβαια, μπορεί από την άλλη όλα αυτά να μην είναι και τόσο πρωτότυπα δεδομένου ότι ο Μίσσιος είναι πολυ-διαβασμένος (13 εκδόσεις έκανε το βιβλίο του μόνο την πρώτη χρονιά κυκλοφορίας του!). Αλλά πιστεύω ότι κάθε γενιά, όπως και κάθε πρόσωπο βέβαια σε ένα πιο γενικό επίπεδο, μπορεί να επιφυλάξει μια άλλη υποδοχή του κάθε βιβλίου. Ας πούμε, μεγαλώνοντας και πολιτικοποιούμενος στα 90ς δεν κρύβω ότι απέφυγα να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο του Μίσσιου ως ένα ανάγνωσμα που αναφερόταν σε μια άλλη εποχή που λίγα θεωρούσα ότι είχε να μοιραστεί με την δικιά μου. Κάποιοι νεκροί κάποιας μακρινής, σχεδόν από άλλον πλανήτη, αριστεράς. Τίνος είναι αυτοί οι νεκροί; Οι αριστεροί μου φίλοι τον διάβαζαν και τον εκτιμούσαν σχεδόν όλοι τους, άτομα από το μλ-ΚΚΕ μέχρι τα ΕΑΑΚ. Αλλά ήταν μέρος της δικής τους πολιτικής κουλτούρας. Οπότε ας το διάβαζαν αυτοί. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αν περάσεις κάποια χρόνια στον ελληνικό αριστερό (και αναρχικό, και αναρχικό!) βάλτο, θα αναγκαστείς που και που να ψάξεις το νήμα, μια συγγενή γενεαλογία, θα πέσεις πάνω σε τοίχους και ερωτήματα που κάπως θα σε ξαναβγάλουν πάνω στον Μίσσιο και το παραπάνω βιβλίο του.
Ένα-δυο πράγματα κράτησα από το βιβλίο, μολονότι πολύ περισσότερα μάλλον μπορούν να ειπωθούν. Το εμφανές σε όλους και πολυ-διαφημιζόμενο για αυτό το λόγο από φιλελεύθερους και μη-ΚΚΕ αριστερούς, είναι το γεγονός πως ο Μίσσιος καταγράφει μια ιστορία του λεγόμενου ‘εμφυλίου’, της αριστεράς και των φυλακίσεων και των εξοριών από μια πλευρά που, αφενός, δεν είναι η επίσημη δεξιά αφήγηση, αφετέρου, δεν είναι και η επίσημη αριστερή αφήγηση. Ο Μίσσιος, μάλιστα, είναι λάβρος κατά της ηγεσίας του κόμματος ή μάλλον των επιτελικών στελεχών του. Εμφανίζει τη γραμμή του κομμουνιστικού κόμματος, του οποίου ήταν μέλος για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, ως αλλοπρόσαλλη, απάνθρωπη και σε πολλές περιπτώσεις άσχετη με τον κομμουνισμό. Δίνει την οπτική ενός γνήσιου κομμουνιστή, ενός ιδεολόγου της εργατικής τάξης και ενός αυθεντικού αμετανόητου. Με αυτή την έννοια, ο Μίσσιος είναι ένας από αυτούς που βάζουν ένα λιθαράκι στο ζήτημα της οργάνωσης της δράσης μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος της εποχής. Την εποχή που τα γράφει όλα αυτά, θα πρέπει να τα θεωρήσουμε χρήσιμα για όσους ασχολούνται με το θέμα της οργάνωσης μιας «αντί»- τάσης στο εθνικό ελληνικό κράτος. Η αφήγηση του Μισσιού είναι μια από τις λίγες των (λίγων) ανθρώπων που άντεξαν, όσο άντεξαν, ψυχικά να δουν κατάματα την εικόνα του πολιτικού εκπροσώπου της ιδεολογίας τους, του ΚΚΕ, να γίνεται θρύψαλλα και να μιλήσουν γι’ αυτό δημόσια. Δεν θα ήταν υπερφίαλο, μάλλον, να πούμε ότι η ιστορία της αυτόνομης, εξω-ΚΚΕ και μάλλον εξω-κομματικής, δράσης από ‘κει και πέρα, μετά το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…», βρίσκει στον Μίσσιο έναν πολιτικό πρόγονο. Αλλά κι αυτό δεν μπορεί να είναι το τέλος αυτής της σκέψης. Νέα προβλήματα, νέα ερωτήματα ξεπηδούν. Αφήνοντας το κόμμα, ποιά οργάνωση είναι ικανή να φτιαχτεί; Αφήνοντας την απανθρωπιά της γραφειοκρατίας δεν μπορεί τάχα να ξεπηδήσει και μια απανθρωπιά από την έλλειψη γραφειοκρατίας; Κι ένα σωρό ακόμα ερωτήματα που διαπλέκουν ηθικές στάσεις και πολιτικές αξιώσεις με δύσκολους όρους. Ένας φίλος που έχει αγκαλιάσει τον ατομικισμό και τον μηδενισμό πλέον, έχοντας περάσει από το κόμμα, ίσως θα έλεγε πως ο Μίσσιος ήταν ένας από τους εκατοντάδες τότε, μάλλον χιλιάδες αξιοπρεπείς που έπρεπε να παλέψουν την απάνθρωπη γενικά ανθρώπινη κατάσταση. Την απάνθρωπη κτηνώδη κατάσταση για την οποία δεν φταίει η γραφειοκρατία, ο σταλινισμός και άλλα ευκαιριακά ονόματα που δίνουμε στη μονιμότητα της σαπίλας που διατρέχει τις μάζες εν γένει, δηλαδή τις χιλιάδες, μάλλον εκατομμύρια υπόλοιπους από αυτούς που λέγονται άνθρωποι.
Πάντως, το σίγουρο είναι ότι μια από τις σταθερές διαστρεβλωμένες προσλήψεις του βιβλίου ήταν, όπως κι αυτή της δικής μου μάλλον γενιάς, άρα και δική μου, να πεταχτεί το μωρό (ναι, κλισέ) μαζί με τα απόνερα. Δηλαδή να πεταχτεί η ζέση του εμφυλίου στα σκουπίδια μαζί με τα καταπιεστικά και απάνθρωπα στοιχεία του κόμματος, να πεταχτεί η οργάνωση και η στράτευση για έναν ηθικά ψηλότερους σκοπούς μαζί με ό,τι σκατό και όποια ψευδαίσθηση κουβαλούσε μαζί της, να πεταχτεί με λίγα λόγια ένας αποτυχημένος αγώνας σε μια χαβούζα εγωπαθών. Όμως, αυτή ήταν μάλλον και η ιδεολογική νίκη της μεταπολίτευσης, δηλαδή της ‘εθνικής συμφιλίωσης’. Όμως, ξανά, δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι ο Μίσσιος έγραψε με σκοπό κάτι τέτοιο. Με την προοπτική αυτή, μάλιστα, ότι το βιβλίο εκδίδεται στη μεταπολίτευση, τα λεγόμενα χρόνια της ‘εθνικής συμφιλίωσης’, ξαναλέω, κι ο συγγράφεας δεν δηλώνει μετανιωμένος για κάτι σχετικό με τη δράση του, έχουμε μπροστά μας ένα βιβλίο που είναι εκτός κλίματος από μια άποψη, μιας και διατηρεί ζεστή τη μνήμη του ‘εμφυλίου’. Γράφει ο Μίσσιος στα 1985 για νεκρούς, αμετανόητους, κυνηγημένους, εξόριστους, αποτρελαμένους κι ανάπηρους από το ξύλο, όταν το ελληνικό κράτος τέσσερα χρόνια αργότερα μόλις, το 1989, έκαιγε στη Χαλυβουργική τους φακέλους της Ασφάλειας για τους κυνηγημένους, τους αμετανόητους, τους εξόριστους, τους νεκρούς, τους ανάπηρους και τους αποτρελαμένους από το ξύλο. Έτσι, το βιβλίο του Μίσσιου καταδικάστηκε κι αυτό ισόβια, παρά τις ωραίες και φιλελεύθερες αφηγήσεις της γενιάς μου και τις εγωπαθείς μας τις διερωτήσεις («Τίνος νεκροί είναι αυτοί;»), να τραγουδάει μόνο του, μαζί με ακόμα λίγα, την ιστορία ενός ‘εμφυλίου’ από μη-συμφιλιωτική ακριβώς πλευρά. Έτσι, το τραύμα της ντόπιας αριστεράς να μην αντικρύζεται καν, έστω όπως το κοιτάει αυτός και λίγοι ακόμα. Η εθνική ιδεολογία, η συμφιλιωτική, να τα ‘χει σαρώσει όλα. Και η προφορική παράδοση που πεθαίνει μαζί με τους όλο και πιο λίγους αμετανόητους, να μην μπορεί να μελετηθεί πια από την πλευρά των δραστών των στρατοπέδων εξορίας και των φυλακών, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων.
Τα αρχεία μιλούνε με ποσότητες, ακρίβεια και στεγνά. Αλλά όπως και να το κάνουμε, τα δύο πρώτα τουλάχιστον είναι απαραίτητα. Με το κάψιμο των αρχείων, με το θάψιμο των αρχείων, το ελληνικό κράτος και οι πολιτικοί εκπρόσωποι των κάπου, κάπως, κάποτε αντιπάλων του αν μη τι άλλο σώθηκαν από μεγάλα προβλήματα. Η μνήμη κάηκε κι αυτή εν μέρει. Οι συνέπειες δεν ήταν μονόπλευρες. Ήταν πολυεπίπεδες και πολύμορφες. Σκέφτομαι μόνο πόσο ίσως βοήθησε αυτό στη μετάλλαξη της σημερινής ελληνικής αριστεράς, ξεδιάντροπα ρατσιστικής και απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό ως προς το έθνος της, μην έχοντας μάλλον στην πλειοψηφία της να υπερασπιστεί κανένα ηθικό άγχος, κανένα ηθικό βάρος. Κάπως έτσι το βιβλίο του Μίσσιου σήμερα μοιάζει με μήνυμα σε μπουκάλι, για εποχές όπου κάποιοι περιμέναν 9 μήνες ή ένα χρόνο τις εκτελέσεις τους, όντας 16 χρονών πολιτικοί κρατούμενοι, προδότες ενός έθνους. Το βιβλίο του Μίσσιου δεν κατάφερε φυσικά και ούτε ποτέ θα μπορούσε μόνο του να στήσει μνημονικές γέφυρες με το σήμερα το δικό μας. Έτσι προέκυψε το «Τίνος είναι αυτοί οι νεκροί;» που αναρωτιόμασταν, που αναρωτιόμαστε. Τα μνημεία δεν μιλάνε από μόνα τους δυστυχώς, στέκουν απλά εκεί, όπως και τα βιβλία στα ράφια. Το διάβασμα του, όμως, μας φέρνει σε ένα άλλο προσφιλές ερώτημα, το οποίο διαδίδεται ακόμα, σε κύκλους των πολιτικών απογόνων όσων βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, εξοντώθηκαν ψυχικά και σωματικά: «Τσάμπα σκοτώθηκαν όλοι αυτοί;»
Τσάμπα σκοτώθηκαν όλοι αυτοί; Φαίνεται να είναι ένα ερώτημα δίχως άμεση απάντηση, παρόλο που χρήζει βιαστικής και πιεστικής απάντησης. Το θέτουν ακόμα άτομα στον εαυτό τους όταν βλέπουν τους πολιτικούς απογόνους των βασανιστών, των φασιστών, των θυτών… Κάτι είναι κι αυτό.
StepanyanTSP, 05-09-2014.
(αφιερωμένο στον a-politiko)